- (ο) επιρρ. [<αγγλ.] συντεχνία τεχνιτών του 12ου αιώνα που ειδικευόταν στην κατασκευή καρδαμοστόλων.
- (το) ουσ. [<αγγλ.] σπάνιο είδος ορνιθόρυγχου που εμφανίζεται μετά από μπόρες.
- (ο) επιθ. [<γαλλ.] μεγαλοεισοδηματίας, προύχοντας. (μτφ.) ο έχων μεγάλη καρδιά
- (το) [<λατ.] σύνθετη λέξη με πρώτο συνθετικό cog [<λατ.] (πέρασμα) + nord [<λεττον.] (βορειοδυτικό)
- (το) ουσ. [<αγγλ.] σπάνιο είδος ορνιθόρυγχου που εμφανίζεται μετά από μπύρες.
η απάντηση εδώ
(τεύχος I, οκτώβριος 2006)