14 Απρ 2016

Μετανάστευση, πρόσφυγες και εργασία



(κοινή μετάφραση από cognord/spn του κειμένου της γερμανικής ομάδας Wildcat, τεύχος ν. 99, χειμώνας 2015/2016, εδώ στα αγγλικά)


Το «καλοκαίρι της μετανάστευσης» τελείωσε. Ενώ πολυάριθμες πρωτοβουλίες εξακολουθούν να υποστηρίζουν τους «νέους πολίτες», οργανώνοντας καθημερινή στήριξη, φεστβάλ, μαθήματα γλώσσας και πολλά ακόμα, η πολιτική τάξη θέλει να αντιστρέψει αυτή την δυναμική: προσπαθούν να υψώσουν νέα σύνορα, να επιβάλλουν την επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών και να χρησιμοποιήσουν τους πρόσφυγες πολιτικά για να διαιρέσουν την εργατική τάξη – ως καταλύτη για μια εκ βάθους κοινωνική αναδιοργάνωση.

Μέσα στην αριστερά, οι απόψεις για την συγκεκριμένη εξέλιξη μπορούν να χωριστούν χοντρικά σε δύο κατηγορίες: κάποιοι αντιλαμβάνονται την εντυπωσιακή αυτο-οργάνωση των προσφύγων και το γκρέμισμα των συνόρων-φραχτών ως δείγμα της «αυτονομίας των μεταναστών». Άλλοι βλέπουν στις πολιτικές της Μέρκελ μονάχα μια λειτουργική προσέγγιση: η μετανάστευση είναι θετική για τα συμφέροντα του κεφαλαίου καθώς προσφέρει φτηνή, εξειδικευμένη εργατική δύναμη με ισχυρό κίνητρο καθώς και την επιπρόσθετη συνεισφορά στα ασφαλιστικά/συνταξιοδοτικά ταμεία.

Στην πραγματικότητα, αυτές οι δυο οπτικές συνδέονται. Μεταναστεύοντας προς τα βορειο-Ευρωπαϊκά κέντρα, πολλοί προσπαθούν να ξαναγίνουν ενεργά υποκείμενα. Το κεφάλαιο θέλει να εκμεταλλευτεί την κοινωνική τους ενέργεια για την αναδιάρθρωση της εργατικής αγοράς και για να πιέσουν τις τοπικές ταξικές σχέσεις. Επιπλέον, η μαζική μετανάστευση μπορεί να έχει αντίστοιχα αποτελέσματα με ένα πρόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης, δημιουργώντας θέσεις εργασίας στα τηλεφωνικά κέντρα, στην εκπαίδευση, στην οικοδομή, στο κοινωνικό κράτος και στις υπηρεσίες ασφαλείας ... καθώς επιπρόσθετα μειώνει τα κόστη αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (η συντήρηση και εκπαίδευση ενός ανθρώπου κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες της ζωής του κοστίζει γύρω στα 200,000 ευρώ –η Γερμανία είναι μια χώρα «ηλικιωμένων» και χρειάζεται επειγόντως νέους!)

Για να έχει αυτό το αντίκρυσμα, η προλεταριακή μετανάστευση πρέπει να ελέγχεται, κάτι το οποίο όσοι βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας έχουν αποτύχει να κάνουν τα τελευταία χρόνια. Τα πιο πρόσφατα στάδια αυτής της απώλειας ελέγχου ήταν η κλιμάκωση της «κρίσης της μετανάστευσης» στην Ελλάδα στις αρχές του 2015, η καταστροφή των συνόρων-φραχτών στην Τουρκία στα μέσα του Ιουλίου του 2015 μετά τις μάχες γύρω από το Tal Abjad στην Συρία και, τέλος, η πορεία των μετανάστων από τον κεντρικό σταθμό της Βουδαπέστης προς τα σύνορα της Αυστρίας. Στις αρχές του Σεπτέμβρη πολλοί αφιχθέντες μετανάστες/τριες καλωσορίστηκαν με χειροκροτήματα στην Βιέννη, το Μόναχο και άλλες πόλεις. Πέρα από την πραγματική κρίση στα σύνορα, αυτή η αντίδραση του τοπικού πληθυσμού είναι το δεύτερο σκέλος της απώλειας ελέγχου του κράτους και θα ήταν αδιανόητη στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τρίτον, η άρχουσα τάξη δεν έχει καμία στρατηγική για την «καταπολέμηση των πραγματικών αιτιών της μετανάστευσης». Μάλιστα, το αντίθετο είναι πιο κοντά στην αλήθεια: η ολοένα και πιο ωμή και καταστροφική καταστολή των αντιπολιτευόμενων κινημάτων σε ένα αυξανόμενο αριθμό περιοχών ανά τον κόσμο αυξάνει τον κοινωνικό ανταγωνισμό· η κρίση και οι πόλεμοι φέρνουν την κατάρρευση ολόκληρων περιοχών.

Η απότομη στροφή της κυβέρνησης της Μέρκελ το καλοκαίρι ήταν ταυτόχρονα μια αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας και μια απόπειρα να ανακτηθεί ο έλεγχος. Η ανακοίνωση μιας «κουλτούρας φιλοξενίας» είναι αναπόσπαστο κομάτι αυτής της απόπειρας. Μόνο μετατρέποντας την υπομονετική και μακροχρόνια δουλειά των πρωτοβουλιών υπέρ των μεταναστών σε δημόσιο θέαμα θα μπορούσε η πολιτική τάξη να αντιστρέψει τελικά την ουσία τους.

Στο παρακάτω κείμενο θέλουμε να επεξεργαστούμε την σχέση μεταξύ της μετανάστευσης προσφύγων και της μετανάστευσης της εργασίας προς την Γερμανία στο πλαίσιο της Ευρώπης. Αρχικά, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «πρόσφυγες» και σε «εργάτες/τριες-μετανάστες/τριες/τριες» ήταν καθαρά νομικός: οι Έλληνες εργάτες/τριες που αποδρούσαν από την στρατιωτική δικτατορία και ερχόντουσαν στην Γερμανία το 1967 χαρακτηρίζονταν ως «επισκέπτες-εργάτες/τριες» (gastarbeiter). Μετά την επίσημη απαγόρευση της πολιτικής στρατολόγησης (recruitment) το 1973, οι Τούρκοι εργάτες/τριες, που έφευγαν για να αποφύγουν την δικτατορία του 1980, έπρεπε να ζητήσουν άσυλο. Οι Σενεγαλέζοι/ες μετανάστες/τριες/τριες που ρίσκαραν τις ζωές τους καθώς διασχίζαν την Μεσόγειο ήταν παράνομοι/ες εργάτες/τριες γης στην Ισπανία και διεκδικητές/τριες ασύλου στην Γερμανία.

Στην Γερμανία, το ατομικό και συνταγματικό δικαίωμα ασύλου δεν έπαιζε σχεδόν κανέναν ρόλο πριν από το τέλος της δεκεατίας του 1970 και εφαρμοζόταν κατά βάση σε περιπτώσεις μεταναστών από τις κρατικο-σοσιαλιστικές χώρες. Το 1980 για πρώτη φορά, πάνω από 100,000 άνθρωποι έκαναν αίτηση ασύλου, οι μισοί από την Τουρκία και πολλοί άλλοι από το Βιετνάμ και την Παλαιστίνη. Ένα χρόνο αργότερα, 20 τοις εκατό των αιτούντων άσυλο προέρχονταν από την Πολωνία (κατά τη περίοδο της αύξησης της συνδικαλιστικής αντίστασης και αγώνα της Solidarnosc).

Από το 1987 και μετά, η κριση στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ γινόταν ολοένα και πιο εμφανής. Ο αριθμός των «επαναπατρισθέντων» (re-settlers, Aussiedler, κόσμος από τις χώρες του Ανατολικού μπλοκ που μπορούσαν να υποστηρίξουν κάποια Γερμανική καταγωγή) από την Ανατολική Ευρώπη και την Σοβιετική Ένωση αυξήθηκε κατακόρυφα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, φτάνοντας τις 400,000 το 1990. Η πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων ήταν εξιδεικευμένοι εργάτε, που είχαν μάθει κάποιο επάγγελμα. Οποιοσδήποτε δεν μπορούσε να αποδείξει κάποια «Γερμανική ρίζα» έπρεπε να κάνει αίτηση για άσυλο: από το 1988 και μετά ο αριθμός των αιτήσεων για άσυλο συνέχισε να αυξάνεται, φτάνοντας σε ένα ζενίθ το 1992 με 440,000 αιτήσεις. Οι «αριστεροί» που προέρχονταν από χώρες του «Τρίτου Κόσμου» ήταν μονάχα μια μικρή μειοψηφία αυτών των αιτήσεων. Το 75 τοις εκατό προέρχονταν από την ανατολική, και νοτιο-ανατολική Ευρώπη –ένα αποτέλεσμα της κοινωνικής κατάρρευσης της περιοχής, των οικονομικών «θεραπειών-σοκ», τις επακόλουθες διαμάχες γύρω από την διανομή του πλιάτσικου και, εν τέλει, των εμφύλιων πολέμων. Ανάμεσα στους αιτούντες άσυλο ήταν επίσης και εκείνοι που δεν έκαναν αίτηση, αλλά που δούλευαν στην «μαύρη οικονομία» ως μη-καταγεγραμένοι εργάτες/τριες, π.χ. στις οικοδομές [1]

Επιπροσθέτως, τα τρία χρόνια μετά την προσάρτηση της πρωην ανατολικής «Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας», ένα εκατομμύριο εσωτερικοί μετανάστες/τριες εισήλθαν στην αγορά εργασίας της Δυτικής Γερμανίας, άνθρωποι που ήθελαν να ξεφύγουν από την απότομη άνοδο της ανεργίας που επήλθε μετά την καταστροφή των βιομηχανιών και της διοίκησης στην περιοχή τους.


Η κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1990
Η κλιμάκωση της «προσφυγικής κρίσης» πριν από 25 χρόνια έθεσε, όπως και σήμερα, τα θεμέλια για μια τεράστια αποσύνθεση του κοινωνικού κράτους καθώς και των συλλογικών συμβάσεων και των εργατικών δικαιωμάτων που πραγματοποιήθηκαν κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε λίγο αργότερα. Το Γερμανικό μοντέλο μιας πολύ παραγωγικής εξαγωγικής βιομηχανίας, που είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία τα τελευταία 15 χρόνια, βασίζεται σε μια εργατική τάξη που είναι περισσότερο διαχωρισμένη και τμηματοποιημένη από ότι ήταν τις προηγούμενες δεκαετίες.

Στις 8 Αυγούστου του 1991 πάνω από 100,000 πρόσφυγες από την Αλβανία κατέλαβαν το σαπιοκάραβο Vlora και υποχρέωσαν το πλήρωμα να αλλάξει πορεία και να διασχίσει την Αδριατική θάλασσα. Η Ιταλική αστυνομία τους απέλασε βίαια μετά την άφιξη τους στο Μπάρι. Αυτό το γεγονός προσέφερε και το εικονικό πλαίσιο της ρητορικής πως «το πλοίο γέμισε». Το φιλελεύθερο πολιτικό περιοδικό “Der Spiegel” φλυαρούσε για το γεγονός πως η μετανάστευση αποτελεί τον «πόλεμο της τρίτης χιλιετίας» και προφήτευε την άφιξη 50 εκατομμυρίων προσφύγων από την πρώην Σοβιετική Ένωση (Der Spiegel, 19 Αυγούστου 1991).

Ενώ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υποκινούσε τον φόβο μιας ανεξέλεγκτης εισροής ανθρώπων από το εξωτερικό, έφερνε ταυτόχρονα στην χώρα όλο και περισσότερους εργάτες/τριες/τριες από την ανατολική και νοτιο-ανατολική Ευρώπη, μέσω των αποκαλούμενων «συμβολαίων εργασίας και υπηρεσιών» (συμβόλαια συνδεδεμένα με μια συγκεκριμένη δουλειά) και μέσω συμφωνιών στρατολόγησης (recruitment), όπως π.χ. από το 1991 και μετά με περισσότερους εποχιακούς/ές εργάτες/τριες/τριες προς απασχόληση στην Γερμανική αγροτική παραγωγή.

Η εργατική μετανάστευση τόσο στην ανεξέλεγκτη αλλά και στην ελεγχόμενη μορφή της μέσω των συμβολαίων εργασίας σε συγκεκριμένες δουλειές, π.χ. στις οικοδομές ή και στην βιομηχανία κρέατος, επέφερε μια τρομακτική πίεση στους/στις ντόπιους/ες εργάτες/τριες/τριες. Οι μετανάστες/τριες, που δούλευαν ούτως ή άλλως για πολύ χαμηλότερους μισθούς, συχνά έπεφταν θύματα περαιτέρω απάτης: άλλοτε πληρώνονταν λιγότερα από ότι είχε συμφωνηθεί, άλλες φορές δεν πληρώνονταν καθόλου. Αυτά εγίναν αφορμή για μια σειρά διαμάχες και αυτο-οργανωμένες απεργίες από εργάτες/τριες/τριες από την Αγγλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία.

Η άνιση μεταχείριση των διαφορετικών ομάδων μεταναστών/τριών δημιούργησε το έδαφος για τους διαχωρισμούς, τον φόβο και την πίεση προς τους εργάτες/τριες/τριες να αποδεχτούν τις συνθήκες στις οποίες βρέθηκαν: εργαζόμενοι/ες/ες ενάντια σε ανέργους/ες, εργάτες/τριες/τριες της Δυτικής Γερμανίας ενάντια σε «τεμπέληδες ανατολικούς/ες» (Ανατολικής Γερμανίας), επαναπατρισμένοι/ες «Ρώσο-Γερμανοί/ίδες» ενάντια σε μετανάστες/τριες που είχαν φτάσει νωρίτερα ... και η λίστα συνεχίζεται.

Το γεγονός πως το κράτος ήταν σε θέση να αναθέσει την πολιτική ευθύνη για τον ρατσισμό στους χαμένους της «Γερμανικής επανένωσης» βασίστηκε στην έξυπνη διαχείριση και την δημιουργία διαχωρισμών που έφερναν την μια ομάδα αντιμέτωπη με την άλλη. Η πολιτική και μηντιακή προπαγάνδα-μίσους ενάντια στους «οικονομικούς μετανάστες/τριες» ήταν και παραμένει μια συνειδητή προτροπή για (βίαιη) «δράση», την οποία υιοθέτησε η μαχητική δεξιά. Τον Σεπτέμβριο του 1991, ο γενικός γραμματέας του CDU Ruehe έγραψε ένα εσωτερικό κείμενο καλώντας τις τοπικές οργανώσεις του κόμματους του να θέτουν το «ανησυχητικό φαινόμενο της αύξησης των αριθμών των αιτούντων άσυλο» σε κάθε κοινοβουλευτικό επίπεδο. Προμήθευσε προσχέδια κειμένων για να χρησιμοποιηθούν από τοπικά συμβούλια προς ψήφιση καθώς και προσχέδια δελτίων τύπου σχετικά με τους αιτούντες άσυλο, που περιείχαν υπολογισμούς που αντιπαρέθεταν την έλλειψη νηπιαγωγείων με την αύξηση δαπανών για τους πρόσφυγες ή παρουσίαζαν τα καταφύγια προσφύγων σε σχολικά γυμναστήρια σαν υπεύθυνα για την ακύρωση μαθημάτων. Λίγες μέρες μετά, ξεκίνησαν οι επιθέσεις ενάντια σε καταφύγια για πρόσφυγες και ενάντια σε εργάτες/τριες από την Μοζαμβίκη στο Hoyerswerda (Ανατολική Γερμανία)· το τοπικό συμβούλιο χρησιμοποιήσε αυτή την ευκαιρία για να ξεφορτωθεί τόσο τους πρόσφυγες όσο και τους εναπομείναντες εργάτες/τριες από την Μοζαμβίκη (οι εργάτες/τριες από το Βιετνάμ και την Μοζαμβίκη ήταν ανάμεσα στους ελάχιστους μετανάστες/τριες εργάτες/τριες της πρώην δημοκρατίας της «σοσιαλιστικής» Ανατολικής Γερμανίας).[2]

Σχεδόν όπως και σήμερα, τα διοικητικά μέτρα ξεκινούσαν αρχικά ως τοπικές καταστάσεις «έκτακτης ανάγκης» ή ελλείψεων (π.χ. στην στέγαση) και κατέληγαν σε μια κατάσταση ανταγωνισμού, τον οποίο εκμεταλλευόταν η αντι-μεταναστευτική προπαγάνδα. Τα τοπικά συμβούλια ήταν αναγκασμένα να στεγάζουν τους πρόσφυγες σε τεράστια καταφύγια και τις περισσότερες φορές το έκαναν χρησιμοποιώντας εγκατελειμμένα σπίτια με ανεπαρκείς υποδομές. Με στόχο την αποθάρρυνση μελοντικών προσφύγων και τον στιγματισμό των σημερινών, το κράτος επέβαλε μια υπερβολικά αυστηρή μαζική επεξεργασία και καταγραφή των αιτούντων άσυλο, στην οποία οι πρόσφυγες δεν ελάμβαναν τα ίδια επιδόματα σε χρηματική μορφή όπως όλοι οι υπόλοιποι, αλλά υπό την μορφή τροφίμων ή και δωρεές ρούχων.

Σε κάποιες περιοχές ο στιγματισμός οδήγησε σε βίαια ρατσιστικά ξεσπάσματα, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις οδήγησε και στην συμμετοχή της «κοινωνίας των πολιτών» σε δράσεις στήριξης των προσφύγων και στην αντίσταση από πλευράς των αιτούντων άσυλο υπό την μορφή της άρνησης σίτησης, απεργίες πείνας και καταλήψεων των γραφείων του κράτους πρόνοιας και επιδομάτων. Για να εξουδετερωθούν αυτές οι πράξεις αλληλεγγύης, ξεκίνησαν διάφορα πογκρόμ και θανατηφόρες εμπρηστικές επιθέσεις από ναζιστικές συμμορίες, στις οποίες είχε παρεισφρύσει η ασφάλεια. Ακόμα και στις περιπτώσεις δολοφονιών, η αστυνομία έκανε τα στραβά μάτια.

Λίγο μετά το πογκρόμ στο Rostock-Lichtenhagen [3] [3]τον Αύγουστο του 1992, η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση αποφάσισαν από κοινού έναν «συμβιβασμό για το άσυλο», που δεν ήταν τίποτα παραπάνω παρά ένας περιορισμός του δικαιώματος. Μια διαδήλωση 350,000 ανθρώπων στο Βερολίνο ήταν το τελευταίο σημάδι της αντίστασης ενάντια στις επιθέσεις στο δικαίωμα για άσυλο.
Η αλλαγή του άρθρου 16 του Συντάγματος τον Μαϊο του 1993 ήταν ένα βασικό βήμα προς την Ευρωπαϊκή σύγκλιση όσον αφορά το δικαίωμα στο άσυλο. Δημιουργώντας το κατασκεύασμα των «ασφαλών τρίτων χωρών», οι συνοριακές χώρες της Ευρώπης φορτωθήκαν όλες τις νομικές διαδικασίες· η μετονομασία σε «ασφαλής χώρα προέλευσης» στην πραγματικότητα ακύρωσε το δικαίωμα αίτησης ασύλου για όσους έρχονταν από εκείνη την περιοχή.

Η επόμενη νομική αλλαγή αφορούσε τον «νόμο περί μετανάστευσης» [Ausländergesetz]. Το κράτος δήλωσε πως οι πρόσφυγες που έφευγαν από εμπόλεμες περιοχές μπορούσαν να πάρουν προσωρινό άσυλο αλλά μονάχα σε μια περιοχή που όριζε το κράτος και μονάχα για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο – που σήμαινε πως η παραμονή έπαυε να είναι ένα ατομικό δικαίωμα, παρά ήταν πλέον ένα διοικητικό μέτρο το οποίο σχετιζόταν με μια προ-καθορισμένη ομάδα ανθρώπων και μπορούσε να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή. Αυτός ο νόμος εφαρμόστηκε για πρώτη φορά σε μεγάλη κλίμακα στους πρόσφυγες πολέμου από το Κόσοβο. Από το 1993, ο αποκαλούμενος «νόμος επιδομάτων για τους αιτούντες άσυλο» [Asylbewerberleistungengesetz] δημιούργησε μια νομική δικαιολόγηση για την άνιση μεταχείριση των προσφύγων όσον αφορά τα βασικά και μίνιμουμ κοινωνικά επιδόματα.

Οι πολιτικοί είδαν τις μειώσεις στις αιτήσεις ασύλου στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ως μια απόδειξη επιτυχίας. Όλες οι νομικές επιταγές των τελευταίων χρόνων είναι βασισμένες στο βασικό σύνθημα «Η Γερμανία δεν είναι χώρα για μετανάστες/τριες!» και εκφράζουν πάνω από όλα την άρνηση να ενσωματώσουν τους πρόσφυγες, δηλαδή την άρνηση να τους δώσουν ίσα δικαιώματα.

Τον μισό αιώνα από το 1950 εώς και το 2000, 200,000 παραπάνω άνθρωποι μετανάστευσαν στην Γερμανία από ότι έφυγαν από χώρα. Κατά την πρώτη δεκαετία του 2000 το νούμερο αυτό μειώθηκε δραματικά και μάλιστα μετατράπηκε σε αρνητικό. Σε αυτά τα χρόνια, η εποχιακή εργατική μετανάστευση από τις χώρες που εντάθηκαν αργά στην ΕΕ (Πολωνία, Ρουμανία κτλ) έγινε η κυρίαρχη μορφή μετανάστευσης. Μόνο το 2010 μπήκαν περισσότεροι άνθρωποι στην Γερμανία απ’ όσοι έφυγαν: οι περισσότεροι από αυτούς από άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, παρόλο που ένας σημαντικός αριθμός προερχόταν εκτός Ευρώπης και ως αιτούντες άσυλο. Η βασική καταγωγή/υπηκοότητα των προσφύγων άλλαζε κάθε χρόνο: πολλές βασικές περιοχές προέλευσης ήταν τα Βαλκάνια και η Μέση Ανατολή.


Μια νέα περίοδος ξεκινάει το 2008
Ο μόνος ακριβής αριθμός για το ποσοστό των προσφύγων που φτάνουν στην Γερμανία είναι ο αριθμός των αρχικών αιτήσεων [initial application] για άσυλο. Με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008, αυτός ο αριθμός αυξήθηκε αρχικά αργά από λιγότερο από 30,000 σε 64,000 αρχικές αιτήσεις το 2012, και διπλασιάστηκε ύστερα σε 110,000 αιτήσεις το 2013, 170,000 το 2014 και πάνω από 390,000 το 2015 – που είναι πολύ παρακάτω από την πρόβλεψη περί «ενός εκατομμυρίου και πάνω» που ακούγεται συχνά. Πόσοι από αυτό το ένα εκατομμύριο που είχαν καταγραφεί μέχρι τον Νοέμβριο του 2015 έφυγαν από την χώρα, είτε συνεχίζοντας το ταξίδι τους είτε επιστρέφοντας, κανείς δεν ξέρει –ούτε και το κράτος – όπως δεν ξέρουν πόσες διπλές ή λανθασμένες καταγραφές έγιναν ή και πόσοι πρόσφυγες απέφυγαν την καταγραφή λόγω της ολοένας και πιο αυστηρής ανάγνωσης του νόμου για το δικαίωμα για άσυλο. Το Ινστιτούτο για την Έρευνα της Εργασίας (ΙΑΒ - Institute for Employment Research) του Ομοσπονδιακού Γραφείου Εργασίας [Federal Employment Agency/Arbeitsagentur][4] υπολογίζει πως περί το 70 τοις εκατό των προσφύγων στην Γερμανία θα παραμείνουν εκεί.

Σε πολλές περιπτώσεις που τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχασαν τον έλεγχο, είτε δεν μπορούσαν είτε δεν ήθελαν να κάνουν σωστή καταγραφή των προσφύγων. Μερικές χώρες δεν προώθησαν κάν τις καταγραφές που είχαν κάνει στην διοίκηση της ΕΕ, έτσι ώστε να αποφύγουν την ευθύνη του να γίνουν αποδέκτες αιτήσεων ασύλου στο μέλλον. Τόσο στα ίδια τα σύνορα των Βαλκανίων όσο και ανάμεσα τους, οι πορείες των προσφύγων υπέστησαν συχνές και αυθαίρετες στάσεις, τρόφιμα και άλλου είδους βοήθεια παρακολλήθηκε, παράγοντας μια κατάσταση σπάνης. Σε άλλες στιγμές, οι κυβερνήσεις προσέφεραν δωρεάν μετακινήσεις για όλους τους πρόσφυγες που αποδέχθηκαν να καταγραφούν και να περιμένουν την σειρά τους υπό τραγικές συνθήκες σε στρατόπεδα καταγραφής και καταμέτρησης. Όλα αυτά βοήθησαν ώστε να εμφανιστούν οι διαδρομές των προσφύγων σαν ξαφνικές «φυσικές καταστροφές» οι οποίες καταβάλλουν την κρατική διοίκηση παρά τις προσπάθειες τους. Με αυτό το υπόβαθρο οι ηγέτες κρατών δικαιολόγησαν καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης και κατασταλτικά πολιτικά μέτρα – ειδικά δε όταν οι υπάρχουσες συνθήκες οδήγησαν σε αντίσταση και όταν οι πρόσφυγες αρνήθηκαν να εκφράσουν την «ευγνωμοσύνη» που απαιτούνταν από αυτούς.

Κατά την διάρκεια των τελευταίων 4 δεκαετιών, καμία από τις κυβερνήσεις της Γερμανίας δεν ήταν σε θέση να κατασκευάσουν μια «μεταναστευτική πολιτική», με την έννοια μιας πλήρως ελεγχόμενης και διαχειρίσιμης κατάστασης. Από το καλοκαίρι του 2015 έχουν αποδεχθεί αυτό το γεγονός: οι πόλεμοι έχουν μετακινηθεί απειλητικά κοντά στα Ευρωπαϊκά σύνορα και έχουν διαχυθεί υπερβολικά. Ως αντίκτυπο, πολλοί περισσότεροι άνθρωποι έχουν αναγκαστεί να φύγουν μόνιμα από τα σπίτια τους. Η κατασκευή πρόχειρων καταυλισμών για πρόσφυγες στα κράτη που συνορεύουν με τις εμπόλεμες ζώνες δεν είναι αρκετή για να κρατάει τα προβλήματα μακριά από την Γερμανία, γιατί αυτές οι περιοχές είναι εξίσου αποσταθεροποιημένες από το μέγεθος της μετανάστευσης και επειδή οι πρόσφυγες αγωνίζονται ενάντια στην στρατόπεδα και τις συνθήκες τους. Αυτός είναι ο λόγος που έφτασαν ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι στην Γερμανία μετά το 2012.

Τον Ιούλιο του 2012, μια ειρωνία σε σχέση με την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, το ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο [Bundesverfassungsgericht] έκρινε πως το συνταγματικά κατοχυρωμένο «μίνιμουμ επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης» αφορούσε τους πάντες που διέμεναν στην Γερμανία. Παρόλο που η εφαρμογή του νόμου αυτού δεν έχει ξεκινήσει ακόμα, ήταν ένα χτύπημα στην πολιτική της αποθάρρυνσης μεταναστών μέσω της μείωσης των επιπέδων του κοινωνικού κράτους. Η απόφαση μπορεί να γίνει κατανοητή ως αποτέλεσμα της γενικευμένης υποστήριξης προς τους αιτούντες άσυλο και των επίμονων αγώνων των ίδιων ενάντια στην άνιση μεταχείριση τους. Αυτό το διογκούμενο κίνημα είναι επίσης ένας από τους λόγους για τους οποίους το κράτος έχει απελάσει πολύ λιγότερους ανθρώπους τα τελευταία χρόνια. Το 2013 και το 2014 πραγματοποιήθηκαν γύρω στις 10,000 απελάσεις κάθε χρόνο, ενώ το 2015 αυτός ο αριθμός ανέβηκε στις 18,630, οι περισσότερες των οποίων έλαβαν χώρα στο δεύτερο μισό του έτους – πρόκειται για έναν μεγάλο αριθμό απελάσεων, αλλά παρόλα αυτά αφορά μονάχα το ένα τέταρτο από εκείνους που έχουν λάβει αρνητική απάντηση στην αίτηση ασύλου τους και για τους οποίους έχουν βγει αποφάσεις απέλασης. Στην πραγματικότητα το κράτος δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει την μείωση του ποσοστού αναγνωρισμένων αιτήσεων ασύλου κάτω από 1 τοις εκατό, μια εφαρμογή που θα σήμαινε πρακτικά την κατάργηση του δικαιώματος για άσυλο.

Από το 2012 περίπου, οι πρόσφυγες που έρχονται στην Γερμανία έρχονται αντιμέτωποι με μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται ολοένα και περισσότερο από την αυτοπεποίθηση και την οργανωμένη παρουσία των προηγούμενων μεταναστών οι οποίοι, μεταξύ άλλων, διαμαρτυρήθηκαν έντονα ενάντια στον «κανόνα της παραμονής» [residence rule] (που ορίζει πως οι πρόσφυγες δεν έχουν το δικαίωμα να φύγουν από την πόλη στην οποία τους έχει τοποθετήσει το κράτος], καταλαμβάνοντας κτίρια και οργανώνοντας απεργίες πείνας. Το κίνημα των προσφύγων της Lampedusa ξεπήδησε από αυτούς τους αγώνες το 2013. Αυτό το κίνημα εκλαμβάνει πολλή δημοσιότητα και συμπάθεια από την «κοινωνία των πολιτών», κάτι που φαίνεται και από την αύξηση των ασύλων εκκλησιών (τοπικές ενορίες που προσφέρουν άσυλο και προστασία σε κόσμο), οι οποίες υποτίθεται πως αποτρέπουν και τις απελάσεις (αυτή την στιγμή 450 άνθρωποι σε περίπου 300 κοινότητες είναι υπό την προστασία της εκκλησίας). Ένα άλλο παράδειγμα ήταν οι διαδηλώσεις των μαθητών ενάντια στις απελάσεις των συμμαθητών τους.

Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ελάχιστοι άνθρωποι της ριζοσπαστικής αριστεράς ή μικρών ομάδων της «κοινωνίας των πολιτών» υποστήριξαν τους πρόσφυγες. Παρόλα αυτά, υπήρξαν πολλές δράσεις ενάντια στα «πακέτα τροφίμων» [Fresspakete] (πακέτα με τρόφιμα, συχνά κακής ποιότητας, που μοιράζονταν σε πρόσφυγες αντί για χρηματικά επιδόματα), οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις στόχευαν και τις φιλανθρωπικές οργανώσεις ή τις επιχειρήσεις που έβγαζαν λεφτά εκμεταλλευόμενες την κακή κατάσταση των προσφύγων. Σήμερα αντίθετα, εκατοντάδες χιλιάδες είναι αναμεμιγμένοι στην υποστήριξη των προσφύγων ως «εθελοντές» και οι «αριστεροί» είναι μια μειοψηφία ανάμεσα τους. Μια έρευνα της Προτεσταντικής Εκκλησίας υποστήριζε πως τουλάχιστον 8 εκατομμύρια άνθρωποι είναι μπλεγμένοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην βοήθεια προς τους πρόσφυγες το 2015. Αυτή η ενασχόληση, η επαφή με τους πρόσφυγες και τους αγώνες τους έχει ριζοσπαστικοποιήσει αυτόν τον κόσμο, π.χ. σε σχέση με την εμπλοκή της Γερμανίας στους πολέμους ή και τον ρόλο των Γερμανικών εξαγωγών όπλων.

Από την άλλη, το επίπεδο βίας ενάντια στους πρόσφυγες έχει φτάσει σε επίπεδα εξίσου άσχημα όσο και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η Μέρκελ προειδοποίησε μάλιστα για μια «νεα NSU»[5]. Παρακολουθούμε την ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής δεξιάς πέρα από την οργανωμένη μαχητική σκηνή –αλλά οι σημερινοί φασίστες δεν μπορούν να παριστάνουν τους εφαρμοστές μιας σχετικά ομογενοποιημένης κοινωνικής απόριψης των προσφύγων, και η βια τους δεν είναι τελικά παρά η έκφραση του ολοένα και αυξανόμενου διαχωρισμού εντός της κοινωνίας. Η Pegida[6] και η παρέα τους κατηγορούν χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα για τους δικούς τους φόβους κοινωνικής κατάπτωσης. Ονομάζοντας τους πρόσφυγες υπανθρώπους προσπαθούν να επιβάλλουν την προσέγγιση πως αυτοί οι «Άλλοι» δεν δικαιούνται αυτά που ζητάνε. Μια ηλίθια αντίσταση ενάντια στο πρόγραμα εκμοντερνισμού του κεφαλαίου που δεν εμπεριέχει καμία απειλή ενάντια του, αλλά βοηθάει αντιθέτως στην προώθηση του. Αυτός είναι ο λόγος που οι μπάτσοι αφήνουν τη Pegida να συνεχίζει και ο λόγος που τις περισσότερες φορές το βαθύ κράτος ανέχεται τις εμπρηστικές επιθέσεις και άλλου είδους βια ενάντια στους μετανάστες/τριες.


Ευρωπαϊκή Ένωση – το φρούριο που καταρρέει
Σε σχέση με το αντίκτυπο που στην ΕΕ, αρκεί να πούμε πως η προσφυγική κρίση του δέυτερου μισού του 2015 ήταν πολύ πιο σοβαρή από την «ελληνική κρίση» του πρώτου μισού. Η ΕΕ αποσυντίθεται, η συμφωνία Σένγκεν είναι για τα μπάζα. Για να είμαστε όμως ξεκάθαροι: η συμφωνία του Σένγκεν δεν αφορούσε το ερμητικό κλείσιμο των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, αλλά τα εμπόδια υποτίθεται πως θα ήταν (και είναι όντως) αρκετά ψηλά ώστε μονάχα συγκεκριμένοι θα κατάφερναν να τα υπερπηδήσουν – όσοι είναι σωματικά και διανοητικά υγιείς, που έχουν χρήματα και προσωπικούς ή οικογενειακούς πόρους και που είναι αφοσιωμένοι και με πολύ κίνητρο. Για να δουλέψει αυτό, ήταν απαραίτητο ο καταμερισμός της εργασίας ανάμεσα στα διάφορα κράτη-μέλη της ΕΕ να λειτουργεί ομαλά όπως ακριβώς είχε σχεδιαστεί από την Συνθήκη του Δουβλίνου –αλλά η Ιταλική και η Ελληνική κυβέρνηση απλά έσπρωχναν τους πρόσφυγες προς την βόρεια Ευρώπη χωρίς να τους καταγράφουν. Μετά από αυτό, το 2015, η κάθε κυβέρνηση ακολούθησε τα δικά της συμφέροντα.

Τα ανατολικά Ευρωπαϊκά «συνοριακά κράτη» αρνούνται κατηγορηματικά να δεχθούν πρόσφυγες, αλλά την ίδια στιγμή ανέχονται σιωπηλά την «κυκλική» εργατική μετανάστευση [Pendelmigration] καθώς και καταφεύγουν σε μια ανοιχτή πολιτογράφηση κόσμου από γειτονικά κράτη. Το Πολωνικό κράτος «θυμάται» τις πολωνικές μειοψηφίες στην Ουκρανία, η Ουγγαρία θυμάται «Ουγγρικές» οικογένειες στην Ουκρανία, οι Ρουμάνοι καλωσορίζουν τα χαμένα αδέρφια και αδερφές από την Μολδαβία κτλ. Η προσέγγιση αυτών των εθνικιστικών κυβερνήσεων είναι αντίστοιχη με την Γερμανική πολιτική απέναντι στους «επαναπατρισμένους» [Spaetaussiedler – Ρωσο-Γερμανοί]. Τα κράτη ελπίζουν σε πολιτικά συμβιβασμένους πρόσφυγες (οι οποίοι θα αναλάβουν τις κακοπληρωμένες δουλειές στον αγροτικό τομέα ή τις οικοδομές, αντικαθιστώντας τους «ντόπιους» εργάτες/τριες που εγκατέλειψαν την χώρα για να βρουν δουλειά στα δυτικά Ευρωπαϊκά κράτη) και συνεχίζουν την επιθετική στάση τους απέναντι σε κάποια μέλη του πληθυσμού που υποτίθεται πως εξαιρούνται της υπηκοότητας/πολιτογράφησης. Πρωτοπορία σε αυτό το επίπεδο είναι οι χώρες της Βαλτικής, οι οποίες «απο-πολιτογράφησαν» [expatriated] όλους εκείνους που είχαν καταφτάσει από άλλα Σοβιετικά κράτη μετά το 1940, καθιστώντας τους απάτριδες. Ο συστηματικός αποκλεισμός των Ρομά σε νοτιο-ανατολικές χώρες ακολουθεί μια παρόμοια λογική.

Πολλές περιοχές που ήταν τόποι προέλευσης προσφύγων κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 έχουν γίνει μέλη της ΕΕ έκτοτε ή έχουν υπογράψει συμφωνίες για μετανάστευση δίχως την ανάγκη βίζας. Η επέκταση των συνόρων της ΕΕ έχει διευκολύνει την εξωτερική ανάθεση [outsourcing] κακοπληρωμένων δουλειών στον κλάδο των ανεφοδιασμών [supply industries] αυτών των νέων κρατών μελών και διαχειρίζονται την μετανάστευση από αυτά τα κράτη μέσω της σταδιακής «ελέυθερης μετακίνησης της εργασίας» [Arbeitnehmerfreizuezugkeit]. Για τους εργάτες/τριες από την ανατολική Ευρώπη, η πρόσβαση στην αγορά εργασίας της ΕΕ ήταν πάντα συνδεδεμένη με μακροχρόνιες περιόδους εθνικής μετάβασης (που περιόριζαν προσωρινά την είσοδο για εργασία), κάτι που ήταν μια σαφής απαίτηση των Γερμανικών συνδικάτων ειδικά. Κατά την διάρκεια των πρώτων 7 χρόνων μετά την πρώτη επέκταση του 2004, άνθρωποι από την Εσθονία, την Λετονία, την Λιθουανία, την Πολωνία, την Σλοβακία, την Σλοβενία, την Τσεχία και την Ουγγαρία (οι αποκαλούμενες ΕΕ-8 χώρες) είχαν ήδη την δυνατότητα να δουλεύουν ως (τυπικά) «ελεύθεροι επαγγελματίες» ή σαν εργαζόμενοι/ες ξένων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν στην Γερμανία, για χαμηλούς μισθούς και για χαμηλά κοινωνικά επιδόματα. Το 2011 σχεδόν 470,000 άνθρωποι από την Πολωνία ζούσαν στην Γερμανία, ένας αριθμός μεγαλύτερος από το σύνολο των υπολοίπων ΕΕ-8 χωρών μαζί. Οι ΕΕ-2 χώρες Ρουμανία και Βουλγαρία –οι οποίες εντάχθηκαν το 2007 με παρόμοιες συνθήκες – ήρθαν δέυτερες και τρίτες με 160,000 και 94,000 ανθρώπους αντίστοιχα.

Η κατάργηση της βίζας για κάποια δυτικά Βαλκανικά κράτη το 2009/2010 οδήγησε σε μια επιπλέον αύξηση εισόδου εργατών, τους οποίους μπορούσαν εύκολα να εκβιάσουν για να δουλεύουν με χαμηλότερους μισθούς. Πολίτες εκτός της ΕΕ από την Σερβία ή την Βοσνία μπορούν αυτή την στιγμή να εισέλθουν στην ΕΕ ως «εργάτες/τριες με συμβόλαιο» [contract workers-Entsendarbeiter] από την στιγμή που έχουν ένα συμβόλαιο εργασίας με μια Σλοβένικη, ή στο άμεσο μέλλον, με Κροατική επιχείρηση. Το 2014 μόνο στην Σλοβενία δόθηκαν 60,000 αποκαλούμενα Α1-Πιστοποιητικά (επιβεβαίωση κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα προέλευσης της επιχείρησης με την οποία υπάρχει το συμβόλαιο) σε πολίτες από γειτονικά Βαλκανικά κράτη. Οποια/σδήποτε δεν έχει ένα συμβόλαιο εργασίας μπορεί να εισέλθει στην ΕΕ χωρίς βίζα και, π.χ. κάνοντας αίτηση για άσυλο, μπορεί να αποκτήσει τουλάχιστον μια προσωρινή άδεια παραμονής και ένα βασικό εισόδημα. Ένα αντίστοιχο σενάριο διαφαίνεται στον ορίζοντα όσον αφορά στην κατάργηση της απαίτησης για βίζα για όσους έρχονται από την Γεωργία ή την Ουκρανία, σύμφωνα με μια πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Σύμφωνα με το Γερμανικό κέντρο καταγραφών ξένων υπηκόων [Ausleanderzentralregister – κρατική διοίκηση] από τον Οκτώβριο του 2015 ο πληθυσμός των μεταναστών/τριών έχει αυξηθεί κατά 820,000 μέσα σε ένα χρόνο, εκ των οποίων 340,000 προέρχονται από χώρες εντός της ΕΕ, 260,000 από αναγνωρισμένες εμπόλεμες και περιοχές εκτάκτου ανάγκης και 120,000 από τα δυτικά Βαλκάνια. Τώρα περίπου 650,000 από την Ρουμανία και την Βουλγαρία είναι επίσημα καταγεγραμένοι στην Γερμανία· το 80 τοις εκατό εξ’αυτών, έφτασε τα τελευταία 5 χρόνια. Η μόνιμη μετανάστευση από την Πολωνία έχει επίσης αυξηθεί από το 2011 και μετά· σήμερα, περίπου 600,000 από τις ΕΕ-8 χώρες έχουν πλήρη ή μερική απασχόληση στην Γερμανία. Μετά την πλήρη απελευθέρωση της μετακίνησης στην αγορά εργασίας από τον Ιανουάριο του 2014, ο αριθμός των ανθρώπων από την Ρουμανία και την Βουλγαρία που έχουν συμβόλαια εργασίας στην Γερμανία έχει επίσης αυξηθεί.

Επιπροσθέτως, υπάρχει ένας στατιστικά αδύνατο να εξακριβωθεί αριθμός εργαζομένων με προσωρινή άδεια εργασίας· μια μελέτη του ινστιτούτου Boeckler υπολόγιζε πως το 2012 περίπου 800,000 εργάτες/τριες είχαν έρθει στην Γερμανία με συμβόλαια εργασίας, 80 τοις εκατό των οποίων ήταν από την ανατολική Ευρώπη.

Σε γενικές γραμμές, οι μετανάστες/τριες φτάνουν στην Ευρώπη από δύο προορισμούς: από την Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική και από την ανατολική Ευρώπη. Στην νότια Ευρώπη, οι «παράνομοι/ες μετανάστες/τριες» είναι η κύρια εργατική δύναμη σε κλάδους όπως ο αγροτικός, στις οικοδομές και logistics. Υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στην «εξωτερική μετανάστευση προς την ΕΕ» και την «εσωτερική μετανάστευσης εντός της ΕΕ». Σε όλη την Ευρώπη πολλοί νέοι και νέες προσπαθούν να αποφύγουν την δουλειά στα εργοστάσια, τον αγροτικό τομέα και τις χειρωνακτικές εργασίες εν γένει. Ένα μεγάλο κομμάτι αυτών σπουδάζει και ελπίζει σε μια δουλειά στον κρατικό τομέα – ακόμα και αν η εργασία είναι προσωρινή – ή και μια καριέρα σε κάποιο ανερχόμενο κλάδο της οικονομίας. Η «ανεπάρκεια εργατικού δυναμικού» στις βρωμο-δουλειές στους αγρούς, τις οικοδομές και σε δουλειές φροντίδας εξισορροπείται από τους μετανάστες/τριες. Κατά την διάρκεια της περιόδου οικονομικής ανόδου και ανάπτυξης στις αρχές της χιλιετίας, η μετανάστευση προς την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία ... έκανε πιθανή την (οικονομική) «άνοδο» της νέας γενιάς. Από τότε που ξέσπασε η κρίση, πολλοί άνεργοι νέοι και νέες από αυτές τις νοτιο-Ευρωπαϊκές που έχουν κάποια πανεπιστημιακή εκπαίδευση αλλά ελάχιστες εργασιακές προοπτικές, έχουν μετακινηθεί προς τα βόρεια, π.χ. στην Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Τα τελευταία χρόνια ο καθαρός αριθμός ανθρώπων που έχουν μεταναστεύσει στην Γερμανία από τις χώρες της κρίσης της νότιας Ευρώπης ανέρχεται σε 30,000 με 40,000 κάθε χρόνο.


Η διαδικασία της προς-τα-κάτω κατάτμησης της εργατικής τάξης στην Γερμανία
Στην Γερμανία, επίσης, η προς-τα-κάτω κατάτμηση της αγοράς εργασίας μέσω της ιδιαίτερης σύζευξης της τεχνολογικής εξέλιξης και της φθηνής εργασίας των μεταναστών, επέτρεψε σε πολλούς/ες νεαρούς/ες εργάτες/τριες να αποφύγουν την καταβάθρωση του επιπέδου των μισθών, κινούμενοι προς πιο εξιδεικευμένες εργασιακές θέσεις. Ένα παράδειγμα είναι η τοπική οικονομική ανάπτυξη στο Oldenburger της περιοχής Munsterland της δυτικής Γερμανίας. Παρόλο που περίπου 25,000 θέσεις εργασίας της βιομηχανίας κρέατος χάθηκαν μέχρι το 2005, την ίδια εποχή το συνολικό ποσό σφαγιασθέντων ζώων διπλασιάστηκε και ένα ‘σύμπλεγμα’ [cluster] βιομηχανιών επεξεργασίας τροφίμων και κατασκευής μηχανημάτων εγκαθιδρύθηκε. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του συνδικάτου NGG (τροφίμων και φιλοξενίας), μόνο ένα 10 τοις εκατό των εργαζόμενων στην βιομηχανία κρέατος έχουν μόνιμα συμβόλαια, εάν συμπεριλάβει κάποιος και τις ανεπίσημες ομάδες χασάπηδων, τους βιομηχανικούς καθαριστές και τους αποθηκάριους, που συνήθως δεν περιλαμβάνονται στην κατηγορία εργαζομένων στην «βιομηχανία κρέατος». «Επίσημα», το ένα τέταρτο όλων των εργαζόμενων έχουν προσληφθεί ως μετανάστες εργάτες συμβολαίου μέσω ξένων εταιρειών –σχεδόν εφτά φορές περισσότεροι από ότι το 2011.

Στον χώρο της οικοδομής αυτή η εξέλιξη είχε ήδη ξεκινήσει από την δεκαετία του 1990. Τότε, το συνδικάτο IG BSE είχε προσπαθήσει να καταπολεμήσει τον ανταγωνισμό της φθηνής εργασίας καλώντας τους εργάτες να ρουφιανεύουν όσους δούλευαν χωρίς συμβόλαιο ή μόνιμη κατοικία, καλώντας μάλιστα και σε οργανωμένες κρατικές εφόδους [raids] – βοηθώντας έτσι στην καλλιέργεια μιας ρατσιστικής ατμόσφαιρας. Η συλλογική σύμβαση για την διαρύθμιση της εργασίας μέσω συμβολαίων των μεταναστών [Arbeitnehmerentsendegesetz – νόμος περί ανάθεσης εργασίας] που πέρασε το 1996 και που αρχικά εφαρμόστηκε μονάχα στον κλάδο των οικοδομών, οδήγησε στην εισαγωγή ενός κλαδικού κατώτατου μισθού για τους οικοδόμους – και ξεχωριστούς μισθούς για εργάτες από την Ανατολική και την Δυτική Γερμανία. Ένα σημαντικό μέρος του νόμου αφορούσε στην εναπόθεση της τελική νομικής ευθύνης στον επικεφαλής εργολάβο. Αυτό σημαίνει πως οι εργάτες μπορούσαν να απαιτήσουν οφειλόμενους μισθούς ακόμα και αν χρεοκοπούσε ο υπ-εργολάβος. Η επέκταση του πεδίου της εφαρμογής του «νόμου περί ανάθεσης εργασίας» πέρα από τον κλάδο της οικοδομής αρχικά το 2007, μετά ξανά το 2009 και τέλος το 2014 αφορά κλάδους με υψηλό ποσοστό μεταναστών εργατών: καθαριότητα, οικοδομές, ανακύκλωση και αποκομιδή απορριμάτων, φροντίδα ηλικιωμένων, πλυντήρια και βιομηχανία κρέατος.

======

Αντιμέτωποι με την κρίση στην Ανατολική Ευρώπη, οι (ειδικευμένοι) εργάτες κατευθύνθηκαν στη Γερμανία σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς – και έφτασαν την κατάλληλη στιγμή για την επέκταση του χαμηλόμισθου τομέα· στον τομέα της επιμελητείας με την ευρύτερη έννοια, για παράδειγμα μέσω της εισαγωγής των «συμβολαίων για υπηρεσίες» ή «συμβολαίων για συγκεκριμένη εργασία»[7] στην αυτοκινητοβιομηχανία και στα τμήματα συναρμολόγησης των εργοστασίων αυτοκινήτων, όπου κάποτε οι άνθρωποι έβγαζαν καλά λεφτά. Τα γερμανικά συνδικάτα μπόρεσαν σε μεγάλο βαθμό να συντηρήσουν την κοινωνική ειρήνη με το κεφάλαιο βασισμένα στους χαμηλούς μισθούς στις εφοδιαστικές αλυσίδες της Ανατολικής Γερμανίας. Τα κόστη εργασίας ανά μονάδα προϊόντος των εργατών στις βασικές εταιρείες μπορούσαν να μειωθούν μέσα από την «ορθολογικοποίηση», την εντατικοποίηση της εργασίας και την ευελιξία στον εργάσιμο χρόνο, αλλά οι ετήσιοι μισθοί παρέμειναν λίγο πολύ σταθεροί – πράγμα που επέτρψε στα συνδικάτα να παρουσιαστούν σαν «καλοί αντιπρόσωποι» για τα μέλη τους και σαν «αποδοτικοί συνεργάτες» για τη διοίκηση. Οι εργάτες στις βασικές εταιρείες πειθάρχησαν χάρη στην απειλή των «χειρότερων συνθηκών» στο βιομηχανικό περιθώριο και χάρη στην απορρύθμιση των προνοιακών δικαιωμάτων.
Η αυξανόμενη κατάτμηση της αγοράς εργασίας αποκλείει τους ντόπιους εργάτες από συγκεκριμένες δουλειές: για παράδειγμα, αν μια ορισμένη εργατική δύναμη στρατολογείται μέσω Ρουμάνων υπεργολάβων, ένας Γερμανός δεν θα μπορεί να βρει δουλειά εκεί, ακόμα κι αν το θέλει – αυτό είναι εξίσου αλήθεια για τις χώρες της νότιας Ευρώπης όπου οι μεγάλοι δείκτες της ανεργίας των νέων συνοδεύεται από υψηλό επίπεδο απασχόλησης για τους μετανάστες. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι μετανάστες δεύτερης γενιάς – ειδικά τα παιδιά των «επισκεπτών – εργατών» και των λεγόμενων «Ρωσο-Γερμανών» (επαναπατρισμένων) – περιθωριοποιήθηκαν στην αγορά εργασίας μέσω της απασχόλησης των πρόσφατα αφιχθέντων μεταναστών. Παλιότερα χρειαζόταν συνήθως περίπου μια γενιά μεταναστών ώστε να αγωνιστούν για να μπουν στην αγορά εργασίας και να πετύχουν ίσες συνθήκες. Αυτό δεν ισχύει πια. Σήμερα, για πολλούς από τους μετανάστες δεύτερης γενιάς, η «κοινωνική κινητικότητα» σημαίνει το να γίνουν χαμηλόβαθμοι μεσάζοντες της μαφιόζικης οικονομίας, μεσολαβώντας ανάμεσα στη «γερμανική οικονομία» και τους πιο πρόσφατα αφιχθέντες μετανάστες (με τους οποίους μοιράζονται τη γλώσσα) σαν σπιτονοικοκύρηδες, αρχηγοί συμμοριών και υπεργολάβοι.


Αγώνες
Οι μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη αντιστέκτονται. Οι εργάτες που απεργούν στη βιομηχανία κρέατος δέχονται κάποιες φορές επιθέσεις από ένοπλες ομάδες που στέλνει η εταιρεία. Τα συνδικάτα και η κυρίως εργατική δύναμη δεν συμμετέχουν σ’ αυτούς τους αγώνες και βλέπουν τις αναφορές των μήντια σ’ αυτούς σαν απειλή για τη βιωσιμότητα της εταιρείας. Προσπαθούν να απωθήσουν τον «φτηνό ανταγωνισμό» από τις εταιρείες συμπεριφερόμενοι συστηματικά σ’ αυτούς τους μετανάστες εργάτες σαν μη ισότιμους. Μόνο από το 2012 και μετά, οι συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες των μεταναστών εργατών πήραν δημοσιότητα. Για πολλούς μετανάστες το να χρησιμοποιήσουν τα μήντια φαινόταν πιο υποσχόμενο από τις πραγματικές απεργίες και οι νομικές συμβουλές από κάποια από τα συνδικάτα και από τους θεσμούς της εκκλησίας υποστήριζαν μια τέτοια άποψη. Τουλάχιστον οι χαμηλοί μισθοί στις μέρες μας αντιμετωπίζονται σαν σκάνδαλο – αν και σε μικρές πόλεις ή στην εξοχή, σε κοινωνικές καταστάσεις όπου πολλοί ντόπιοι κερδίζουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από την εκμετάλλευση των μεταναστών (π.χ. σαν σπιτονοικοκύρηδες ή μαγαζάτορες), οι ανοιχτές και άμεσες αντιπαραθέσεις είναι πιο δύσκολες. Συνεπώς οι διαμαρτυρίες οργανώνονται κυρίως γύρω από ομάδες με κοινή γλώσσα ή εθνικές κοινότητες, ή γύρω από συμμορίες και υπεργολάβους που βασίζονται σ’ αυτές τις κοινότητες. Στο Lohne ή το Emsdetten (αγροτικές μικρές πόλεις στη δυτική Γερμανία) οι διαδηλώσεις των υποστηρικτών ποτέ δεν κατάφεραν να μαζέψουν στο δρόμο περισσότερα από 200 άτομα.

Η πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλεια και τα νόμιμα δικαιώματα που εγγυάται η επίσημη «ελευθερία της κίνησης των εργατών» προσφέρει μια κάποια ασφάλεια για το άτομο, αλλά δεν συνεπάγεται ισότιμο καθεστώς με τους Γερμανούς πολίτες. Το κράτος θέλει να εμποδίσει κάτι τέτοιο: το δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές σε καιρούς ανεργίας κάνει πιο δύσκολο το να πιεστούν οι μετανάστες σε κακοπληρωμένες δουλειές ή το να τις κρατάνε. Συνεπώς το κράτος δημιουργεί νέες ευκαιρίες για τον εκβιασμό των μεταναστών εργατών εμπλέκοντας όλο και περισσότερο την κοινωνική νομοθεσία και το δικαίωμα στην κατοικία. Για παράδειγμα, για τους πολίτες της Ε.Ε. που κατοικούν στη Γερμανία, η «ελευθερία κίνησης των εργατών» παραχωρείται μόνο για έξι μήνες και μόνο υπό τον όρο ότι έχουν δικό τους εισόδημα και καλύπτονται από ασφάλεια υγείας. Μόνο μετά από πέντε χρόνια κερδίζουν το μόνιμο δικαίωμα διαμονής και το ταμείο ανεργίας Hartz IV. Πριν τα πέντε χρόνια, εφαρμόζονται κλιμακωτά δικαιώματα και προνόμια. Σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ένα άτομο αποκτά καθεστώς εργαζόμενου όταν δουλεύει τουλάχιστον 5.5 ώρες τη βδομάδα (που ισοδυναμεί με τον κατώτερο μισθό των 200 ευρώ τον μήνα). Οι άνθρωποι που έχουν πλέον το καθεστώς του εργαζόμενου δικαιούνται «προνόμια μέσα στη δουλειά» σύμφωνα με το Hartz IV για να υποστηρίξουν τους μισθούς τους. Ανάμεσα σ’ άλλους λόγους, αυτό εξηγεί τους υψηλούς αριθμούς «μίνι-εργατών» ανάμεσα στους μετανάστες από τις χώρες EU-2, αλλά επίσης και από την Πολωνία: πολλοί δουλεύουν ανεπίσημα σε πλήρη εργασία και λαμβάνουν παροχές για τον επίσημο χρόνο εργασίας ή τις «mini-jobbers»[8], όπως κάνουν και πολλοί Γερμανοί. Αντίθετα με τους Γερμανούς συναδέλφους τους, οι μετανάστες δυσκολεύονται να ξεφύγουν από αυτή τη ρύθμιση. Αν παραιτηθείς ή χάσεις τη δουλειά γιατί τα έβαλες με το αφεντικό σου, κινδυνεύεις να χάσεις το δικαίωμα παραμονής λόγω ανεργίας.

Μετά από ένα χρόνο πλήρους απασχόλησης, οι εργάτες δικαιούνται μισό χρόνο ταμείο ανεργίας (ανάλογα με το εισόδημα) συν μισό χρόνο το επίδομα Hartz IV (το κατώτερο επίδομα κοινωνικής πρόνοιας). Πολλοί οργανισμοί πρόνοιας ενημερώνουν την υπηρεσία μετανάστευσης όταν οι μετανάστες δικαιούνται επιδόματα και τότε η υπηρεσία τους καλεί να εγκαταλείψουν τη χώρα – αυτό συμβαίνει επίσης και σε πολίτες της Ε.Ε. από τα βασικά κράτη, όπως η Ισπανία ή η Ιταλία. Η γραφειοκρατική διαπλοκή της διοίκησης που είναι υπεύθυνη για την πρόνοια και την εργασία απ’ τη μια μεριά και της υπηρεσίας μετανάστευσης από την άλλη – που έχει ανακηρυχτεί σε έναν μελλοντικό τρόπο να αντιμετωπιστούν οι πρόσφυγες – είναι ήδη μία πραγματικότητα για τους μετανάστες εργάτες. Αυτό ακολουθεί μια συγκεκριμένη λογική, δεδομένου ότι η εκστρατεία ενάντια στην «κατάχρηση του ασύλου» που στόχευε στους πρόσφυγες από τα βαλκανικά κράτη ακολουθήθηκε άμεσα από την προπαγάνδα ενάντια στη «μετανάστευση της φτώχιας και των επιδομάτων» από την Βουλγαρία από το τέλος του 2013.


Το «δυναμικό για τη μελλοντική απασχόληση» (γερμανική νέα γλώσσα: erwebspersonenpotenzial) των προσφύγων
Υπάρχουν δύο αντιτιθέμενοι πόλοι μέσα στην άρχουσα τάξη: ο φιλελευθερισμός, του οποίου ο πιο σημαντικός συνήγορος είναι το Κόμμα των Πρασίνων, απαιτεί το άνοιγμα των συνόρων και την απορρύθμιση και τον περιορισμό των επιδομάτων πρόνοιας και των κοινωνικών εγγυήσεων· όποιος θέλει να έρθει εδώ πρέπει να το κάνει, αλλά πρέπει να βρει έναν τρόπο να επιβιώσει μόνος του. Το άλλο άκρο εκπροσωπείται από κάποια μέλη του βαθέος κράτος και στην πολιτική σκηνή από τα NSU/AFD/CSU (κόμματα της (άκρας-)δεξιάς) και κομμάτια του SPD και του CDU: κλείσιμο των συνόρων, εντατικοποίηση των ελέγχων στους μετανάστες, περαιτέρω ενίσχυση των αστυνομικών δυνάμεων. Η τρέχουσα διαδικασία διαπραγμάτευσης ταλαντεύεται ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους, αλλά έχουν έναν κοινό στόχο, όπως μπορούμε να δούμε και στη συζήτηση για το «καθήκον των μεταναστών να αφομοιωθούν» (integrationspflicht): θέλουν να μετατρέψουν τους μετανάστες σε κάτι σαν «τουρμπο-Γερμανούς» και να τους χρησιμοποιήσουν ώστε να επιβάλουν την αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας – που εξασφαλίζεται εσωτερικά και εξωτερικά χάρη στον «Πόλεμο ενάντια στην Τρομοκρατία».

Ανάλογα με τον τομέα, οι εργοδότες θέλουν να υπαγορεύσουν διαφορετικούς ρόλους για τους πρόσφυγες στην αγορά εργασίας. Το IAB προβλέπει ότι ο «αριθμός των ανθρώπων που μπορεί δυνητικά να απασχοληθεί» μεταξύ των αιτούντων άσυλο θα αυξηθεί κατά 380 χιλιάδες μέσα στο 2016, αφού είχε μετά βίας αυξηθεί το 2015. Σύμφωνα με το περιοδικό Spiegel Online, το ειδικό συμβούλιο για την οικονομική ανάπτυξη[9] προβλέπει μόνο μία αργή αύξηση της απασχόλησης των πρόσφατα αφιχθέντων προσφύγων, λέγοντας πως τα επόμενα δύο χρόνια δεν θα μπουν στην αγορά εργασίας περισσότεροι από 100 χιλιάδες άνθρωποι.

Στα μέσα του Οκτώβρη ξέσπασε μια ανοιχτή διαμάχη μέσα στο στρατόπεδο τω εργοσοτών πάνω στην πολιτική της αφομοίωσης: Ο Michael Knipper του Συνδέσμου της Γερμανικής Κατασκευαστικής Βιομηχανίας εξέφρασε τη λύπη του για την «άκριτη ευφορία στους κόλπους της γερμανικής βιομηχανίας». Η κατασκευαστική βιομηχανία είναι ένας ιδιαίτερα κυκλικός/εποχικός και πολυεθνικός κλάδος με μια εργατική δύναμη που αποτελείται κυρίως από μετανάστες. Οι εργοδότες σ’ αυτόν τον τομέα δεν ποντάρουν στο know-how της ντόπιας εργατικής τάξης και στις «καινοτόμες ικανότητες» αλλά στην αναδιάρθρωση και στη μείωση του κόστους παραγωγής που επιβάλλεται από τους όλο και χαμηλότερους μισθούς και κακές συνθήκες. Κάποιοι εργοδότες στη βιομηχανία κατασκευών έχουν διαφορετική οπτική. Χρειάζονται απελπισμένα «φρέσκια ενέργεια» στις εταιρείες τους και ψάχνουν για εργάτες που πιστεύουν ακόμα στις καριέρες και θέλουν να κάνουν κάτι με την κινητικότητά τους προς τα πάνω – χαρακτηριστικά που μεγάλο μέρος των μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς έμαθε να εγκαταλείπει εδώ και πολύ καιρό.

Για να πληρούν τις προϋποθέσεις επαγγελματικά αλλά και για να νιώθουν για καιρό αφοσιωμένοι στις εταιρείες τους και στη μοίρα τους στην Γερμανία, όχι μόνο απαιτείται από τους πρόσφυγες να έχουν μόνιμη κατοικία και να κάνουν μαθήματα γλώσσας, αλλά και να σπάσουν τους δεσμούς τους με τη χώρα καταγωγής. Όποιος πρέπει να στείλει λεφτά πίσω στην πατρίδα του, δεν θα τη βγάζει με τους σχετικά χαμηλούς μισθούς που ισχύουν για την περίοδο της μαθητείας. Έτσι θα αναγκαστεί να πάρει τον κατώτατο μισθό κάνοντας ανειδίκευτες δουλειές σε κάποια αποθήκη. Αυτός είναι ο λόγος που το κεφάλαιο χρειάζεται ένα συνδυασμό πίεσης και υπόσχεσης για μελλοντικές προοπτικές, όταν μιλάμε για τους πρόσφυγες. Από την 1η Αυγούστου 2015, η ενσωμάτωση των προσφύγων στην αγορά εργασίας αρχίζει με δουλειά που πληρώνεται με λιγότερα από τον βασικό μισθό π.χ. μέσω κάποιας μακροχρόνιας πρακτικής ή μαθημάτων για να αποκτήσει τις βασικές ικανότητες, των οποίων το μέγιστο χρονικό όριο αυξήθηκε από τους έξι στους δώδεκα μήνες. Αυτή η περίοδος μπορεί εύκολα να επεκταθεί και οι αρχές μπορούν να υπογράφουν συμβόλαια με νέους ή με μακροχρόνια άνεργους για αυτά τα μαθήματα, πριν ή μετά την κανονική πρακτική, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι έχουν «έλλειψη ικανοτήτων απασχόλησης»[10]. Η πίεση να γίνει αποδεκτή η επέκταση αυτής της κακοπληρωμένης δουλειάς οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι χάνουν το δικαίωμα παραμονής αν χάσουν τη δουλειά τους – να η πραγματική «διαπλοκή του job centre με την υπηρεσία μετανάστευσης».


Οι μισθοφόροι της Frontex
Το μεταναστευτικό καθεστώς της Ε.Ε. μπορεί να λειτουργήσει μόνο αν καταφέρει να οργανώσει τις αγορές εργασίας πέρα από την επικράτειά της. Οικονομικές συμφωνίες όπως η Ευρω-Μεσογειακή Συνεργασία (EUROMED)[11] συνοδεύονται από πολιτικο-στρατιωτική συνεργασία. Οι συμφωνίες για τη στρατιωτική φύλαξη των συνόρων ή για την απέλαση των ανεπιθύμητων μεταναστών, περιέχουν σαν μπόνους και την προσφορά προσωρινής εργασίας μεταναστών (συνήθως με συμβόλαια για συγκεκριμένες δουλειές) από διαφορετικές περιοχές εκτός της Ε.Ε. όπως έχει προβλεφθεί δηλαδή στις «συνεργασίες κινητικότητας της Ε.Ε.» τόσο με κράτη της Μεσογείου, όσο και με κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Η Τουρκία παίζει στρατηγικό ρόλο σαν «θυρωρός» στα νοτιο-ανατολικά. Κατά τη διάρκεια της συνόδου G20 στην Αττάλεια, σφυρηλατήθηκε μία συμφωνία 3 δις.ευρώ, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση Ερντογάν πρέπει να δώσει άδειες παραμονής και εργασίας σε Σύρους πρόσφυγες στην Τουρκία και ταυτόχρονα να απελάσει άλλους πρόσφυγες στις χώρες καταγωγής τους. Σαν αντάλλαγμα για την πιο προσεκτική αστυνόμευση των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. από την Τουρκίας, η Ε.Ε. σκέφτεται να χαλαρώσει τις προϋποθέσεις έκδοσης βίζας για τους Τούρκους πολίτες και συνεπώς να διευρύνει τη δυνατότητα των Τούρκων να δουλέψουν μέσα στην Ε.Ε. Τέτοιες συμφωνίες βασίζονται στη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων κρατικών παιχτών, αλλά οι κυβερνήσεις του Πακιστάν και του Αφγανιστάν πρόσφατα αρνήθηκαν να δεχτούν πίσω τους πολίτες τους που απελάθηκαν από την Ε.Ε. Και κανένα χρηματικό ποσό δεν θα εμποδίσει την κυβέρνηση Ερντογάν να ανοίγει ή να κλείνει τα σύνορα, να προκαλεί στρατιωτικές συγκρούσεις κλπ. σαν μέρος της μάχης της για πολιτική επιβίωση.

Αντίστοιχα, η μεγαλεπήβολη τελική διακήρυξη της Ευρω-αφρικανικής συνόδου στην Μάλτα τον Νοέμβρη του 2015 δεν μπόρεσε να κρύψει το πόσο λίγο έλεγχο έχουν τα κράτη πάνω στη μετανάστευση. Ο πολιτικός υπολογισμός της Ε.Ε. να κρατούνται οι μεγάλες μάζες προσφύγων στις γειτονικές περιοχές και να τους επιτρέπεται η είσοδος προσωρινά ή να επαναπροωθούνται όταν πρέπει, θα πετύχαινε μόνο αν υπήρχε η δυνατότητα να ζήσουν και να δουλέψουν σ’ αυτές τις περιοχές. Αυτή η δυνατότητα μοιάζει να απομακρύνεται περισσότερο από ποτέ, όχι μόνο στη βόρεια Αφρική αλλά και στα Βαλκάνια, π.χ. στο Κόσοβο. Αυτός είναι και ο λόγος που η Ε.Ε. ανοίγει συχνά βαλβίδες ασφαλείας και προσωρινά ανοίγει τα σύνορά της. Στην περίπτωση κάποιων βαλκανικών κρατών, υπογράφτηκαν νέες συμφωνίες στρατολόγησης το καλοκαίρι του 2015: από το 2016 και μετά, εργάτες από τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων με «χαμηλή ειδίκευση» (που κατοικούν ήδη στην Γερμανία) θα μπορούν να δουλέψουν αν μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν μια χειροπιαστή μαθητεία ή μια προσφορά για θέση εργασίας – αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι θα παραιτηθούν από την αίτηση ασύλου και θα επιστρέψουν στις χώρες καταγωγής για να ξαναμπούν όταν χρειαστεί.


Ευκαιρίες για γενίκευση;
Η δουλειά των εργατών (Arbeiterarbeit), δηλαδή ο γενικός τύπος χειρωνακτικής εργασίας – στη γεωργία, τις κατασκευές ή τις κατασκευαστικές βιομηχανίες – γίνεται όλο και περισσότερο από μετανάστες εργάτες. Οι μετανάστες αντέχουν αυτή τη δουλειά γιατί έχουν συνηθίσει στα χειρότερα. Το να οργανωθούν αγώνες μαζί με τους (ντόπιους) συναδέλφους είναι δύσκολο σε καταστάσεις όπου οι μετανάστες είναι συνηθισμένοι γενικά σε ένα χαμηλότερο επίπεδο – και γίνεται δυσκολότερο αν τα «στρώματα υψηλού εισοδήματος» (σπιτονοικοκύρηδες κλπ) κερδίζουν από την υπερ-εκμετάλλευση των μεταναστών. Τα τελευταία χρόνια, εμφανίστηκαν αγώνες μεταναστών κυρίως σε χώρους εργασίας όπου η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής δύναμης ήταν μετανάστες, π.χ. στον αγροτικό τομέα ή στον τομέα της επιμελητείας στην Ιταλία. Στην Γερμανία, όπου η πρόσβαση στην αγορά εργασίας είναι καλά ρυθμισμένη και πολλαπλάσια χωρισμένη σε τμήματα, έχουν υπάρξει πολλές συγκρούσεις, αλλά σχεδόν κανένας μεγάλος αγώνας μεταναστών.

Μέσα στο 2015, οι πρόσφυγες όχι μόνο ανάγκασαν την κυβέρνηση να αλλάξει την πορεία της και συνεπώς πολιτικοποίησαν χιλιάδες υποστηρικτές τους, αλλά με τη μαζική τους εμφάνιση έβαλαν στη δημόσια συζήτηση τα θέματα του μισθού, των εργασιακών συνθηκών, της στέγασης κλπ. Κανένα από αυτά τα ζητήματα δε θα λυθεί μόνο του, είναι όλα διεκδικούμενα και συγκρουσιακά. Το κράτος δημιουργεί τον ανταγωνισμό, π.χ. σε σχέση με τη στέγαση, τη στιγμή που χτίστηκαν νέες εργατικές κατοικίες (social housing) αλλά αρχικά μόνο για τους πρόσφυγες. Γι’ αυτό το λόγο οι αγώνες γύρω απ’ τη στέγαση και οι τρέχουσες καταλήψεις είναι τόσο σημαντικές! Αφορούν την προσιτή στέγαση για όλους.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι τα μαζικά καταλύματα σε μακρινές περιοχές με κακή υποδομή μετακινήσεων και μέσων μαζικής μεταφοράς, λίγους παιδικούς σταθμούς και σχολεία, λίγους γιατρούς κλπ. Διάφορες πρωτοβουλίες της «κοινωνίας των πολιτών» εμφανίζονται συχνά κόντρα σ’ αυτά και παρουσιάζονται με έναν κάπως αντιφατικό τρόπο. Η πρωτοβουλία «Όχι στην πολιτική – Ναι στην υποστήριξη» στο προάστιο Neugraben του Αμβούργου, που κέρδισε την προσοχή των μήντια τους τελευταίους μήνες, είναι ένα παράδειγμα πραγματιστικής αντίθεσης στις κρατικές πολιτικές για τους πρόσφυγες. Δίνοντας έμφαση στην αντι-ρατσιστική τους θέση, διαφέρουν ξεκάθαρα από τον τρόπο που το Pegida ανοίγει το ζήτημα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η αριστερά θα έπρεπε που και που να ακούει προσεκτικά, πριν κατηγορήσει αυτούς τους ανθρώπους ότι είναι φασίστες.

Η ηγεμονία της πολιτικής δεξιάς σε κάποιες περιοχές βασίζεται στην κοινωνική ανασφάλεια, που δεν απορρέει απλά από το φόβο των υλικών απωλειών. Η αύξηση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού διαλύει επίσης τα οικογενειακά δίκτυα και το προσωπικό κοινωνικό περιβάλλον. Είναι φανερό ότι ένα καθαρό «αντιφασιστικό άκρο» χρειάζεται για να πολεμήσουμε την πολιτισμική ηγεμονία της πολιτικής δεξιάς – αλλά ένας «πολιτισμικός αγώνας» δεν είναι αρκετός. Πρέπει να αναπτύξουμε κι άλλες ιδέες για το πώς θα σχετιστεί η δράση μας με τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Η δυνατότητα για κάτι τέτοιο είναι μεγαλύτερη, εξαιτίας της άφιξης τεράστιων αριθμών προσφύγων. Μπορούμε να πάρουμε τα ερωτήματα που θέτουν οι πρόσφυγες και να τα κάνουμε πάλι δημόσια, κοινά, κοινωνικά ερωτήματα. Η ριζοσπαστική αριστερά μπορεί επίσης να στηρίξει τους αγώνες των μεταναστών, βοηθώντας να ξεπεραστούν τα όρια της κοινότητας – εκεί γίνονται χρήσιμα τα αυτό-οργανωμένα μαθήματα γλώσσας. Η αντίσταση στις απελάσεις και ο αγώνας για το δικαίωμα παραμονής είναι προϋπόθεση ώστε να αναπτυχθούν αγώνες – κι εδώ αναφερόμαστε λιγότερο σε νομικές αποφάσεις και περισσότερο στην πρακτική αντίσταση ενάντια στην καταπίεση, ενάντια στην αστυνόμευση, ενάντια στις εισβολές στην πόλη και στη δουλειά. Όπουδήποτε κι αν στηρίζουμε τους πρόσφυγες, θα ερχόμαστε αντιμέτωποι με το κράτος – ανάλογα με την κατάσταση, το κράτος θα προσφέρει την αφομοίωση ή θα επιτίθεται για να καταστείλει. Θα μπορέσουμε να σταθούμε απέναντι και στις δύο αυτές εναλλακτικές, όταν αρχίσουμε από τις συνθήκες ολόκληρης της τάξης – και όταν γίνει ξεκάθαρο ότι σίγουρα δε θέλουμε κι οι ίδιοι να αφομοιωθούμε από το κράτος.


Σημειώσεις
[1] «Το 1988 οι αριθμοί των αιτούντων άσυλο πέρασαν ξανά τις 100.000. Κατά τη διάρκεια της χρονιάς των ευρωπαϊκών επαναστάσεων το 1989, αυτός ο αριθμός ανέβηκε στις 120.000. Στην επανενωμένη Γερμανία το 1990 καταγράφηκαν περίπου 190.000 αιτούντες άσυλο, το 1991 σχεδόν 260.000 και τέλος το 1992 σχεδόν 440.000 – ήδη τότε πολλοί από αυτούς ερχόνταν από την Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, κυρίως πρόσφυγες από την πρώην Γιουγκοσλαβία αλλά και Ρομά από την Ρουμανία.

Από το 1987 οι αριθμοί των επαναπατρισθέντων (Ρωσο-Γερμανοί) αυξήθηκαν ραγδαία. Το 1988 έφτασαν περισσότεροι από 200.00, το 1988 σχεδόν 390.000 και το 1990 σχεδόν 400.000. Επιπρόσθετα, η από τότε νόμιμη μετανάστευση από την Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία) προς την Δυτική Γερμανία είχε σαν αποτέλεσμα σχεδόν 390.000 να πάνε στην Δύση το 1989 και 395.000 το 1990. Η μετανάστευση από την Ανατολή στην Δύση έπεσε τα επόμενα χρόνια, στις 250.000 το 1991 και στις 200.000 το 1992, 172.000 το 1993. Ανάμεσα στο 1994 και το 1997 ο αριθμός αυτός σταθεροποιήθηκε ανάμεσα στις 160 και 170 χιλιάδες.

[2] Το άρθρο του Wildcat στο τεύχος 57 που δίνει περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτό το περιστατικό δεν έχει μεταφραστεί. Αντίθετα μ’ αυτό το άρθρο στο τεύχος 60 που ασχολείται με το ζήτημα των ρατσιστικών επιθέσεων και του κράτους στις αρχές της δεκαετίας του ’90. http://www.wildcat-www.de/en/wildcat/60/w60e_ros.htm

[3] Τρέιλερ ενός ντοκυμαντέρ για τις επιθέσεις: https://www.youtube.com/watch?v=EBQnc7MQLt0

[4] http://www.iab.de/en/iab-aktuell.aspx

[5] Το National Socialist Underground είναι μια φασιστική τρομοκρατική ομάδα που σκότωσε αρκετούς μετανάστες τη δεκαετία του 2000 και στην οποία είχαν διεισδύσει σε μεγάλο βαθμό πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών. https://viewpointmag.com/2014/09/11/the-deep-state-germany-immigration-and-the-national-socialist-underground/

[6] Το Pegida προκύπτει από τα αρχικά του τίτλου «Πατριώτες Ευρωπαίοι ενάντια στην Ισλαμοποίηση του Δυτικού Κόσμου» και είναι μια ακροδεξιά πλατφόρμα που αναβίωσε τις «δευτεριάτικες διαδηλώσεις» στην ανατολική Γερμανία, αυτή τη φορά ενάντια σε μουσουλμάνους και άλλους μετανάστες. Οι διαδηλώσεις του Pegida εξαπλώθηκαν από ανατολικές πόλεις όπως η Δρέσδη σε άλλες πόλεις στην Γερμανία, κινητοποιώντας εώς και 10.000 ανθρώπους.

[7] Μέσα από τα «συμβόλαια υπηρεσιών», οι εταιρείες μπορούν να αποφύγουν να προσλάβουν απευθείας τους ανθρώπους σαν μόνιμους εργαζόμενους. Τυπικά τους προσλαμβάνουν σαν «παρόχους υπηρεσιών» για μια συγκεκριμένη δουλειά. Σ’ αυτήν την περίπτωση συχνά δεν ισχύουν οι συλλογικές συμβάσεις.

[8] (ΣτΜ) Mini job είναι μια συγκεκριμένη μορφή μερικής απασχόλησης στην Γερμανία, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι πως ο μισθός δεν ξεπερνάει τα 450 ευρώ τον μήνα (σημειωτέον πως ο "επίσημος" μέσος μισθός στην Γερμανία είναι 2180ευρώ καθαρά). Η νομοθεσία για τις mini jobs, επιτρέπει στους εργοδότες να μην καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές (επίσημα καταβάλλουν μόνο το 20% αλλά πολύ συχνά ούτε καν αυτό), τις οποίες οφείλει να καλύπτει το κράτος. Τα δικαιώματα που έχει μια mini jobber είναι ίδια με τις υπόλοιπες εργαζόμενες (άδειες, ασθένειες, άδεια μητρότητας κτλ) χωρίς ωστόσο να φορολογείται (το εισόδημα). Μόλις ο μισθός μιας mini jobber ξεπεράσει έστω και κατά ένα ευρώ τα 450, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καλύπτει τις ασφαλιστικές εισφορές. Για αυτό τον λόγο, η μετατροπή μιας mini job σε midi job (850 ευρώ) ή και full time είναι υπερβολικά σπάνια. Οι mini jobs είναι ένας ακόμα τρόπος μέσω του οποίου διογκώθηκε η χαμηλόμισθη εργασία στην Γερμανία και συνήθως, αλλά όχι αποκλειστικά, αφορά υπηρεσίες (καθαριότητα, catering κτλ). Ο τεράστιος αυτός χαμηλόμισθος τομέας επιτρέπει, μεταξύ άλλων, την διατήρηση ενός υψηλόμισθου και προστατευμένου τομέα, κατά κύριο λόγο στον τομέα των εξαγωγών. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, υπάρχουν σχεδόν 7.5 εκατομμύρια mini jobbers στην Γερμανία, η πλειοψηφία των οποίων κερδίζει κάτω από 7 ευρώ την ώρα. Το 58% των φτωχών εργαζόμενων (working poor) δουλεύει σε mini jobs.

[9] http://www.sachverstaendigenrat-wirtschaft.de/index.html

[10] Τι αποφασίστηκε στο «νόμο για την επιτάχυνση των διαδικασιών ασύλου»;
-η κατηγοριοποίηση των «κρατών των δυτικών Βαλκανίων» σαν ασφαλείς χώρες καταγωγής (πράγμα που σημαίνει ότι είναι σχεδόν αδύνατο κάποιος από εκεί να πάρει καθεστώς ασύλου)
-μόνο μη-χρηματικές παροχές στα καταφύγια προσφύγων
-επιτάχυνση των απελάσεων: στο μέλλον οι αρχές θα μπορούν να μην ανακοινώνουν την ημερομηνία απέλασης, εφ’ όσον έχει περάσει η προθεσμία για την εθελοντική αναχώρηση των προσφύγων. Η μέγιστη περίοδος αναβολής της απέλασης μειώθηκε από έξι σε τρεις μήνες. Τα ομοσπονδιακά κρατίδια δύσκολα θα μπορούν να αναβάλουν τις απελάσεις λόγω πολιτικής πίεσης.
-η απαγόρευση εργασίας των ειδικευμένων αιτούντων άσυλο και των προσφύγων με «καθεστώς ανοχής» αίρεται τρεις μήνες μετά την αναγνώριση. Για τους ανειδίκευτους πρόσφυγες, η απαγόρευση διατηρείται για 15 μήνες.
-η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνεισφέρει στο κόστος των καταλυμάτων των προσφύγων.
-πέφτουν οι νόμιμες κατασκευαστικές προδιαγραφές για τη στέγαση των προσφύγων (όπως οι προδιαγραφές μόνωσης και πυροπροστασίας!)
-διαπλοκή των υπουργείων εργασίας και μετανάστευσης. Η ανταλλαγή δεδομένων ανάμεσα στις διοικήσεις υποτίθεται ότι δεν θα ερευνά την «κατάχρηση των παροχών πρόνοιας» αλλά θα ελέγχει αν οι αιτούντες άσυλο ψάχνουν πράγματι για δουλειά. Το «κέντρο εργασίας» θα χρησιμοποιεί τα δεδομένα αναφορικά με το αίτημα ασύλου π.χ. τις πιθανότητες να γίνει δεκτό, ώστε να αποφασίσει αν κάποιος πρέπει να δεχτεί μαθήματα ή άλλη βοήθεια, αν πρέπει να πιεστεί παραπάνω ή να απορριφθεί.

[11] http://eeas.europa.eu/euromed/index_en.htm
τα αυτοκίνητα, οι βόμβες και ο κινηματογράφος συγκρατούν το όλον