30 Δεκ 2010

Το σημείο μηδέν του πολιτισμού




Θα ήταν ανώφελο να ακολουθήσει ένα λογίδριο που να καταγράφει τους τρόπους μέσω των οποίων τα σημερινά μπαρζ (bars) είναι ανίκανα να στεγάσουν τις επιθυμίες μας. Έχουν ειπωθεί πολλές φορές και έχουν διερευνηθεί άλλες τόσες τα χίλια μύρια αίτια για αυτήν την κατάντια. Ταυτόχρονα, ας μην ξεχνάμε ότι και η αντίληψη που μας θέλει μακριά από τα μπαρζ επίσης χάνει έδαφος.

Είναι χαρακτηριστικό της ελληνικής (υπό)παιδείας και (υπό)κουλτούρας το γεγονός ότι τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει σε αυτό τον τόπο χωρίς να σημαίνει και κάτι άλλο. Χωρίς να είναι "και καλά". Δεν την γλιτώνεις με τίποτα, το έχουμε καταλάβει αυτό. Αν ανήκεις στην κατηγορία των ανθρώπων που συχνάζουν στα μπαρζ (για οποιοδήποτε λόγο), είσαι αλλοτριωμένος και υπέρ της αλλοτρίωσης. Αν είσαι από εκείνους που προτιμάνε τα παγκάκια, τις πλατείες, τους πεζοδρόμους κτλ είσαι από γραφικός έως και λίγο γελοίος. Εάν είσαι στην περίεργη και ύποπτη κατηγορία που καταγράφει την παρουσία της εκατέρωθεν, τότε απλά τα ακούς και από τους μεν και από τους δεν. Είπαμε, δεν την γλιτώνεις.

Είναι εξίσου ανώφελο να επιχειρηματολογήσει κανείς για την κάθε επιλογή. Δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να υπερασπιστεί κανείς τόσο τα μπαρζ ή τις πλατείες. Και τα δύο ανήκουν σε ένα φαντασιακό το οποίο δεν επιδέχεται παρουσιάσεις και δικαιολογίες. Η νύχτα είναι νύχτα και η επιλογή να την περάσεις στο ένα ή το άλλο μέρος υπαγορεύεται από ανάγκες, τυχαιότητα και διάθεση. Ποτέ από ιδεολογική κατάρτιση. Συνεπώς, όσοι ηθικολογούν υπέρ της μίας ή της άλλης επιλογής μπορούν να σταματήσουν να μας μιλάνε, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν τους δίνουμε σημασία.

Με αυτά και με αυτά όμως, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι το φαντασιακό που λέγεται μπαρ έχει φτάσει σε έναν κορεσμό. Πέρα από την αηδιαστική ομοιομορφία, την επαναλαμβανόμενη κοινοτυπία, τις τιμές που καλείσαι διαρκώς να διαπραγματευτείς για να νιώσεις άνθρωπος και όχι ζώον, και την αδικαιολόγητα εκκωφαντική και κατά βάση προσβλητική μουσική σε μπαρ-τρύπες, πρόσφατα συναντήσαμε μια κατάσταση (ambiance) η οποία μας έκανε σοβαρά να σκεφτούμε για το μέλλον αυτού του κόσμου. 

Υπάρχει σε ένα μικρό στενό αυτής της ταλαίπωρης πόλης μια στοά. Στην αρχή αυτής της στοάς, αντικριστά και σε κάθε γωνία, με απόσταση λίγων μέτρων αναμεταξύ, υπάρχουν δύο μπαρζ. Το κάθε ένα από αυτά έχει τραπεζάκι-μπάρα και καρέκλες μέσα στην στοά. Χωρίς να διακινδυνεύεις κάποια υπερβολή, μπορείς να πεις ότι οι θαμώνες του ενός μπαρ βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από εκείνους του άλλου. Υπό άλλες συνθήκες, με μια δυναμική αφαίρεση, θα μπορούσε να πει κανείς ότι μια τέτοια κατάσταση ευνοεί τις εφήμερες γνωριμίες. "Και καλά". Στην πραγματικότητα,  και με έναν τρόπο που δυσκολεύεσαι να κατανοήσεις εάν δεν συμβαίνει επίτηδες, το αντίθετο ακριβώς κυριαρχεί. Όχι απλά η γνωριμία μεταξύ αγνώστων απαγορεύεται, αλλά και η απλή συνομιλία μεταξύ των φίλων/εραστών που βρίσκονται εκεί έχει καταργηθεί. Πως το καταφέρανε αυτό το μηδενικό; Πολύ απλά. Το κάθε μπαρ (και υπενθυμίζουμε ότι η απόσταση μεταξύ τους είναι ελάχιστα μέτρα) παίζει τσίτα, τέρμα, φουλ, μουσική. Διαφορετική. Και από το ένα αυτί, και από το άλλο. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι σου αρέσει η τσίτα μουσική, ακόμα και αν τύχει να σε ευχαριστεί η μουσική επιλογή του κάθε βλαχο-dj, δεν γίνεται να την ακούσεις. Ακούγεται, με την ίδια ένταση, μουσική από το άλλο μπαρ. Τόσο απλά. 

Επιλέγουμε με κάποια συγκίνηση και στεναχώρια ταυτόχρονα να αποκαλέσουμε αυτή την συνθήκη "σημείο μηδέν του πολιτισμού", και αυτό γιατί ενσαρκώνει με αριστοτεχνικό τρόπο ό,τι είναι στραβό σε τούτο τον κόσμο: την απαγόρευση της επικοινωνίας, την εμπορευματική εκμετάλλευση της αίσθησης του εγκλεισμού (και μάλιστα σε ανοιχτό χώρο!), την γενικευμένη σύγχυση, την αντιμετώπιση των ανθρώπων σαν να είναι αγελάδες και την αποδοχή αυτού από τις αγελάδες-πελάτες, και την υποβάθμιση κάθε έννοιας του ανθρώπινου. 

Θεωρούμε σημαντική προσφορά στην ιστορία την διενέργεια συνεντεύξεων με τους θαμώνες και τους δημιουργούς αυτού του σημείου μηδέν, μόνο και μόνο, αν θέλετε, για να καταγραφούν οι εντυπώσεις και οι επιθυμίες μιας μερίδας ανθρώπων που, χωρίς ίσως να το έχουν καταλάβει, βρίσκονται στο προνομιακό σημείο να εκφράζουν τόσο εύγλωττα την παρακμή της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας, τελικά, που συνεχώς μας θυμίζει ότι η μοναδική της επιθυμία που εκφράζεται συλλογικά είναι η επιθυμία να πάει για ύπνο.

12 Δεκ 2010

Η Αρνητική Διαλεκτική Σπάει Τούβλα?




Αντιγράφουμε από τις σημειώσεις για τις διαλέξεις:

"Τι σημαίνει αρνητική διαλεκτική; -η διαλεκτική όχι της ταυτότητας, αλλά της μη-ταυτότητας. Όχι η τριαδική μορφή, παραείναι επιδερμική. Συγκεκριμένα, η έμφαση στην αποκαλούμενη σύνθεση είναι απούσα. Η διαλεκτική αναφέρεται στην λεπτή γραμμή της σκέψης, στην εσωτερική δομή, δεν είναι αρχιτεκτονικό σχέδιο.

Βασική αρχή: η δομή της αντίφασης, με διττή έννοια:

1) ο αντιφατικός χαρακτήρας της έννοιας (concept), δηλ. η έννοια σε αντίφαση ως προς το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται [...]

2) ο αντιφατικός χαρακτήρας της πραγματικότητας: μοντέλο; η ανταγωνιστική κοινωνία. 

"Η ουσία του μοντέλου της ανταγωνιστικής κοινωνίας είναι το γεγονός ότι δεν συγκροτείται ως κοινωνία γεμάτη αντιφάσεις ή παρά τις αντιφάσεις της, αλλά ακριβώς λόγω των αντιφάσεων της. Με άλλα λόγια,  μια κοινωνία που βασίζεται στο κέρδος αναγκαστικά εμπεριέχει αυτόν το διαχωρισμό στην κοινωνία λόγω της αντικειμενικής ύπαρξης του κινήτρου του κέρδους."


[και τώρα η συνέχεια]

"Υπόθεση της διαλεκτικής είναι να πειράξει τις υγιείς απόψεις των μεταγενέστερων εξουσιαστών για το αμετάβλητο της πορείας του κόσμου, και να αποκρυπτογραφήσει στις "proportions" το πιστό και σμικρυμένο είδωλο κατόπτρου των άμετρα μεγεθυσμένων δυσαναλογιών των συνθηκών. Ο διαλεκτικός Λόγος είναι παράλογος έναντι του κυρίαρχου λόγου: μόνο αποδεικνύοντας την ενοχή του τελευταίου και αναιρώντας-υπερβαίνοντας τον γίνεται ο ίδιος λογικός."



11 Δεκ 2010

Καιρικά φαινόμενα

 
 
Αν είναι κανείς ευτυχισμένος, μπορεί να το μαντέψει ακούγοντας τον άνεμο. Αυτός προειδοποιεί και τον δυστυχισμένο [...] και τον ξεσηκώνει από τον ελαφρύ ύπνο και το τρομακτικό όνειρο. Στον ευτυχισμένο τραγουδάει το τραγούδι της σιγουριάς του: το μανιασμένο σφυριχτό του δηλώνει, ότι δεν μπορεί πια να του κάνει τίποτε.

8 Δεκ 2010

Και κάτι πιο αισιόδοξο

Αντιγράφουμε κάτι που το βρήκαμε αντεγραμμένο κάπου αλλού, που το είχε αντιγράψει κάποιος άλλος. Τέλος πάντων, από κάπου προέρχεται αυτό, δεν έχει σημασία, το κυκλοφορούμε και εμείς με την σειρά μας γιατί είναι κάπως πιο αισιοόδοξο από το προηγούμενο.

"Στο μεταξύ οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (όχι μόνο η δική μας) κάνουν ασκήσεις κοινωνικής μηχανικής και δοκιμάζουν τα όρια της αντοχής των κοινωνιών, ποντάροντας αυτάρεσκα στο αξίωμα της ΤΙΝΑς. There is no alternative. Είσαι σίγουρος ρε μάγκα; Το 'χεις σκεφτεί καλά; Γιατί, ξέρεις, υπάρχει πάντα και η αλτέρνατιβ να πάρει ο άλλος πέτρες και καδρόνια και να τα κάνει όλα παρανάλωμα του πυρός. Καταστροφική αλτέρνατιβ, παράλογη αλτέρνατιβ, αδιέξοδη αλτέρνατιβ, όπως θες πέστο, αλλά πάντως αλτέρνατιβ. Όταν αφήνεις την αγανάκτηση να συσσωρεύεται στο μαλακό υπογάστριο της κοινωνίας, ρισκάρεις να κάτσει κάποια στραβή, να βρεθεί την κακιά την ώρα ένας Κορκονέας στα Εξάρχεια, ή στο Δουβλίνο ή στη Λισαβώνα, και κάτσε μετά εσύ στην τηλεόραση να παρακολουθείς τι ωραία που καίγονται οι κάδοι των σκουπιδιών, ψάχνοντας το βαθύτερο μήνυμα και το πολιτικό συγκείμενο της αναμπουμπούλας. Κι άμα το βρεις, γράψε μου.

Ο Δεκέμβρης του 2008 ήταν μια προειδοποίηση."

Άσε τα φιλοσοφικά...



Στα πλαίσια του "παρατηρώ την ζωή", και ευρισκόμενος στην άδεια στάση ενός τρόλλευ περιμένοντας τον οδηγό να ρουφήξει το τσιγάρο του, αποφασίζω να του ξεκινήσω την κουβέντα. Αποφάσισα δηλαδή να διευρύνω την σκοπιά μιας συνδιαλλαγής που συνήθως περιορίζεται στις φράσεις "πας πλ. Αττικής;". Να κάνω και εγώ, ρε παιδί μου, μια επιτόπια "εργατική έρευνα".

Ξεκινάω λοιπόν και τον ρωτάω "πως πάνε τα πράγματα;". Απλά και κοινότυπα. "Άσε," μου απαντάει, "χάλια. Να, έχουμε βγάλει και αφίσες που τα εξηγούν όλα." (Η αφίσα έλεγε κάτι του στυλ "μας κόβουν τα πάντα".) "Κινητοποιήσεις θα κάνετε για αυτά;" Συνεχίζω στο ίδιο ύφος. "Ναι, βέβαια, αλλά πρέπει να ενωθούμε όλοι. Να σου πω την αλήθεια, θα έπρεπε τώρα να είμαστε όλοι έξω από την βουλή και να τα κάνουμε πουτάνα..!". Πετάγεται μια από δίπλα, λέει "Ντεν βγκαίνει τίποτα έτσι." "Κι όμως," συνεχίζει ο οδηγός, "αν πηγαίναμε όλοι μαζί θα μπορούσαμε να πετύχουμε τα πάντα...". "Σαν οδηγοί, πιο είναι το μεγαλύτερο σας πρόβλημα;" ρωτάω, μπας και καταφέρω να εισχωρήσω λίγο στη σκέψη του. "Θα σου πω. Να πας και μόνος σου να τα δείς. Να πας ένα πρωί να πάρεις το 12 που ξεκινάει από την Νίκαια και φτάνει μέχρι την Πλ. Αττικής. Να δείς εκεί τι γίνεται. Κάθε μέρα το τρόλλευ είναι γεμάτο πακιστανούς και μαύρους που κουβαλάνε όλες τις αρρώστιες του κόσμου!"........

Λίγες μέρες μετά, περπατάω στο δρόμο και πετυχαίνω διαδήλωση εργαζομένων των ΜΜΜ. Κατευθύνονται στο Σύνταγμα, όπου, όπως πληροφορεί από την ντουντούκα ο επικεφαλής, θα παραδωθεί ψήφισμα στον υπουργό. (Φαντάζομαι ότι τα ψήφισμα θα του λέει κάτι για την μανούλα του). Ξεκινάει η πορεία, πάω και εγώ. Επιτόπιας έρευνας συνέχεια. 

Φτάνει η πορεία στο Σύνταγμα, περνάει από το υπουργείο, συνεχίζει. 'Ωπα, ρε παιδιά, τώρα δεν είπατε ότι... Ο επικεφαλής ξεχάστηκε μάλλον, συμβαίνουν αυτά. Κάποιοι όμως εργαζόμενοι δεν το ξέχασαν. Και στρίβουν κατά πάνω των μπάτσων που φυλούσαν την είσοδο. Εκείνη την στιγμή, οι επικεφαλής θυμήθηκαν ότι είχαν ένα ψήφισμα να δώσουν (αυτό για την μανούλα του υπουργού) και έσπευσαν να μπουν μπροστά. Παραλίγο να δημιουργηθεί ένταση. Και λέω μέσα μου: Αχά! Ιδού μια μικρογραφία εργασιακής σύγκρουσης, να οι λανθάνουσες αρνήσεις του συνδικαλισμού, επιτέλους μια live κόντρα μεταξύ "απλών εργαζομένων" και "αλητών, λέρων, εργατοπατέρων." Κάθονται λίγη ώρα εκεί, κοιτιούνται με τα ΜΑΤ, διάφοροι εργαζόμενοι γύρω-γύρω αρχίζουν πηγαδάκια και σχόλια για τα ΜΑΤ ("να αυτός με την φυσούνα σου ρίχνει μια, και φσιιιτ", "αν πάμε όλοι μαζί μπορούμε να τους σπρώξουμε", "πάμε ρε να μπούμε μέσα" κτλ κτλ). Οι επικεφαλής έχουν πάει από την άλλη. Οι εργαζόμενοι περιμένουν. Μαζί και εγώ. Περνάει η ώρα. Γυρνάει κάποιος κάποια στιγμή και λέει, "Αρκετά! Οι συνδικαλιστές είναι οργανωμένοι στο ΠΑΣΟΚ και μας κοροϊδεύουν. Να αποφασίσουμε τώρα για συνέχιση της απεργίας. Δεν φεύγουμε από εδώ αν δεν γίνει αυτό. Δεν έχει άλλο αύριο και αύριο. Τώρα! Σκατά στο ΠΑΣΟΚ!" Χειροκροτήματα. Εγώ, επειδή έχω και κακή διάθεση, έχω αρχίσει και αναρωτιέμαι. Μα καλά, όλοι αυτοί καθημερινά δεν ζούνε με αυτή την συνδικαλιστική λέρα; Δεν ξέρουν ότι τους κοροϊδεύουν; Έπρεπε να φτάσουν έξω από το υπουργείο, στο αμήν, για να το πάρουν απόφαση; Τόσο καιρό τι κάνουν; Εφόσον έχουμε μάθει από μικροί οτι σημασία έχει η καθημερινή εργασιακή τριβή, αυτή είναι που ορίζει την προλεταριακή συνθήκη, η ίδια η στιγμή της παραγωγής, της εργασίας και της οργάνωσης της είναι που καθορίζει το "κάτι τούτον" της ταξικής αναπαραγωγής... Όλοι αυτοί γιατί κάθονται εδώ μπροστά και συμπεριφέρονται σαν να γνωρίστηκαν προχθές το βράδυ σε κάποιο μεθυσμένο πάρτι; Προς τι αυτά τα σχόλια για τα ΜΑΤ; Πρώτη φορά στην ζωή τους κατεβαίνουν σε πορεία; Πρώτη φορά συμβαίνει η συνδικαλιστική τους ηγεσία να τους "προδώσει"; Και τελικά τι ακριβώς προδίδει αυτή η αναθεματισμένη ηγεσία, αφού -για να λέμε και την αλήθεια- δεν κάνετε βρε παιδιά και τίποτα μόνοι σας...

Με τα πολλά, η πορεία έφυγε. Ούτε απεργία αποφασίστηκε, ούτε το ψήφισμα δόθηκε (έστειλαν από το υπουργείο μια παρατρεχάμενη να το πάρει και οι εργαζόμενοι θίχτηκαν), ούτε το ΠΑΣΟΚ έφαγε τίποτα σκατά. Έφτασε έξω από την βουλή, εκεί κάποιοι θυμήθηκαν να σταματήσουν λίγο και να μουτζώσουν, και λίγο ο ήλιος που με είχε βαρέσει, λίγο η βαρεμάρα της απραξίας, λίγο τα νεύρα μου έφυγα και εγώ.
Λίγο πιο κάτω ένας ημίτρελος που κουβαλούσε πέντε κομπολόγια, αλλά συνομιλούσε φιλικά με τα ΜΑΤ, άρχισε να βροντο-φωνάζει ότι οι αλβανοι και οι μαύροι έχουν καταστρέψει την χώρα...

Με αυτά και με αυτά, σκέφτηκα λίγο μετά: ξοδεύουμε τόνους φαιάς ουσίας να αναλύουμε το τάδε και δείνα πολιτικό σκεπτικό, την παραδώθε οικονομική ανάλυση, την λανθασμένη στρατηγική στην τάδε πορείας, τις παπαριές των αριστερών,  τα λάθη των αντι-εξουσιαστών, μπλα μπλα μπλα. Έχουμε ξεχάσει νομίζω να αφιερώσουμε και λίγο χρόνο σε αυτή την ανύπαρκτη, άβουλη μάζα των περιφερόμενων "απλών εργαζόμενων", την παθητική τους βλακεία, το εκνευριστικό της ιδιοτέλειας τους. Να μιλήσουμε με υπαρκτά γεγονότα και να σταματήσει η αναφορά σε αυτούς λες και είναι τίποτα μεταφυσικά υποκείμενα με υπερδυνάμεις που εμφανίζονται μια στις τόσες... 

Θα μου πει κάποιος (εύλογα) "μα καλά, από δύο μαλακίες καθημερινές ιστορίες βγάζεις συμπεράσματα για τα πάντα." Ναι θα πω, γιατί μερικές φορές, στον κωλόκαιρο που ζούμε, αυτές οι καθημερινές ιστορίες είναι το μόνο που σου μένει στο μυαλό όταν η νύστα ολοκληρώνει μια μέρα. 

Βαρεθήκα. Βαρέθηκα να βαριέμαι. Βαρέθηκα να σκέφτομαι ότι "να, κάτι γίνεται" ή "μοιάζει να αλλάζει λίγο το κλίμα" κτλ κτλ. Βαρέθηκα να περιμένω. Αν είναι να έρθει κάτι ας έρθει, αλλιώς ας μας προσπεράσει, όπως μοιάζει να έχει προσπεράσει και η Ιστορία αυτή την γωνιά του κόσμου όπου έχουμε την ατυχία να ζούμε.

Μερικές φορές, φτάνει μια απλή κίνηση (όπως του πιτσιρικά της φωτο) για να έρθουν τα πάνω κάτω, για να μας θυμίσει ότι είμαστε άνθρωποι. Μέχρι τότε (και αντιγράφω κάτι που μου άρεσε), νιώθεις σαν να "να σε γαμάνε πανταχόθεν και να το ονομάζουν εγκατάλειψη της εσωστρέφειας."

23 Νοε 2010

έκκληση σε δράση



Μόλις πληροφορηθήκαμε οτι ο εικονιζόμενος Andrew Goodman, ένας από τους 3 νεαρούς που δολοφονήθηκαν το 1964 στο Mississippi από την Ku-Klux-Klan και τους μπάτσους κατά την προσπάθεια τους να κινητοποιήσουν black people να ψηφίσουν, ήταν κολλητός φίλος του Paul Simon, από τους Simon & Garfunkel. 

Μήπως πρέπει να γίνει κάτι για αυτό;

13 Νοε 2010

Γράμμα από μακριά



Αγαπητό cognord, 
στον αχό των ασταμάτητων προαναγγελιών που μας ενημερώνουν για τους θριάμβους της κυρίαρχης κοινωνίας στο πεδίο της συντριπτικής, ενεργητικής εξουσίας, στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν, στις εκμοντερνισμένες κρίσεις, τα εκλεπτυσμένα κομπιούτερ και τις τόσες άλλες ευχάριστες αφαιρέσεις, είναι εύκολο να αγνοήσει κανείς επιμελώς ένα συγκεκριμένο φαινόμενο απίστευτης σημασίας: η παγκόσμια οργάνωση της κοινωνίας που προχωράει με φοβερή ταχύτητα, έχει καταφέρει στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα να καταργήσει τα έξι από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (ή αλλιώς, για να το θέσω με όρους πιο κατανοητούς σήμερα, ένα ποσοστό της τάξεως του 86%). Θα το αποδείξω μέσα σε λίγες φράσεις [...]:

Η έπαρση είναι μια έννοια ξεχασμένη από τον ψηφοφόρο, τον οδηγό του αυτοκινήτου, τον μολυσμένο τηλεθεατή, τον κάτοικο μιας εργατικής κατοικίας και τον εκδρομέα της εθνικής οδού. Κανένας, ο οποίος έχει αποδεχθεί να επιβιώνει με αυτόν τον τρόπο, δεν μπορεί ούτε να ελπίζει ότι κάποια στιγμή θα νιώσει την φευγαλέα εμπειρία της αίσθησης της έπαρσης

Η απληστία δεν έχει πλεον βάση παρά για ελάχιστους ανθρώπους. Ο μισθωτός εργάτης δεν έχει την δυνατότητα να μαζέψει παρά ελάχιστα χρήματα, η αξία των οποίων διαρκώς μεταβάλλεται.

Ο λαγνεία έχει εξαφανιστεί από παντού, μαζί με την απώλεια πραγματικών προσωπικοτήτων και πραγματικού γούστου. Η λαγνεία έχει αποσυρθεί μπροστά στην πλημμύρα της ιδεολογίας που είναι προφανώς αναληθής, ψυχρή προσομοίωση και κωμική προσποίηση ενός ρομπότ με αυτοματοποιημένο πάθος.

Η λαιμαργία έχει παραδώσει τα όπλα της μπροστά στα ευρήματα της βιομηχανίας επεξεργασίας τροφίμων. Επιπλέον, ο θεατής -εδώ όπως και στο θέατρο- δεν θεωρεί πλέον τον εαυτό του ικανό να κρίνει την γεύση αυτού που τρώει. Καθοδηγείται από τα ερεθίσματα που απεικονίζονται στα ονόματα μοδάτων πιάτων, στην διαφήμιση και στην κρίση της γαστρονομικής κριτικής.

Ο οργή αν και έχει τόσους πολλούς λόγους ύπαρξης δεν εκφράζεται σχεδόν καθόλου και  αποσυντίθεται μέσα στην γενικευμένη δειλία και παραίτηση. Με κάθε σεβασμό αλλά, έχει ο ψηφοφόρος το δικαίωμα να εκνευρίζεται με το τελικό αποτέλεσμα κάποιας εκλογικής αναμέτρησης, το οποίο στην πραγματικότητα είναι πάντα το ίδιο, και συνεπώς εντελώς προβλέψιμο και εγγυημένο; Ενώ προβάλλει μια απογοητευμένη και εξευτελισμένη αθωότητα, ο ψηφοφόρος είναι σε κάθε περίπτωση ένοχος. Δεν μπορεί να νιώθει θυμό παρά μόνο για τον εαυτό του και αυτή είναι μια δυσάρεστη θέση την οποία θέλει να αποφύγει με κάθε τρόπο. 

Η τεμπελιά δεν είναι πλέον εφικτή: υπάρχει πάρα πολύς θόρυβος παντού. Και η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη για εκείνους που βιάζονται να πάνε στην δουλειά ή στις διακοπές τους. Η τεμπελιά είναι μια ευχαρίστηση που ανήκει σε εκείνη που είναι χαρούμενη για τον εαυτό της και την παρέα της. Οι μοντέρνες χώρες έχουν έναν αυξημένο αριθμό ανέργων και άλλων που εργάζονται κάνοντας παντελώς άχρηστα πράγματα. Αλλά δεν μπορούν να επιτρέψουν την τεμπελιά για κανέναν: δεν είναι αρκετά γενναιόδωρες για κάτι τέτοιο.

Θα μπορούσε κάποιος να προβάλλει αντιρρήσεις και να πει πως αυτή η απεικόνιση, παρά την προφανή της αλήθεια, είναι υπερβολικά συστηματική γιατί η πραγματικότητα στην ιστορία είναι πάντα διαλεκτική και πως μονάχα μια φτωχή σχηματοποίηση μπορεί να παρουσιάσει όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα να καταδικάζονται στην ίδια μοίρα. Η παρατήρηση αυτή δεν ευσταθεί: δεν έχω ξεχάσει καθόλου την ζηλοφθονία, η οποία επιβιώνει παρά τις αντιφάσεις και η οποία είναι ο πραγματικός κληρονόμος όλων των άλλων κατεστραμένων δυνάμεων.

Η ζηλοφθονία έχει μετατραπεί σε αποκλειστικό και καθολικό κίνητρο. Η ζηλοφθονία πάντα ξεκινούσε από το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι μετρούσαν τον εαυτό τους με βάση μια κοινή κλίμακα.  Πολύ συχνά, αυτή η κλίμακα ήταν η εξουσία και το χρήμα. Πέρα από αυτό το κοινό περιοριστικό μέτρο, η πραγματικότητα παραμένει πολύπλευρη και αυτοί που δεν ενδιαφέρονται και πολύ για εξουσία και πλούτη προφανώς και είναι προστατευμένοι από την ζηλοφθονία. Από την άλλη όμως, κάποιοι ζηλόφθονοι μπορεί να είναι πάντα σε αντιπαλότητα με άλλους στις σφαίρες δραστηριότητας τους. Ένας ποιητής μπορεί να φθονεί έναν άλλο ποιητή. Και τέτοιου είδους φθόνος μπορεί να εκφραστεί και από έναν στρατηγό, μια πόρνη, έναν ηθοποιό ή έναν ιδιοκτήτη μπαρ. Αλλά οι πιο πολλοί άνθρωποι σήμερα δεν προκαλούν την ζήλια κανενος. Σήμερα, που οι άνθρωποι δεν έχουν πια τίποτα και δεν αγαπάνε τίποτα, θέλουν τα πάντα, χωρίς να υποτιμάνε και το αντίθετο. Ο κάθε θεατής ζηλεύει σχεδόν όλους τους σταρ. Αλλά μπορεί ταυτόχρονα να ζηλεύει και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα όλων των σταρ. Αυτός που έχει την κενότητα της αναζήτησης μιας καριέρας, και που συνεπώς είναι ελάχιστα ικανοποιημένος από αυτήν την καριέρα (πάντα υπάρχουν άλλοι πιο ψηλά από αυτόν), έχει επίσης και την τιμή και ευχαρίστηση να τον θεωρούν οι άλλοι ως κάποιο παρεξηγημένο, ανυπότακτο και "καταραμένο". Και καθώς το κυνήγι του ανέμου είναι μάταιο, όλοι οι σημερινοί κερατάδες είναι καταδικασμένοι να τρέχουν συνέχεια. Αγνοώντας την πραγματική ζωή, δεν καταλαβαίνουν πως σχεδόν όλα τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των ανθρώπων εδραιώνονται από τον αναγκαστικό αποκλεισμό των υπολοίπων ανθρώπων.

Μπορεί κανείς να καταλάβει εύκολα τον θρίαμβο της ζηλοφθονίας, την ανεξέλεγκτη συγχώνευση της ραδιενεργούς καρδιάς της και τον διασκορπισμό της παντού. Τα θανάσιμα αμαρτήματα που έχουν εξαφανιστεί αφορούν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του ατόμου που δρα για τον εαυτό του (ή, στην περίπτωση της τεμπελιάς, που προτιμά να μην δρά καθόλου). Αλλά η ζηλοφθονία είναι το μοναδικό γνώρισμα που αφορά τους άλλους. Είναι λοιπόν φυσικό να παραμείνει μόνη, να διασκεδάζει και να τσιγκλάει αυτούς που έχουν χάσει τα πάντα. Στον αιώνα μας, αυτή είναι η αποχαυνωτική μονοτονία την οποία δεν επιτρέπεται κανείς να ξεχάσει.

Παλιότερα, ο Cesar Borgia δεν φθονούσε τον Μιχαήλ Άγγελο, ο Φρειδερίκος ο 2ος δεν φθονούσε τον Βολταίρο και ο κ. Θιέρσος σίγουρα δεν σκέφτηκε ποτέ να φθονήσει τον Μπωντλαίρ. Πιο πρόσφατα, ο κ. Τσουκάτος δεν αρνήθηκε την ικανοποίηση του να κάνει ευρέως γνωστό πως θαυμάζει τον Γκυ Ντεμπόρ. Και ας μην ξεχνάμε πως δεν είναι λίγοι εκείνοι που φθονούν ανοιχτά την κουλτούρα και την ποιότητα των τοποθετήσεων των συντακτών του cognord.

13 Οκτ 2010

Εκει που μας χρωσταγανε...




ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ KAI
ΠΩΣ NA ΞEΠEPAΣOYME THN KATAΘΛIΨH
1.
«...Να ονειρεύτηκαν άραγε ποτέ αυτοί οι ως τα τώρα γενεαλόγοι της ηθικής, έστω κι ακροθιγώς μόνο, πως, λόγου χάρη, εκείνη η βασική ηθική έννοια «ενοχή» (Schuld), οφείλει την καταγωγή της στην πολύ υλική έννοια του «χρέους» (Schuld);... Κι από πού πήρε, άραγε, τη δύναμή της η πανάρχαιη εκείνη, βαθιά ριζωμένη, κι ίσως αξερίζωτη πια σήμερα, ιδέα, μιας αντιστάθμισης της ζημιάς από τον πόνο; Το φανέρωσα κιόλας πιο πριν: από τη συμβατική σχέση μεταξύ πιστωτών και οφειλετών, που είναι τόσο παλιά, όσο, γενικά, κι η ύπαρξη «υποκειμένων δικαίου», και που και τούτη πάλι ανάγεται στις βασικές μορφές της αγοράς, πωλήσεως, ανταλλαγής, εμπορίου και συναλλαγής... Ο οφειλέτης, για να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στην υπόσχεσή του, πως θα εξοφλήσει το χρέος του, για να εγγυηθεί για τη σοβαρότητα και ιερότητα της υπόσχεσής του, μα και για να χαράξει πάνω στην ίδια του τη συνείδηση την εξόφληση του χρέους του σαν υποχρέωση και καθήκον, ενεχυριάζει, με γραπτή συμφωνία, για την περίπτωση κείνη που δε θα πλήρωνε το χρέος του στο δανειστή του, κάτι που ακόμη «αποτελεί ιδιοκτησία» του, που ακόμη το εξουσιάζει, λόγου χάρη το σώμα του, ... ή την ελευθερία του, ή ακόμη και την ίδια του τη ζωή...»

Φ. Νίτσε, Η Γενεαλογία της Ηθικής

Η Άγκελα Μέρκελ και ο Σαρκοζύ θέλουν να «μας» στηρίξουν, ο Τρισέ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναχωρεί εσπευσμένα από υπερατλαντικό ταξίδι για να συμμετάσχει στο «Ευρωπαϊκό σχέδιο σωτηρίας» της χώρας «μας», οι σπεκουλαδόροι και οι «αγορές» καραδοκούν εναντίον «μας», τα spreads ανεβαίνουν ανησυχητικά, η Goldman Sachs μηχανορραφούσε «δημιουργικά» με τον Κωστάκη, ενώ ο Γιωργάκης τρέχει από συνάντηση σε συνάντηση κορυφής για να «μας» σώσει υψώνοντας το εθνικό του ανάστημα στους «κερδοσκόπους», η χώρα «μας» οδεύει προς τη χρεοκοπία, τα ελλείμματά «μας» χτυπάνε κόκκινο, «έχουμε» μπει σε αυστηρό καθεστώς επιτήρησης, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας «μας» πάει κατά διαόλου και το ύψος του «δημόσιου χρέους μας» προοιωνίζει μια επικείμενη «ελληνική τραγωδία».

Μέσα από τη συνεχή τρομοκρατία των ΜΜE το τελευταίο διάστημα περί του χρέους «μας», οι μοντέρνοι ηθικολόγοι, οι ιεροκήρυκες του λόγου του κεφαλαίου και του χρήματος προσπαθούν βίαια να μας πείσουν, εμάς τους «οφειλέτες», πως για να εξοφλήσουμε το χρέος «μας» στους δανειστές «μας» οφείλουμε να σηκώσουμε το σταυρό του μαρτυρίου των θυσιών, να δηλώσουμε πίστη στην ορθοδοξία του Συμφώνου Σταθερότητας και γεμάτοι δέος να προσδοκούμε το πλήρωμα του χρόνου που θα φέρει τη μετα-ελλειμματική ζωή (γνωστή παλαιότερα με την ποιητικότερη έκφραση «φως στην άκρη του τούνελ»).

Η δημοσιονομική τρομοκρατία προσπαθεί να γίνει πιο αποτελεσματική σημαδεύοντας, μέσω της συλλογικής ευθύνης των χρεών, την ίδια μας την υποκειμενικότητα. Η καταιγίδα των επικείμενων απειλών για την εθνική «μας» οικονομία στοχεύει στην εσωτερίκευση της κρίσης του χρέους ως φόβο και αίσθημα ενοχής: τα χρέη «μας» (Schulden) πρέπει να γίνουν οι συλλογικές μας ενοχές (Schulden). Έτσι, το προπατορικό αμάρτημα επανέρχεται πολύ πιο βίαια για να μας αναγκάσει, παραφράζοντας τον Νίτσε, να ενεχυριάσουμε τον ήδη φτωχό μισθό μας, την ήδη εντατικοποιημένη εργασιακά ζωή μας, τις ίδιες μας τις προσδοκίες ενός κόσμου όπου η κυριαρχία του κεφαλαίου θα είναι πια παρελθόν. Θέλουν να βάλουμε ενέχυρο τις ίδιες μας τις απαιτήσεις για το παρόν και το μέλλον μιας ζωής απελευθερωμένης από χρέη και ενοχές· να χρεωθούμε με το βάρος ενός καταθλιπτικά αβέβαιου παρόντος για να εξαλείψουμε ακόμα και από το φαντασιακό μας κάθε δυνατότητα καταστροφής αυτού του γέρικου, φορτωμένου με ενοχές και χρέη, κόσμου.

Ο τρόμος των ελλειμμάτων επιδιώκει να δημιουργήσει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης τώρα στην Ελλάδα μετατρέποντάς την σε εργαστήριο εφαρμογής μιας νέας πολιτικής σοκ. Σίγουρα αυτό αντανακλά όχι μόνο την όξυνση της παγκόσμιας κρίσης και την ιδιαιτερότητα της εκδίπλωσής της στην Ελλάδα (όπως θα δούμε παρακάτω), αλλά και την καταλυτική επίδραση της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008, που άλλωστε την επιδείνωσε ακόμα περισσότερο προκαλώντας την απονομιμοποίηση της προηγούμενης κυβέρνησης και κατ’ επέκταση την καθυστέρηση της λήψης των αναγκαίων για το κεφάλαιο μέτρων. Υπό αυτή την έννοια, η αναζωπύρωση της τρομοκρατίας του χρέους, πακέτο με την τρομοκρατία των μπάτσων, εντάσσεται στα πλαίσια της συνεχιζόμενης αντιεξεγερτικής εκστρατείας που προσλαμβάνει πλέον –έστω προληπτικά– παγκόσμιες διαστάσεις. Ωστόσο, η πολιτική του «δημόσιου χρέους» έχει τη δική της γενεαλογία.

2.
«Τι αμαρτίες (και χρέη) πληρώνω, Θε μου;»
(Λαϊκό ρητό)
«Το μοναδικό κομμάτι του λεγόμενου εθνικού πλούτου, που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού είναι το δημόσιο χρέος του. Γι’ αυτό είναι πέρα για πέρα συνεπής η σύγχρονη θεωρία που λέει πως ένας λαός γίνεται τόσο πιο πλούσιος, όσο πιο βαθιά βουτιέται στα χρέη. Το δημόσιο χρέος γίνεται το credo [πιστεύω] του κεφαλαίου. Και από τη στιγμή που εμφανίζεται η χρέωση του δημοσίου, τη θέση του αμαρτήματος ενάντια στο άγιο πνεύμα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης απέναντι στο δημόσιο χρέος».
Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Α’

Αν και η θεαματική διαχείριση του ζητήματος του «δημόσιου χρέους» το έχει συσκοτίσει με μια τρομολαγνική, καταστροφολογική ομίχλη, το «δημόσιο χρέος» αποτελούσε από τις απαρχές του καπιταλισμού ένα απαραίτητο για το κεφάλαιο εργαλείο συσσώρευσης και αναδιάρθρωσης των ταξικών σχέσεων. Όσο κι αν οι θεολόγοι της οικονομίας απ’ την Wall Street και την Κομισιόν μέχρι του Μαξίμου ολοφύρονται για το δυσθεώρητο ύψος του, το «δημόσιο χρέος» δεν είναι παρά ένας από τους πιο δραστικούς μοχλούς της (αέναης) πρωταρχικής συσσώρευσης. «Σαν με μαγικό ραβδί προικίζει το μη παραγωγικό χρήμα με παραγωγική δύναμη και το μετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς να’ ναι υποχρεωμένο να εκτεθεί στους κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιομηχανική μα ακόμα κι από την τοκογλυφική τοποθέτηση. Οι πιστωτές του δημοσίου στην πραγματικότητα δε δίνουν τίποτα, γιατί το ποσό που δανείζουν μετατρέπεται σε κρατικά ευκολομεταβιβάσιμα χρεόγραφα, που στα χέρια τους εξακολουθούν να λειτουργούν, όπως θα λειτουργούσαν αν ήταν ισόποσο μετρητό χρήμα.» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Α’) Γι’ αυτό το λόγο «αν ο βιομήχανος δεν μπορεί να διευρύνει άμεσα το προτσές αναπαραγωγής του, τότε ένα μέρος του χρηματικού του κεφαλαίου αποβάλλεται από την κυκλοφορία σαν περίσσιο και μετατρέπεται σε δανείσιμο χρηματικό κεφάλαιο.» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Γ’) Και άρα «η συσσώρευση κεφαλαίου με τη μορφή ομολογιών του κρατικού χρέους δε σημαίνει, όπως δείξαμε, παρά μόνο την αριθμητική αύξηση μιας τάξης πιστωτών του κράτους, που έχουν το δικαίωμα να προεισπράττουν για τον εαυτό τους ένα ορισμένο από το συνολικό ποσό των φόρων». (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Γ’) Μάλιστα σε περιόδους κρίσης, όπως στην περίοδο κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που διανύουμε, (δηλ. αδυναμίας, από την πλευρά των καπιταλιστών να αυξήσουν την εκμεταλλευσιμότητα της εργασίας σε αναλογία με την αύξηση του δαπανηρού σταθερού κεφαλαίου και τις απαιτήσεις μιας προοδευτικής συσσώρευσης κεφαλαίου για διαρκώς αυξανόμενο κέρδος), οι καπιταλιστές, μέσω της πολιτικής του «δημόσιου χρέους», επινοούν άλλους τρόπους έντασης της εκμετάλλευσης. Ενώ σε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης αυξάνεται ο ιδιωτικός δανεισμός, σε περιόδους κρίσης αυξάνεται ο δημόσιος, άρα και το «χρέος». Η επένδυση σε κρατικά ομόλογα εξασφαλίζει σίγουρα κέρδη που αποσπώνται από την άμεση και έμμεση φορολόγηση των μισθωτών και κατευθύνεται στην αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων, με το τραπεζικό κεφάλαιο ενισχυμένο. Άρα το «δημόσιο χρέος», αντίθετα με ό,τι λέγεται, αποτελεί βοήθεια προς το ιδιωτικό κεφάλαιο και απ’ αυτήν την άποψη θα πρέπει να συνυπολογίζεται στα κέρδη του.

Την τελευταία 2ετία, εξάλλου, στις 20 από τις 27 χώρες της ΕΕ το «δημόσιο έλλειμμα» τριπλασιάστηκε λόγω των δαπανών για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Πρόκειται για χρήμα το οποίο δε δόθηκε μέσω πιστώσεων στο (μη-τραπεζικό) ιδιωτικό κεφάλαιο για παραγωγικές επενδύσεις. Κι, επίσης, ο δημόσιος δανεισμός γινόταν και γίνεται με όρους που υπερβαίνουν κατά πολύ το μέσο ποσοστό κερδοφορίας, πράγμα που καθιστά πολύ πιο αποδοτική μια επένδυση σε ομόλογα από τη δημιουργία μιας παραγωγικής μονάδας, πολύ περισσότερο δε αφού απαλλάσσει το ιδιωτικό κεφάλαιο από τα ρίσκα της ταξικής πάλης στο χώρο της παραγωγής. Στη λογιστική του χρέους, ως διαφοράς ανάμεσα στα δημόσια έσοδα και στις δημόσιες επενδυτικές και καταναλωτικές δαπάνες (δηλ. κυρίως μισθούς και συντάξεις), η μέθοδος μείωσής του μέσω αύξησης των δημόσιων εσόδων, αυξάνοντας τη φορολογία του κεφαλαίου, δεν είναι η πλέον προσφιλής. Είναι απορριπτέα γιατί θα σήμαινε μια διπλή απώλεια για το κεφάλαιο: είσπραξη λιγότερων τόκων από τη χρηματοδότηση του μειωμένου ελλείμματος αλλά και άμεση μείωση των κερδών μέσω της φορολογίας τους. Ο συνήθης τρόπος συσσώρευσης και ανακατανομής του πλούτου είναι να επιχειρείται η μείωση του χρέους μέσω της μείωσης των μισθών και των συντάξεων (αρχικά στο δημόσιο, και στη συνέχεια στον ιδιωτικό τομέα).

Κι αυτό συμβαίνει γιατί, σ’ αυτήν την περίπτωση, η μείωση των κερδών των πιστωτών του δημοσίου αντισταθμίζεται από τη μείωση των δημόσιων υπαλλήλων και την ταυτόχρονη απασχόληση μέρους αυτών στον ιδιωτικό τομέα καθώς και από τη διατήρηση της φορολογίας του κεφαλαίου εν γένει σε χαμηλά επίπεδα. Να λοιπόν γιατί το «δημόσιο χρέος» είναι εκ των ουκ άνευ για το κεφάλαιο και το κράτος του και η κρίση του χρέους είναι παραγωγική κρίση: μοχλός συσσώρευσης κεφαλαίου με τη μορφή τόκων και μοχλός ταξικής τρομοκρατίας και πειθάρχησης μέσω της νομιμοποίησης της μείωσης του άμεσου και έμμεσου μισθού και άρα της χαλιναγώγησης των ταξικών συγκρούσεων και των προλεταριακών επιθυμιών και προσδοκιών.

3.
«Μια ζωή μας λένε ότι χρωστάμε από την κούνια»
(συνταξιούχος που μονολογεί)


Η νουάρ φιλολογία περί «χρέους» είναι παλιά ιστορία, όσο κι αν προσπαθούν οι κονδυλοφόροι της εξουσίας να μας παρουσιάσουν τις «θυσίες» που απαιτούνται για τη μείωσή του ως κάτι καινούργιο. Η πραγματική εκτίναξη του χρέους σημειώνεται τη δεκαετία του ’80. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 οι κυβερνήσεις είχαν «καταφέρει» να κρατήσουν περιορισμένες τις δημόσιες δαπάνες που προορίζονταν για μισθούς και συντάξεις. Αυτή η τάση θα αντιστραφεί τελείως από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, καθώς η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κάτω από την πίεση των ταξικών αγώνων της προηγούμενης δεκαετίας θα αναγκαστεί να αυξήσει τόσο τον άμεσο όσο και το έμμεσο μισθό των εργαζομένων. Υποχρεωμένες να ισορροπήσουν ανάμεσα στις δύο βασικές, αλλά αντιφατικές μεταξύ τους λειτουργίες του Κράτους, την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τη νομιμοποίηση των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων, οι κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου προχώρησαν σε «γενναίες» μισθολογικές αυξήσεις στο δημόσιο τομέα που συμπαρέσυραν και τους μισθούς στον ιδιωτικό, και ταυτόχρονα έκαναν επενδύσεις στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας χωρίς όμως να εξασφαλιστούν νέα έσοδα μέσω της φορολόγησης του ιδιωτικού κεφαλαίου ή να γίνουν προσπάθειες για να περιοριστεί η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή. Έτσι, η εισοδηματική πολιτική και η δημιουργία ενός υποτυπώδους «κράτους πρόνοιας», η οποία δε θα ολοκληρωθεί ποτέ, θα συμβάλλουν στη διόγκωση του δημόσιου χρέους που από το 22,9% του ΑΕΠ που ήταν το 1980 θα ανέβει στο 47,8% το 1985 για να φτάσει στο 79,6% του ΑΕΠ το 1990.

Ωστόσο, παρά την αύξηση των δημόσιων δαπανών και του χρέους, δεν είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς ότι ο σχηματισμός κοινωνικού κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε με τον ίδιο τρόπο όπως στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Το κοινωνικό κράτος της δεκαετίας του ’80 δε φαίνεται να είχε ως σκοπό την εξασφάλιση των κοινωνικών προϋποθέσεων για την επέκταση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά τη διαχείριση του «κοινωνικού κόστους» της κρίσης αναπαραγωγής της καπιταλιστικής σχέσης που προκάλεσε η μείωση των εξωτερικών πόρων, η άνοδος των κοινωνικών απαιτήσεων και των ταξικών αγώνων και η προϊούσα αποβιομηχάνιση. Η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας σε σχέση με τους μισθούς μέσα στη δεκαετία του ’80 ανάγκασε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να αλλάξει κατεύθυνση εγκαινιάζοντας μια πολιτική λιτότητας το 1985 που θα συνδυαστεί στο ιδεολογικό επίπεδο με μια κατά μέτωπο επίθεση στις «υπερβολικές απαιτήσεις» των μισθωτών, καταγγέλλοντας τα «μισθολογικά ρετιρέ» των εργαζόμενων στις ΔΕΚΟ και προσπαθώντας να παίξει το χαρτί του διαχωρισμού κατηγορώντας τους δημοσίους υπαλλήλους ότι απολαμβάνουν «παχυλούς μισθούς» εις βάρος των χαμηλόμισθων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.

Η πολιτική αυτή οδήγησε αρχικά σε μείωση των μισθών κατά 12.5% και σε αύξηση των κερδών κατά 150% από το ’85 έως το ’87, συναντώντας, ωστόσο, την ένταση των κοινωνικών αγώνων της «εξασφαλισμένης» εργατικής τάξης (απεργίες καθηγητών, ΔΕΚΟ κλπ), που συνέχισε να έχει επιθετικά αιτήματα τραβώντας όλη την τάξη προς τα πάνω. Οι αγώνες αυτοί ανάγκασαν το ΠΑΣΟΚ να πάρει πίσω την πολιτική «λιτότητας» και η μείωση των μισθών να πέσει στο μισό του αρχικού της μεγέθους. Παρόλο που οι οικουμενικές και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις της «κάθαρσης» θα αναλάμβαναν το κυρίως έργο της καπιταλιστικής αντεπίθεσης, η «δυναμική του χρέους» δεν θα ανακοπτόταν, με αποτέλεσμα να σημειωθεί μια περαιτέρω αύξησή του μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 όταν άγγιξε το 108,7% του ΑΕΠ, για να φτάσει στα τέλη της ίδιας δεκαετίας το 114%, στο ίδιο επίπεδο με το χρέος της Ιταλίας. Όλα αυτά σίγουρα ακούγονται οικεία. Δε χρειάζεται και πολύ προσπάθεια για να αναγνωρίσει κανείς το γνωστό «τροπάρι» που επαναλαμβάνουν τα τελευταία είκοσι χρόνια πολιτικοί και δημοσιογράφοι κάθε φορά που μας καλούν να δουλέψουμε περισσότερο για πολύ λιγότερα προκειμένου «η χώρα να γλιτώσει τη χρεοκοπία».

4.
«Γαμώ το δημόσιο χρέος μου μέσα!»
(Διαδεδομένη βωμολοχία)


Όπως είπαμε και στην αρχή, η παγκόσμια οικονομική ύφεση των τελευταίων ετών, που αποτελεί την τελευταία εκδήλωση της διαρκούς κρίσης αναπαραγωγής του πλανητικού κεφαλαίου εδώ και 35 χρόνια, ήταν αναπόφευκτο να επηρεάσει και την εγχώρια καπιταλιστική συσσώρευση. Πέρα όμως από τις όποιες συνέπειες είχε η μείωση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας στις εξαγωγές του ελληνικού κεφαλαίου, ειδικά στους τομείς της ναυτιλίας και του τουρισμού, αποτέλεσε επίσης την αφορμή για την αποκάλυψη της διαρκούς κρίσης εκμεταλλευσιμότητας και πειθάρχησης του προλεταριάτου.

Το εθνικό κεφάλαιο και το κράτος του προσπαθούν εδώ και δύο δεκαετίες να αντιμετωπίσουν αυτή την κρίση με αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις του εκπαιδευτικού και του ασφαλιστικού συστήματος· με ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων για τους νέους· με νόμους επί νόμων για την πειθάρχηση των μεταναστών και τον έλεγχο των ροών της μετανάστευσης· με περικοπές επιδομάτων, μισθών και κοινωνικών παροχών που συνδυάστηκαν με την επέκταση της ατομικής πίστωσης. Παρά τις σημαντικές επιτυχίες που σημείωσε το ελληνικό κεφάλαιο την περίοδο 1996–2004 όταν αυξήθηκε ο βαθμός εκμετάλλευσης και η κερδοφορία των επιχειρήσεων, η κρίση δεν αντιστράφηκε οριστικά υπέρ του κεφαλαίου. Όλα αυτά τα μέτρα υποτίμησης, πειθάρχησης και διαίρεσης της εργατικής τάξης, και μέσω αυτών της μετακύλισης του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στους ίδιους τους εργαζόμενους, δεν απέδωσαν τους αναμενόμενους καρπούς.

Όπως δείχνουν οι στατιστικές τους, η παραγωγικότητα της εργασίας επιβραδύνεται συνεχώς από το 2004 και μετά –λόγω, μεταξύ άλλων, της επιβράδυνσης μετά την ολυμπιάδα των επενδύσεων σε σταθερό κεφάλαιο (π.χ. μηχανολογικό εξοπλισμό, οδικά έργα και κτιριακές κατασκευές)– ενώ αντιθέτως το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξάνεται. Με άλλα λόγια, ο βαθμός εκμετάλλευσής μας μειώνεται, καθώς οι μισθοί αυξάνονται πιο γρήγορα από την παραγωγικότητα. Όπως λένε οι ίδιοι οι καπιταλιστές στις μελέτες τους (π.χ. στις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας), αυτό οφείλεται στη «μη προσαρμοσμένη συμπεριφορά» μας απέναντι στους στόχους της «εθνικής ανάπτυξης», με άλλα λόγια στην απειθαρχία μας, στους «υψηλούς» μισθούς του δημόσιου τομέα και στις «υπερβολικές» αυξήσεις που συμφώνησε η ΓΣΕΕ με τον ΣΕΒ το 2008. Προσθέτουν επίσης ότι δεν έχουν προχωρήσει όσο θα έπρεπε οι ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ και, γενικότερα, η απορρύθμιση και ότι η αγορά εργασίας συνεχίζει να είναι «δύσκαμπτη» επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο την κατάσταση και, μάλιστα, με ένα μονιμότερο τρόπο. Από την άλλη μεριά, οι δημόσιες δαπάνες που σχετίζονται με την εκπαίδευση, τους μισθούς στο δημόσιο τομέα και τις λεγόμενες «κοινωνικές μεταβιβάσεις» (δηλαδή χρήματα για επιδόματα και συντάξεις) αυξάνονται συνεχώς την τελευταία δεκαετία. 

Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο, η κερδοφορία του κεφαλαίου επιβραδύνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια με αποτέλεσμα να ξεκινήσει να πέφτει από το 2006 και μετά, για να καταβαραθρωθεί το α’ εξάμηνο του 2009 κατά 51,5% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2008, λόγω και της παγκόσμιας ύφεσης. Η πτώση του τζίρου και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων οδήγησε με τη σειρά της σε μεγάλη μείωση των επενδύσεων λόγω της αυξανόμενης αδυναμίας τους να πάρουν πιστώσεις από τις τράπεζες. Άλλωστε, οι τράπεζες επηρεάστηκαν άμεσα καθώς είδαν τα κέρδη τους να μειώνονται δραματικά λόγω της σημαντικής αύξησης των ζημιών που προέρχονται από την καθυστέρηση ή ακόμα και από την μη αποπληρωμή των δανείων, έχοντας επιπλέον γενικότερο πρόβλημα ρευστότητας λόγω της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το ρευστό που υπάρχει σταματάει να κυκλοφορεί. Για παράδειγμα οι τράπεζες σταματάνε να δανείζουν η μία την άλλη ή/και δανείζουν με πολύ υψηλά επιτόκια. Όπως είναι φυσικό, το κράτος δεν έμεινε αμέτοχο.

Έσπευσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που δημιούργησε το ξέσπασμα της κρίσης αυξάνοντας τις δαπάνες του μέσα στο 2009 κατά 10,9% για να στηρίξει την καπιταλιστική συσσώρευση, συνεισφέροντας έτσι στο ΑΕΠ κατά 1,7%. Ταυτόχρονα παρείχε στις τράπεζες κεφάλαια 28 δις ευρώ, ποσό που ανέρχεται σε 11,5% του ΑΕΠ, για να σώσει την κερδοφορία τους, κάτι που θα συνεχίσει και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παρέχοντας 10 δις ευρώ επιπλέον. Οι τράπεζες χρησιμοποίησαν αυτά τα κεφάλαια για να αγοράσουν κρατικά ομόλογα, η τιμή των οποίων είχε πέσει στις αρχές του 2009 λόγω αντίστοιχων πιέσεων με αυτές που ασκούνται σήμερα στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο, η τιμή των ομολόγων ξανανέβηκε γρήγορα μέσα στο α’ εξάμηνο του 2009 συμβάλλοντας στο να εμφανίσουν οι τράπεζες κέρδη, παρόλο που οι χορηγήσεις δανείων προς επιχειρήσεις και «νοικοκυριά» επιβραδύνθηκαν. Αν το κράτος δεν είχε κάνει αυτές τις «διευκολύνσεις» οι τράπεζες θα εμφάνιζαν ζημιές 217 εκ. ευρώ... Επιπλέον, οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν και για άλλους λόγους όπως π.χ. για την πληρωμή των επιδομάτων των ανέργων που πολλαπλασιάστηκαν, ενώ τα έσοδα από τους φόρους και τις εισφορές μειώθηκαν λόγω της ύφεσης. Φυσικά, το αποτέλεσμα ήταν να εκτιναχθεί τόσο το έλλειμμα όσο και το δημόσιο χρέος, φτάνοντας το 12.5% και το 112.6% αντίστοιχα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Υψηλότερό έλλειμμα είχε το 2009 μόνο η Βρετανία (13%) με δημόσιο χρέος που ανέρχεται σε 68.6%, και ακολουθούν η Ισπανία με έλλειμμα 11.25% και χρέος 54.3%, η Ιρλανδία με έλλειμμα 10.75% και χρέος 65.8%, η Ιταλία με έλλειμμα 5.3% και χρέος 114.6%, ενώ αντίστοιχα η Γερμανία παρουσίασε έλλειμμα 3.5% με χρέος 73.1%. Ο μέσος όρος του ελλείμματος και του χρέους στη ζώνη του ευρώ ήταν το 2009 6.5% και 78.2% αντίστοιχα, με τάσεις ανόδου.

Η σημερινή τακτική της διεθνούς του κεφαλαίου (ECOFIN, EUROGROUP, ΔΝΤ), των «οίκων αξιολόγησης» και, πάνω από όλα, του ίδιου του ελληνικού κράτους και της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ εντάσσεται στα πλαίσια της λεγόμενης «δημοσιονομικής προσαρμογής», μιας ευρύτερης στρατηγικής που ακολουθείται από το κεφάλαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και 20 χρόνια. Στην προσπάθεια τους λοιπόν να στηρίξουν την καπιταλιστική συσσώρευση που βρίσκεται σε κρίση προσπαθούν να μας βάλουν χοντρό κωλόχερο για να αυξήσουν το βαθμό εκμετάλλευσης και να μετακυλήσουν το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής μας δύναμης σε εμάς τους ίδιους, μειώνοντας τις «μη-παραγωγικές» δημόσιες δαπάνες. Στη μυστικοποιημένη σφαίρα της οικονομίας και στη γλώσσα που της αντιστοιχεί η πολιτική αυτή ονομάζεται «δημοσιονομική εξυγίανση» για τη στήριξη της «πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας» και τη «μείωση του κόστους δανεισμού». Η έννοια της «εξυγίανσης» έχει όμως και ένα κυριολεκτικό νόημα: σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης οι επιχειρήσεις που δεν είναι επαρκώς κερδοφόρες και παραγωγικές αναγκάζονται να κλείσουν· το μη-αποδοτικό κομμάτι του κεφαλαίου καταστρέφεται για να μπορέσει και πάλι να ξεκινήσει η ανοδική πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Δεν είναι τυχαίο ότι στο τρίτο τρίμηνο του 2009 έβαλαν λουκέτο περίπου 19.000 εμπορικές επιχειρήσεις. Έτσι, αυξάνουν τους έμμεσους φόρους (π.χ. αύξηση της φορολογίας στα καύσιμα, τα ποτά και τα τσιγάρα, εξαγγελία αύξησης του ΦΠΑ)· αναδιαρθρώνουν την άμεση φορολογία επιβαρύνοντας περισσότερο την εργατική τάξη –ενώ έχουν μειώσει όλα αυτά τα χρόνια τη φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων· προωθούν αφενός το ανταποδοτικό ασφαλιστικό σύστημα –μεταρρύθμιση που οδηγεί μεταξύ άλλων στη μείωση των συντάξεων– και αφετέρου την αύξηση των ορίων ηλικίας σε μια προσπάθεια μετακύλισης του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στους ίδιους τους προλετάριους· εξαγγέλλουν την απελευθέρωση των απολύσεων· και, φυσικά, επιτίθενται στους «απαράδεκτα υψηλούς» –για το κεφάλαιο– μισθούς του δημόσιου τομέα (που μάλιστα αντιστοιχούν, όπως λένε, σε μια «χρονίως χαμηλή παραγωγικότητα») μέσα από την περικοπή των επιδομάτων, των υπερωριών και την επαπειλούμενη κατάργηση του 14ου και του 13ου μισθού. Και δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε, παρόλη την προπαγανδιστική φιλολογία περί ρετιρέ και «προνομιούχων» που διακινούν οι πληρωμένες πένες, η μείωση των μισθών στο δημόσιο τομέα πολύ γρήγορα θα μεταφραστεί σε αντίστοιχη και πιθανότατα ακόμα μεγαλύτερη συμπίεση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Άλλωστε, οι ίδιοι οι καπιταλιστές το έχουν κάνει σαφές στη συζήτηση που έχει ανοίξει για την περικοπή του 14ου και του 13ου μισθού.

5.
«Κουφάλες, δεν ξοφλάμε τίποτα, γιατί δεν έχουμε ξοφλήσει ακόμα!»
(Σύνθημα σε τοίχο)


Ωστόσο, η ολομέτωπη αυτή επίθεση χρειάζεται να νομιμοποιηθεί στη «συνείδηση του κόσμου». Για να δουλέψουμε περισσότερο για λιγότερα θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι υπηρετούμε κάτι που μας υπερβαίνει, κάτι που απαιτεί από εμάς θυσίες, ειδικότερα δε όταν πολύ πρόσφατα αμφισβητήθηκε τόσο βίαια η προσταγή του κράτους και του κεφαλαίου. Αυτό είναι το διακύβευμα στην παρούσα σύγκρουση μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου, και οι καπιταλιστές το γνωρίζουν πολύ καλά. Έτσι η αιτία της κρίσης αποδίδεται σε ένα σχεδόν μεταφυσικό αλλά αναπόδραστο κόσμο αγορών, στατιστικών, οίκων αξιολόγησης, σπεκουλαδόρων και πάει λέγοντας. Αυτό το πέπλο της μυστικοποίησης στόχο έχει να αποκρύψει την πραγματική πηγή της κρίσης που είναι η σπασμωδική αλλά επίμονη άρνηση του παγκόσμιου προλεταριάτου να υποταχθεί πλήρως στο κεφάλαιο και η κυκλοφορία των αγώνων του. Το ελληνικό κράτος με τη σημερινή πασοκική μορφή του σε αγαστή συνεργασία με τους ευρωπαίους εταίρους και φυσικά με τα καθίκια των μέσων μαζικής ενημέρωσης όξυναν την ιδεολογική τρομοκρατία ρίχνοντας το πιο ισχυρό τους χαρτί, την «εθνική ενότητα». Σε περιόδους κρίσης, οι εταίροι μετατρέπονται ως δια μαγείας σε άνωθεν εντολείς και αντιπάλους· το ενοποιημένο ευρωπαϊκό χωριό που ζει αρμονικά και συναποφασίζει δημοκρατικά διαλύεται μέσα στη φαινομενικότητα της υπεράσπισης της πατρίδας, η οποία γίνεται ζήτημα υψίστης σημασίας. Με λίγα λόγια, προσπαθούν να μας πείσουν ότι δε θα δουλεύουμε πλέον για να πλουτίζουν τα αφεντικά μας αλλά για το καλό της πατρίδας. Η πατρίς χρειάζεται θυσίες!

Η «κρίση του χρέους» προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη συσπείρωση γύρω από τη μορφή έθνος-κράτος, δηλ. τη βίαιη συσπείρωση των προλετάριων γύρω από τα συμφέροντα των αφεντικών τους. Διευκολύνει τα σχέδια των καπιταλιστών για ακόμα μεγαλύτερη πειθάρχηση του προλεταριάτου, μεγαλύτερη παραγωγικότητα και τελικά υψηλότερα κέρδη. Μια φράση του πρωθυπουργού αρκεί για να καταλάβουμε το στημένο παιχνίδι: «...είναι καθαρό ότι έτσι όπως χειριστήκαμε τα οικονομικά μας, αφαιρείται ένα κομμάτι της κυριαρχίας μας που πρέπει να το πάρουμε πίσω με την αξιοπιστία μας, το πρόγραμμά μας και την αυτοθυσία του καθενός». Η δική του «θυσία» να «παραχωρήσει κομμάτι της κυριαρχίας της χώρας» συνεπάγεται τη δική μας αυτοθυσία για «να το πάρουμε πίσω». Μόνο που θα πρέπει να το πληρώσουμε πολύ ακριβά αυτό το «κομμάτι», με περισσότερη δουλειά, λιγότερα λεφτά, βαθύτερους διαχωρισμούς και εντονότερο ανταγωνισμό μεταξύ μας για να μη βρεθούμε στο αυξανόμενο εφεδρικό στρατό των ανέργων. Όποιος δε συναινεί, προδίδει την «εθνική μας αποστολή». Εξάλλου ο πρωθυπουργός το δήλωσε: «Χρειάζονται θυσίες, δεν αντέχουμε μπλόκα και απεργίες». Είναι ολοφάνερο ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι καπιταλιστές φοβούνται την κοινωνική αναταραχή που μπορεί να ξεσπάσει όταν αρνηθούμε εμπράκτως να γίνει η ήδη αλλοτριωμένη ζωή μας ακόμα χειρότερη.

Οι ιδεολόγοι του συστήματος προσπαθούν με κάθε μέσο να εξαλείψουν ακόμα και από τη μνήμη την εξέγερση του Δεκέμβρη. Οι κινήσεις του κράτους δείχνουν ότι αυτό το φάντασμα αποτελεί το χειρότερο εφιάλτη τους, ειδικά τώρα που διαφαίνεται ότι στο άμεσο μέλλον μπορεί να μην αφορά μόνο μια μειοψηφία του προλεταριάτου. Όταν απαιτούν κοινωνική ειρήνη, ξέρουν ότι ποντάρουν σε έναν ανεξέλεγκτο παράγοντα, τους προλετάριους. Γι’ αυτό η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ φοράει το ανθρωπιστικό-αντιρατσιστικό της προσωπείο και ταυτόχρονα κραδαίνει στο χέρι το γκλομπ του μπάτσου. Η κοινωνική συναίνεση πρέπει να επιβληθεί πάση θυσία. Γέμισε τους δρόμους της Αθήνας με κάθε λογής μπάτσους προσπαθώντας να ελέγξει οποιονδήποτε χώρο μπορεί να μετατραπεί σε πεδίο αγώνα και σύγκρουσης. Tην πιο καλή δουλειά όμως μέχρι τώρα την έχει κάνει η συνδικαλιστική αστυνομία, η κλαδική-συντεχνιακή νοοτροπία και ο ατομικισμός που φροντίζουν να περνάνε τα νέα μέτρα με τις μικρότερες δυνατές αντιστάσεις.

Για να ξαναγυρίσουμε στο Νίτσε, «αυτός ο κόσμος, στο βάθος, δεν έχασε ποτέ πια τη χαρακτηριστική μυρουδιά του αίματος και του μαρτυρίου» –κάτι που μας θύμισε πρόσφατα ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Α. Λοβέρδος όταν προαναγγέλλοντας τα «σκληρά αλλά αναγκαία μέτρα» δήλωσε ότι «Θα χυθεί αίμα!». Ίσως, όμως, άθελά του να προανάγγειλε την καταιγίδα που αντί για την αποσύνθεση του προλεταριάτου θα φέρει την ανασύνθεση των αγώνων ενάντια στη συνδικαλιστική αστυνομία και θα στείλει το «δημόσιο έλλειμμα» στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας μαζί με το έλλειμμα ζωής, που είναι το μόνο πραγματικό.


ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΞΟΦΛΗΣΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ ΟΙ
ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΜΑΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ!


Οίκος αξιολόγησης
Proles & Poors
24/2/2010

Οι "κηπουροί" του απαρτχαϊντ



Αναδημοσίευση από το futura-blog.blogspot.com

Το ρεπορτάζ στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του γνωστού για την «ευαισθησία του σε ζητήματα περιβάλλοντος» τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ (Τετάρτη, 29/9/2010) μας πληροφόρησε, με ασυγκράτητο ως συνήθως ενθουσιασμό, για μια «πρωτότυπη πρωτοβουλία κατοίκων» του Κεραμεικού και του Μεταξουργείου, της ιστορικής περιοχής στο κέντρο της Αθήνας, που έχει προ πολλού μπει στο στόχαστρο διάφορων επενδυτικών συμφερόντων του real estate λόγω των πρόσφορων στην εκμετάλλευση χαρακτηριστικών της (ρυμοτομία, στρατηγική θέση, διαθέσιμο κτιριακό απόθεμα κ.λπ.).
Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται κάτι τέτοιο. Τα βαποράκια της «ενημέρωσης» του συγκροτήματος Αλαφούζου έχουν εδώ και καιρό αναλάβει κατ' αποκοπή το έργο της διακίνησης των αναπτυξιακών οραμάτων του παρασιτικού κεφαλαίου, που χρησιμοποιεί (ανεπιτυχώς έως τώρα) διάφορες μεθόδους για να προσελκύσει εύπορους πελάτες, πρόθυμους να καταναλώσουν τα ακριβά υποκατάστατα μιας «cool» ζωής στο κέντρο της Αθήνας. Στα αλλεπάλληλα δημοσιεύματα της Καθημερινής και στα ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ τα τελευταία χρόνια βρίθουν οι ζοφερές περιγραφές για την «αφόρητη κατάσταση που επικρατεί στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας», ενώ σαν μοναδική αχτίδα φωτός παρουσιάζεται επανειλημμένως η δράση συγκεκριμένων επενδυτών του real estate οι οποίοι, πότε με τη μία και πότε με την άλλη πρωτοβουλία τους, αγωνίζονται σθεναρά προκειμένου να «σώσουν» και να αναζωογονήσουν την περιοχή.
Το εν λόγω ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ παρουσίαζε τους «αντάρτες κηπουρούς», κάποιους κατοίκους(;) της περιοχής οι οποίοι, αγανακτισμένοι δήθεν από την αδιαφορία των αρχών για την υποβάθμισή της, πήραν την τύχη της γειτονιάς στα χέρια τους, θέλοντας να «διαμορφώσουν οι ίδιοι ένα ανθρώπινο περιβάλλον» εκεί όπου μέχρι σήμερα βασιλεύει η παρακμή, η εγκατάλειψη και η ανομία.
Τι ακριβώς έκαναν αυτοί οι «αντάρτες κηπουροί»; Όχι σπουδαία πράγματα. Για την ακρίβεια, καθάρισαν ένα οικόπεδο από τα σκουπίδια και τα μπάζα και φύτεψαν («προσωρινά», όπως εμφατικά μας επεσήμανε το ρεπορτάζ προς αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων) μερικά φυτά. Ύστερα κάλεσαν το κανάλι για να επιδείξουν, με τον χαρακτηριστικό στόμφο νεοφώτιστων ζηλωτών του αστικού «αντάρτικου», το μεγαλειώδες «έργο» τους.
Ας μην πάει όμως το μυαλό σας σε κάποιους ανθρώπους οι οποίοι μέσα από διαδικασίες συναπόφασης συγκεντρώθηκαν, κατέλαβαν ένα χώρο, σήκωσαν τα μανίκια και έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά, καθαρίζοντας, σκάβοντας και φυτεύοντας. Οι εξευγενισμένοι «αντάρτες» έφεραν μια μπουλντόζα και κάποιους εργάτες για να κάνουν τη βρώμικη δουλειά της απομάκρυνσης των σκουπιδιών, ενώ μερικοί εθελοντές «προσωρινοί κηπουροί» επιφορτίστηκαν με το σκάλισμα και το φύτεμα. Οι διοργανωτές, οι οποίοι εμφανίστηκαν ως εκπρόσωποι της ΜΚΟ «ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά», ανέλαβαν απλώς τις δημόσιες σχέσεις του «αντάρτικου» εγχειρήματος, χρησιμοποιώντας μια κάλπικη ρητορική περί «αυτοοργάνωσης» και «εθελοντικής πρωτοβουλίας», σκορπώντας αστραφτερά χαμόγελα αυταρέσκειας μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα που κατέγραφε την «αυθόρμητη» επέμβασή τους.
Φυσικά, δεν παρέλειψαν να τονίσουν σαφώς ότι οι «αντάρτες κηπουροί» είναι «αντάρτες» μέχρις ενός ορίου. Ότι υπάρχει μια απαράβατη κόκκινη γραμμή που δεν θα τολμούσαν ποτέ να περάσουν. Εξ αρχής δήλωσαν ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται για καταλήψεις, οι οποίες θα αμφισβητούσαν έμπρακτα την «ιερή» ιδιοκτησία και θα έδιναν πίσω στην κοινότητα αυτό που πραγματικά της ανήκει, μιας και κάτι τέτοιο θα άνοιγε προφανώς τους ασκούς του Αιόλου, αφού θα έθιγε τους διάφορους ιδιοκτήτες ακινήτων που όπως είναι φυσικό πάνω απ’ όλα νοιάζονται για την αξιοποίηση της περιουσίας τους, την οποία οι ίδιοι έχουν αφήσει να ρημάξει έως ότου κάποιοι, που δρουν εξ ονόματός τους, καταφέρουν να την αναβαθμίσουν, «καθαρίζοντας» την περιοχή από κάθε είδους «σκουπίδια», και να τη μετατρέψουν σε έναν αστικό «παράδεισο» «ήπιας εκμετάλλευσης», με ποδηλατοδρόμους, λοφτς, γκαλερί, πολυχώρους πολιτιστικών δραστηριοτήτων, cool cafe και εστιατόρια, ντιζαϊνάτα ξενοδοχεία, θέατρα και φοιτητικές εστίες.
Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η δράση τους επ'ουδενί συνιστά απειλή για την ιδιοκτησία, δηλώνουν ρητώς στην ιστοσελίδα της οργάνωσης ότι «Η ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά προγραμματίζει την προσωρινή φύτευση επιλεγμένων κενών οικοπέδων στο ΚΜ. Σκοπός μας είναι ο καθαρισμός και προσωρινή αξιοποίηση όλων των κενών οικοπέδων στην περιοχή κατά τρόπο που να βελτιώνει την ποιότητα ζωής σε αυτή και να διασφαλίζει το δικαίωμα του ιδιοκτήτη για εκμετάλλευσή του οποιαδήποτε στιγμή.» (http://www.kmprotypigeitonia.org/?p=news&id=guerilla-gardening)
Όπως επίσης μάθαμε από το εν λόγω ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ, στο χορό μπήκε και η δημοτική αρχή –παραμονές των εκλογών για την τοπική αυτοδιοίκηση γαρ–, δηλώνοντας ότι θα στηρίξει αυτήν την «πρωτότυπη πρωτοβουλία των κατοίκων». Με άλλα λόγια, η «αντάρτικη κηπουρική» προσφέρει ένα καλό άλλοθι στην προεκλογική καμπάνια του Κακλαμάνη, ο οποίος πασχίζει να βγάλει από πάνω του τη ρετσινιά για την προ διετίας καταστροφή του πάρκου Κύπρου και Πατησίων, όταν ανενδοίαστα προσπάθησε να το παραχωρήσει, με σκανδαλώδεις όπως αποκαλύφθηκε όρους, σε ιδιώτες που ήθελαν να το μετατρέψουν σε πάρκινγκ. Ο πονηρός πολιτευτής άρπαξε εν ολίγοις την ανέξοδη ευκαιρία που του δόθηκε, και έσπευσε να επιδείξει την «ευαισθησία» της δημοτικής αρχής για το αστικό περιβάλλον, παρότι είναι προφανές ότι τέτοιου είδους επεμβάσεις είναι μόνο για το θεαθήναι εφόσον δεν λύνουν κανένα πραγματικό πρόβλημα, αντιθέτως, αποτελούν ένα κυριολεκτικά φτηνό υποκατάστατο μιας αποτελεσματικής πολιτικής για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι στην πλειονότητα είναι χαμηλού εισοδήματος εργαζόμενοι και μετανάστες.
Τέτοιου είδους παρεμβάσεις εντάσσονται στη γενικότερη στρατηγική της εξουσίας και του κεφαλαίου να οικειοποιούνται τις τακτικές και τις μεθόδους των αντισυστημικών, ριζοσπαστικών κινημάτων, με απώτερο στόχο να αμβλύνουν τις συγκρουσιακές αιχμές και την ταξική πόλωση. Εν ολίγοις, δεν είναι παρά προσομοιώσεις των αυθεντικών πρακτικών της αυτοοργανωμένης δράσης, τόσο των αυτόνομων αγώνων στις γειτονιές όσο και του αντιεξουσιαστικού, αντικαπιταλιστικού κινήματος, και μια καρικατούρα της αλληλεγγύης όσων αγωνίζονται πραγματικά ενάντια στις μορφές κράτος, χρήμα, εμπόρευμα, αξία, ενάντια στην εκμετάλλευση, την αυθεντία, τον ρατσισμό και την πατριαρχία.

Η όλη ιστορία της «αντάρτικης κηπουρικής» θα ήταν προφανώς για γέλια, ως μια αστεία απόπειρα κάποιων «ευαισθητοποιημένων» αστών να επενδύσουν τον καθώς πρέπει «ακτιβισμό» τους με μια κούφια ρητορική για την δήθεν από-τα-κάτω επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου, αν δεν είχε και μια άλλη, σκοτεινή (και κυριολεκτικά φασίζουσα) πτυχή.
Η ίδια ΜΚΟ, τα μέλη της οποίας κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να δείξουν πόσο κόπτονται για την περιβαλλοντική αναβάθμιση της περιοχής και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της, ανέλαβε μία ακόμη φαεινή πρωτοβουλία: διοργάνωσε συνάντηση για «διάλογο» επιχειρηματιών και κατοίκων με την αστυνομία σε κεντρικό ξενοδοχείο του Μεταξουργείου, προκειμένου να τεθεί επί τάπητος το πρόβλημα της ασφάλειας της περιοχής, ήτοι το ζήτημα των ανθρώπινων «σκουπιδιών» που τη ρυπαίνουν με τη μιαρή παρουσία τους συνιστώντας απειλή για τους κατοίκους της.
Από το περιεχόμενο και το ύφος της λιτής ανακοίνωσης που έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της ΜΚΟ «ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά», υπό τον τίτλο «Κοινωνική συνοχή & ασφάλεια» (http://www.kmprotypigeitonia.org/index.php?p=news&id=meetingwithpolice), καταλαβαίνουμε γιατί δεν είναι διόλου παράξενο που η συνάντηση αυτή μετατράπηκε, όπως μας πληροφορεί σχετικό ρεπορτάζ της Ελευθεροτυπίας (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=208886), αλλά και η καταγγελία εργαζόμενου στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο (http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1211735), σε μια σύναξη διάφορων επώνυμων και μη «αγανακτισμένων πολιτών», οι οποίοι απαίτησαν επιτακτικά από τους εκπρόσωπους της αστυνομίας να δεσμευτούν «εδώ και τώρα» ότι θα λάβουν μέτρα «για την εκκαθάριση της γκετοποιημένης ζώνης, όπου έχουν τα θέατρα, τις γκαλερί, τις επιχειρήσεις και τα σπίτια τους». Κατάφεραν έτσι να αποσπάσουν την (κάπως αόριστη είναι αλήθεια) υπόσχεση από τον γενικό διευθυντή της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής Γρηγόρη Μπαλάκο ότι από τις 5 Οκτωβρίου θα ξεχυθούν στους δρόμους 1.350 αστυνομικοί με αποστολή να «σκουπίσουν» αποτελεσματικά την ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας.
Η συνάντηση αυτή ξεγύμνωσε κυριολεκτικά τις καλυμμένες πίσω από τις «αντάρτικες» ρητορείες αντιλήψεις των διοργανωτών περί του τι ακριβώς σημαίνει γι’ αυτούς «λύση στο πρόβλημα της ασφάλειας» και τι εννοούν ως «κοινωνική συνοχή». Μα πάνω απ’ όλα κατέστησε σαφές ποιοί είναι εκείνοι που πρέπει να «εξαφανιστούν» προκειμένου να επανακτήσουν οι ίδιοι τη χαμένη ηρεμία τους και να συνεχίσουν απρόσκοπτα τις «υψηλές» ενασχολήσεις τους. Οι μετανάστες, οι χρήστες ουσιών, τα θύματα του τράφικινγκ, οι άστεγοι και οι παρίες που βρίσκουν καταφύγιο στις παρυφές του κέντρου της Αθήνας, πρέπει να βιώσουν στο πετσί τους –εκτός από την αναλγησία του κράτους, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την πλήρη εξαθλίωση–, τη βιαιότητα του απάνθρωπου κατασταλτικού μηχανισμού και να εκδιωχτούν κακήν κακώς γιατί βρωμίζουν την αστραφτερή μόστρα των γκαλερί και των θεάτρων της περιοχής.

Είναι γνωστό ότι η άλλη όψη των ΜΚΟ είναι οι offshore εταιρείες. Όπως είναι γνωστό επίσης ότι οι ΜΚΟ είναι το συγχωροχάρτι (αλλά ταυτοχρόνως και η διακήρυξη ανωτερότητας και υπεροχής) της μπουρζουαζίας. Μ’ αυτόν τον εύσχημο τρόπο οι ξιπασμένοι αστοί ξεπλένουν ενοχές και κεφάλαια, συνδυάζοντας κυνικά το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Το πνεύμα του εθελοντισμού, της χορηγίας, της ενασχόλησης με τα κοινά, εμποτισμένο από την ιδεολογία της «αξιοκρατίας» και της «δημιουργικότητας», δεν είναι ικανό να επιβληθεί στην ακόρεστη δίψα για δύναμη και πλούτο.
Η ΜΚΟ «ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά» δεν είναι παρά η (νέα) βιτρίνα της «δημιουργικότητας», πίσω από την οποία προσπαθούν μάταια να κρυφτούν τα «υψηλού φρονήματος» επενδυτικά συμφέροντα που λυμαίνονται την περιοχή, πασχίζοντας να τη φέρουν στα μέτρα τους και να την «αναπτύξουν» σύμφωνα με το δικό τους «όραμα». Ένα όραμα που περιλαμβάνει αποκλειστικά τους νέους έποικους της περιοχής, μεσοανώτερης κοινωνικής τάξης: «εναλλακτικούς» επιχειρηματίες, κοσμοπολίτες αρχιτέκτονες, γκαλερίστες και curators, «ευαισθητοποιημένους» καλλιτέχνες, φιλότεχνους γιάπηδες, και κάποια wannabe φυντάνια της τέχνης που συρρέουν όπου μυρίζονται την παραμικρή ευκαιρία να τσιμπήσουν κανά ψίχουλο free-press δόξης.
Τα σχέδιά τους ωστόσο καταρρέουν υπό το βάρος της αδήριτης πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί από τη δράση αυτών των ίδιων, οι οποίοι θέλουν να ευημερούν συνεχίζοντας ανενόχλητοι να οικειοποιούνται τον κοινωνικό πλούτο εις βάρος των υπολοίπων, και ας διαμαρτύρονται τώρα για την «κατάντια» και την «παρακμή», απαιτώντας με περισσό θράσος την εξαφάνιση όλων εκείνων που δεν σέβονται το «όραμά» τους και απειλούν τα «δικαιώματά» τους: την ιδιοκτησία τους, τις επιχειρήσεις τους, την ευμάρεια και την ησυχία τους.
Είναι αν μη τι άλλο τραγελαφικό, άτομα που κάποτε λάνσαραν στην πιάτσα της «προχωρημένης» τέχνης τις «σκληρές» φωτογραφίες της Ναν Γκόλντιν, με τους ασθενείς του aids, τους πρεζάκηδες, τους αλήτες, τα τραβεστί, τους νταβατζήδες και τις πόρνες, και που καρπώνονταν με φανφαρόνικες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις την «υπεραξία» του κοινωνικού περιθωρίου εκ του ασφαλούς, όντας οι ίδιοι βολεμένοι στο απυρόβλητο, να εξανίστανται και να ωρύονται τώρα που η πραγματικότητα έχει κάνει τις ωμές καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις του περιθωρίου να μοιάζουν με εικονογράφηση παιδικού παραμυθιού.
Η «δημιουργική τάξη», που πίστεψε αφελώς ότι αρκεί μια επίφαση «εναλλακτικότητας» για να ηγεμονεύσει και να επιβάλλει τους όρους του παιχνιδιού κατά πως τη συμφέρει, διασφαλίζοντας τη μακροημέρευσή της, συνειδητοποιεί αίφνης –με βίαιο είναι η αλήθεια τρόπο–, ότι οι απόκληροι, όσοι δεν έχουν καμία ελπίδα να συμπεριληφθούν στην κοινωνία των λίγων βολεμένων και ισχυρών σαν φθηνό, αναλώσιμο εργατικό δυναμικό, «οικειοποιούνται» με τον δικό τους τρόπο ό,τι μπορούν, αρπάζοντας κάποια ψίχουλα από τον πλούτο που τόσο επιδεικτικά συσσωρεύεται γύρω τους.
Ο ταξικός πόλεμος δεν αφορά πια μόνο την αντιπαράθεση κεφαλαίου-εργασίας, μιας και η κοινωνία της εργασίας πνέει τα λοίσθια και το εμπόρευμα εργατική δύναμη απαξιώνεται, στερώντας από όλο και περισσότερους ακόμη και τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης, αλλά την άγρια αντιπαράθεση μεταξύ αποκλεισμένων και όσων αγωνίζονται να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Το απαρτχάιντ είναι το καθεστώς μιας κοινωνίας σε βαθιά κρίση και η ιδεολογία της «δημιουργικής τάξης» δεν είναι παρά η κυνική δικαιολόγησή του.
Όμως, ο γενναίος νέος κόσμος που οραματίζονται οι «προοδευτικοί αναμορφωτές» της ανώτερης τάξης, που σήμερα νιώθουν τόσο άβολα με όλα όσα ξέβρασε η κοινωνική, πολιτική και οικονομική κρίση μπροστά στην διπλαμπαρωμένη από το φόβο πόρτα τους, έχει αρχίσει να γκρεμίζεται συθέμελα. Και στα ερείπιά του δεν μπορεί να φυτρώσει ούτε καν η ρεφορμιστική προσδοκία, παρά μόνον «προσωρινές» ψευδαισθήσεις.

Βλέπε σχετικά:
http://www.kmprotypigeitonia.org
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1211735
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=208886
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_1_02/10/2010_417236
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=192064
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1213006
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1213441
http://en.wikipedia.org/wiki/Nan_Goldin
http://radicaldesire.blogspot.com/2010/10/blog-post_7064.html

4 Μαρ 2010

ένας χρόνος και κάτι με τους πιγκουίνους

“Τι είναι αντικειμενικά η αλήθεια,
είναι αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί,
όμως στην συναναστροφή μας με τους ανθρώπους
δεν πρέπει να τρομοκρατούμαστε από αυτό.”
ΜΜ, 43

πέρασε ένας χρόνος, κάναμε ήδη μια “επέτειο” (μα καλά, ποιανού μαλακία ιδέα ήταν αυτή;), και προσθέσαμε και μερικούς μήνες. και θα περάσουν και άλλα χρόνια έτσι, και θα λέμε μετά, “μα καλά, τόσος καιρός έχει περάσει;”, και θα αναρωτιόμαστε πάλι... και ζήσαμε καταστάσεις και στιγμές και επεισόδια και αναπαύλες και ενδιάμεσα, και όμως ακόμα αναρωτιόμαστε... αλλά δεν μιλάμε για αυτά. μιλάμε δηλαδή, δεν έχουμε βγάλει τον σκασμό, αλλά δεν είδα πουθενά, δεν έψαξα, δεν άκουσα κάπου, να περιγράφεται κάτι οπως το έζησα εγώ, κι όμως θυμάμαι οτι ήμουν εκεί τις ίδιες στιγμές με αυτούς που έγραψαν, και μίλησαν και φώναξαν, και ήμουν και εκεί με όλους εκείνους που δεν έγραψαν, και τελικα μήπως γράφουν μόνο καποιοι συγκεκριμένοι πάντα, και όλοι οι άλλοι το βουλώνουν; (μαζί και εγώ;) και μήπως αυτοί που γράφουν έχουν κάτι άλλο στο μυαλό τους από το να περιγράψουν αυτά που ζήσαμε εκεί, μήπως θέλουν να τα βάλουν σε μια σειρά με στόχο και επιτήδευση, μήπως το πήραν όλο τόσο σοβαρά που φοβούνται να αστειευτούν; μήπως πήραν τον εαυτό τους τόσο σοβαρά που δεν θέλουν να θυμούνται τον φόβο που νιωσανε; δεν πρέπει να φοβασαι, το μαθαμε αυτό, κι αν φοβηθεις, μην το παραδεχτεις, χανεις πόντους.

I
το τηλέφωνο ήρθε ξαφνικά· νεα σμύρνη για άλλη μια φορά, την τελευταία είχαν πυροβολήσει τον κούλ, είπα δεν ξαναπάω στην γαμω-πλατεία στο τέλος θα μας φάνε όλους. “πυροβολησαν 15 χρονο μεσολογγίου, είναι νεκρός”. τρέξιμο, πάμε με την μηχανή, κάτσε να πάρω κανα κασκόλ θα γίνει φασαρία, δεν το πιστεύαμε ακόμα, παμε γρήγορα... και εκεί στο δρόμο παντού ενα μουντό πλήθος, αλλα πλήθος λέμε, οχι μαλακίες σαν να έγινε πέσιμο σε κανα στέκι, δεν έχω ξαναδεί τόσο κόσμο, που βρέθηκαν όλοι αυτοί, ποιόι είναι; νόμιζα ότι μόνο οι “μυημένοι” νοιάζονται για το άβατο και τους αλήτες του... Και όλοι μουντοί και πως αλλιώς να είσαι, και φάτσες γνωστές και φάτσες άγνωστες, και τι θα κάνουμε, και πως έγινε, και μήπως (τρόμος) τον ξέρουμε;... και ξαφνικά μέσα στο μουντό και το ήσυχο και το διαολεμένα οργισμένο συναπάντημα, περνάει μια διμοιρία λες και δεν τρέχει τίποτα, και “τι λέτε ρε μαλάκες, ρε” και παμε μπροστά, και πισω αυτοί, και μπροστά αυτοί και πίσω εμείς..... και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.



“Έτσι οι κυρίες της καλής κοινωνίας
καταφέρνουν τελικά να τιμάται η ατιμία τους,
την στιγμή που δεν υπάρχουν πια
ούτε καλή κοινωνία, ουτε κυρίες.”
ΜΜ, 12

μια σκέψη από την αρχή, είτε σαν επιθυμία είτε σαν βαρεμάρα, οχι πάλι στο βούρκο, έχουμε κόσμο εδώ δεν χρειάζεται να μπούμε μέσα να κλειστούμε, πρέπει να ανοιχτεί ρε παιδιά, μπορούμε δεν μπορούμε, εμείς πάμε προς τα κάτω, δεν καταλάβαινα το λόγο να κατέβουμε στην ερμού, θα κάτσουμε εδω, και να’ σου οι διμοιρίες δεξιά και αριστέρα ομως ξαφνικά είμαστε και εμείς και αριστερά και δεξιά, και πάνω και κάτω, και περπατάνε οταν δεν τρέχουν και κοιτάνε παντού, απο πού θα μας ερθουν; σκεφτονται, και εχουμε δρόμους οχι αστεία, και πλατεία και γυρω και ειναι και ο βουρκος και περνάει παππούς και δίνει βενζινη (“καψτε τους”), και βλέπω και έναν χιππη, τον εχω ξαναδεί πάντα βλάκας μου φαινότανε, και έχει τέτοια οργή που τον χάνω που τον βρίσκω πρώτη γραμμή σε καθε οδοφραγμα και δεν σταματαει να πεταει πετρες και να βριζει και λεω εδω ειμαστε, κατι συμβαίνει εδω, κινητα δεν λειτουργουν, πολλή φασαρια και δεν υπαρχει χρονος να ενδιαφερθεις, αλλα δεν πειραζει τους βρισκω ολους εδω, και τους χανω και τους ξαναβρισκω... και επιστρεφουν απο κατω, ολα καλα, εγινε λαμπαδα το εμπορικο κεντρο, βγηκαν μετα απο τα μπαρ και τα θεατρα οι αλλοι και βουτουσαν πραγματα, απιστευτο, θα εξαπλωθει λες;... και το μουντο πληθος παντα εδω... γυρω γυρω να σιγονταρει να φωναζει να προειδοποιει, και οι μπατσοι σαν τρομαγμενοι, “θα πεθανετε κοπροσκυλα!”, πετρες μα ποσες πετρες και τα πρωτα μπουκαλια, και ο φοβος εφυγε γιατι είμαστε ολοι σαν τρελαμενοι.

II
χωρίς ύπνο πάλι στο δρόμο μια μικρη ξεκουραση, δεν θυμαμαι καν αν εγινε, κατεβαινουμε, εχει πορεια, οκ αλλα δεν θα παω, δεν καταλαβαινω γιατι πορεια, ο δρομος ακομα δικος μας, ας ειναι, θα παει και ο αδερφος μου με την γυναικα του, φοβαμαι λιγο για αυτους, τους βλεπω το πρωι, να προσεχετε εχουν λυσσαξει οι μπατσοι, εμεις εδω στον δρομο θα φυλαμε τα μετωπισθεν αν χρειαστει θα μπορει να γυρισει ο κοσμος, αν οχι θα επεκτεινουμε τα τετραγωνα, οχι βουρκο ομως παλι, ειναι αλλοι εκει, περασαμε, καλα ηταν, με κατι πρεζακια προσπαθουν να βγαλουν ακρη, αλλοι με τροπο αλλοι χωρις, στην γυρα παντως θα μας βρειτε, και ξεκιναει η πορεια και πριν καλά καλά ξεκινησει μπαμ μπουμ και παμε, παλι αυτο το πληθος το μουντο ξερναει στον δρομο, ειναι εδω ομως και σιγονταρει, δεν βριζει, και να και ο χιππης παλι πεταει πετρες, μπραβο ρε παιδι μου, και σιγα σιγα επιστρεφει ο κοσμος απο παντου, απο πανω απο κατω, αλλα δεν επιστρεφει για να ησυχασει, ερχεται για να ξεκινησει παλι, και μολις φτανουν στουρναρη, να’σου μια διμοιρια απο το μουσειο και “τι λετε ρε μαλακες ρε”, και πισω αυτοι γρηγορα, και κοσμος κατεβαινει απο παντου και παλι παρτυ σημερα, δεν τελειωνει ετσι η μαλακια, και σιγα σιγα τρυπωνει και η σκεψη πιο καθαρα “το φαγανε το παιδι, πάει, δεν θα ξαναφιλησει το κοριτσι του ποτε...” και παμε γαμω την παναγια μου πιο δυνατα, τι δουλεια εχουν αυτοι εδω, τωρα μιλαμε εμεις, θελετε αβατο; θα το ξεφτιλισουμε! απο παντου, και βραδιαζει σιγα σιγα και δεν μας σταματανε, και ακουμε απο τους ασυρματους εχουν πανικοβληθει λενε, εγω σαν σκυλια τους βλεπω να ορμανε, απλα δεν ειμαστε εκατο, διακοσιοι, δεν τρεχουμε οταν ερχονται, και πανω κατω την στουρναρη και γυρω δρομους, και καπου “παμε να τους βγουμε απο πισω” και οντως, τι αισθηση, κυκλωτική κινηση δεν μας εχουν δει μεχρι τελευταια στιγμή “απο παντού θα σας ερθουμε”, εχουν πεσει κατω και τρεμουν, τυχαια περνουσε και μια πορεια αριστερων απο αλλο στενο, θα πρεπει να σκεφτηκανε “μαλακες ερχονται απο παντου παμε να φυγουμε”, και στο απο πανω στενο κοσμος στο μπαλκόνι, βριζουν εχουν κατι πετρες, “μην το κανεις δεν ειναι δικο μας το σπιτι, θα καρφωθει”, πριν το πάρουν απόφαση βγαινει γερος απο κατω, αδειαζει μια λεκανη νερο πανω στους μπατσους, φευγει και μια γλαστρα, μαγεια... γυρω γυρω παλι, παλιοι γνωστοι “και εσεις εδω;” “αμ, που θα ημασταν, ελα μαζι να φτιαξουμε λιγο το οδοφραγμα”..., κι αλλος φιλος απο παλια, εδω ενα μηχανακι εχε το νου σου να το αδειασουμε, και αραζουμε στην γωνια, και σε καθε γωνια, εφοδο αυτοι, εμεις στην γωνια, ελατε ελατε να δειτε, κοσμος απο πανω απο την πλατεια, και απο το πλαι, και απο το άλλο πλαι, μην ανησυχεις αν ερθουν απο εκει θα μας το πουν, το μουντο πληθος με την οργη στα ματια, συνειδητοποιω είμαστε ωρες ατελειωτες στους δρομους και ομως αισθανομαστε ασφαλεις.

III
ξεκουραση δεν υπαρχει, δεν υπαρχει λογος. σημερα μεγαλη πορεια, βρε μανια με την πορεια εδω εχουμε παρει περιοχες, δεν πειραζει να προσεχετε, εμεις τα γνωστα στην γυρα και κραταμε την φαση για μετα, ολη μερα φτιαχναμε, ξεκιναει η πορεια εχουν κατεβει μαθητες σχολεια χουλιγκανοι μεταναστες ξεμπαρκοι απεργοι ιδιωτικοι υπαλληλοι γεροι φοιτητες αριστεροι η κουτση μαρια εχει τρελη ενταση μαθαμε οτι απο νωρις δεν ειχαν σταματημο·  οι μπατσοι εχουν κλειστει σε κατι τρυπες ο κοσμος σχεδον ανενοχλητος και συσσωμος τρομαξανε πολλοι γυρισαν πίσω “παιδια οχι αλλη φωτια σας παρακαλουμε”, μα καλα αυτοί το λένε αυτό; κι ομως, οι πιο αγριοι που ξερω γυρισαν στην πατησιων τρομαγμενοι οχι απο τους μπατσους αλλα απο το μουντο πληθος, “οπου πηγαιναμε ειχαν ηδη παει, τα ειχαν ηδη καψει”, ποιοι; “ξερω γω;” ακομα και οι μεγαλοι χειροκροτουσαν σε καθε σπασιμο, βγηκαν πολλα εκει, εφτασαν λεει μεχρι την παντειο με τα ποδια, ποια παντειο, οι αλλοι γυρισαν καλλιροης και ξανα ανεβηκαν παγκρατι, στον δρομο την επεσαν και στο μεγαρο μαξιμου, εμεις ειδαμε καμμια εικοσαριά τυπακια, ανεβαιναν μονοι τους την σκουφα, εσπασαν -με φοβερη ευγενεια παρακαλω- ολα τα μαγαζια μεχρι την πλατεια κολωνακιου, και πειραιως πολλοι εφτασαν ως το γκαζι, νεα απο παντου... νυχτωνει και η πατησιων ξανα αναβει. και όσοι αγαπήσαμε τα τελευταία χρόνια μαζι, παμε τωρα, ευκαιρια, αποτυπωθηκε η εξορμηση, μασκες τα δακρυγονα τους εχουν τελειωσει, ανεβαίνει κόσμος προς τοσιτσα, “κραταμε την πυλη, εχουν ανοιχτει, μην πανε να τους κλεισουν”, γης μαδιαμ η μπουμπουλινας, “κραταμε την πυλη”, κόλαση του δαντη η μπουμπουλινας “ποιος την γαμαει την πυλη, παμε πανω”, απο κοντα ακόμα πιο επιβλητικο το σκηνικο, κατι ασπρα κρανη στο βαθος, κοντα το ενα στο αλλο μπας και γλιτωσουν κατι, αυτο δεν το εχω ξαναδει ποτε, σαν πινακας ζωγραφικης. στις εξι το πρωι αναγκαστικά ταξι για σπιτι, καποιος εχει κοψει το σωληνακι στην μηχανη, πακετο αλλα καταλαβαινουμε, και εμεις τα ιδια καναμε, ο ταξιτζης αντικριζει μια πολη καμενη απο ακρη σε ακρη, “ακομα βρωμαει βενζινη παντου”, ευτυχως δεν καταλαβε τιποτα.



                              

 “Αρκεί να έχει παρατηρήσει κανείς πότε
οι αστοί μιλούν για υπερβολή, υστερία και τρέλλα, 
για να γνωρίζει, ότι σε εκείνο ακριβώς το σημείο,
όπου η προσφυγή στον Λόγο εμφανίζεται 
με τον πιο αυτόματο τρόπο,
πρόκειται αναντίρρητα 
για την απολογία υπέρ του μη λογικού.”
ΜΜ, 45
 IV
φτασαμε τριτη ολοι τα εχουν χαμενα, κατεβηκαν οι μαθητες απο σχολεια σε πάρα πολλά αστυνομικα τμηματα και τα σπασανε, το βραδυ σημειωθηκαν και τα πρωτα πλιατσικα, καταλογισμος πανω απο 300 μαγαζια σπασμενα, 25 τραπεζες ολοσχερως, χασαμε το μετρημα δεν πειραζει, το al jazeera δειχνει την τζωρτζ και μιλαει για βυρητο, μαθαινουμε πρωτη φορα οτι τα μμε τοσες μερες δεν ξερουν τι να πουνε, ο χατζηνικολαου σχεδον δικαιολογει τα πεσιματα στα τμηματα, να και μια φαση που δεν ειναι συμβολικη, να και κατι που δεν μπορει να αφομοιωθει αμεσα, να και κατι που ειναι τοσο αμεσο που το εχουν βουλωσει ολοι. ξεκιναει ομως και ο διαχωρισμος αναμεσα σε “δικαια οργισμενους μαθητες” και “ασχετα υποκειμενα που επιδιδονται σε πλιατσικα”. στην αρχη μας φαινεται αστειο, μετα καταλαβαμε οτι δεν γελουσαν ολοι. πολλοι βλεπεις εχουν μαθει να αυτο-αναγνωριζονται μεσα απο μια θεαματικη διαμεσολαβηση. κάπου στην διαδρομη ενσωματωνουμε εναν λογο ξενο, τον οικειοποιούμαστε και τον ξερναμε παλι, και καλά σαν δικο μας. μια αντιστροφη μετρηση της αλλοτριωσης. εμεις μπαινουμε τελικα βουρκο και βρισκουμε εναν χωρο τον κανουμε δικο μας.  καταλαβαινουμε οτι εχουμε να φαμε τρεις μερες. ξεκινανε παλι συγκρουσεις, δεν εχουμε κουραστει καθολου, περιεργο. χιλιαδες κοσμου, ειμαστε πια μια μικρη κοινοτητα γυρω απο τον βουρκο τουλαχιστον. πολλοι δεν μιλαμε καν την ιδια γλωσσα αλλα προβλημα δεν υπαρχει στην επικοινωνια. την γλιτωνω στο τσακ, ηρθε ενας ματας απο μια γωνια, ειχα βγει μπροστα δεν τον ειδα, εφτασε διπλα μου ηταν αστειο, κοιταχτηκαμε για κλασματα δευτερολεπτου, αμοιβαια αναγνωριση, αυτος δακρυγονο, ευτυχως γιατι αλλιως θα ειμαι ειχε γραπωσει, με κοιταει τον κοιταω, σταμάτησε ο χρόνος για λίγο, μονο γεια δεν ειπαμε, πεταει δακρυγονο, τρωει μπουκαλι στο κεφάλι, εληξε η αλληλεπίδραση. φευγω ανακουφισμενος, πω πω, παρατριχα. καβατζωνομαστε σε σπιτι γνωστου, απο το μπαλκονι βλεπουμε τις συνεχιζομενες συγκρουσεις, εχει παει 5 το πρωι. σε μια αναπαυλα, περναει 50αρης με παπακι, σωματοτυπο σουβλατζη και βλεμμα καθαρο, κοντοστεκεται δυο μετρα απο τα ματ, γυρναει, κοιταει τον πρωτο ματατζη, σωματοτυπο νταμιτζανα, και μας γεμιζει αισιοδοξια: “αντε να φας καμμια μπουγατσα που μου θες και συγκρουσεις ρε χοντρε...”. στην κηδεια του μικρου οι ζηταδες εβγαλαν οπλα.


“Η απομόνωση είναι μέρος του γενικού.”
ΜΜ, 45
V
τεταρτη πρωι και το συνταγμα μετραει μια χουφτα μαθητες που δεν λενε να ησυχασουν. παμε να βοηθησουμε το παιδια; φτανουμε ειναι τριαντα πιτσιρικια, πετανε νεραντζια, πετρες ακομα και cd οι μπατσοι ψαχνουν δεν μπορούν να καταλαβουν τι να κανουν, μια μπρος μια πισω δεν φευγουν οι μικροι με τιποτα “οχι σαν εμας” σκεφτομαι, συνεχιζουν κατεβαινουν πανεπιστημιου ξαφνικα ειμαστε 800 ατομα, που βρεθηκαν ολοι αυτοι; οι δρομοι ακομα δικοι μας, φτανουμε με φασαρια και τρελη διαθεση βουρκο, βγαινουν οι καταληψιες μπραβο παιδια φανταστικά ελατε μεσα· “να ερθουμε να κανουμε τι;” ερωτηση και απαντηση στο κενο. “να, θα κανουμε συνελευση...”. “οχι παμε στην γαδα, ελατε εσεις”, συνεχιζουν τα παιδιά δεν μαζεύονται, οι καταληψίες εκατσαν, στην αλεξανδρας εχουμε μεινει τριακοσιοι, βλεπουν μια διμοιρια απο μακρια “παμε, ντου!”, που πατε ρε παιδια; κι ομως πηγαν, μας την πεφτουν απο πανω, κανουμε να φυγουμε, ανεβαινουν τα πιτσιρικια στο πεδιο, “οχι πανω ρε παιδια”, αλλα, για κατσε, καλο ειναι αυτο, παμε ολοι πανω, ξαφνικα ειμαστε στο παρκο, αυτοι απο κατω, εμεις απο πανω, δεν μπορουν να ανεβουν, μεσαιωνικο, και τρωνε πετρες πετρες πετρες, μετα “παιδια μην μας ερθουν απο πισω”, παμε προς ασοεε, απο που, απο δω ελατε, ωπα βλεπω κατι κρανη, οχι δικοι μας ειναι, “γρηγορα παιδια ελατε, ανοιξαμε δρομο”, τρεχουμε, αγκαλιες φιλια, οι γνωστοι εκει, χαρες, “μπραβο παιδια ελατε μεσα”, “να κανουμε τι μεσα;”. ερωτηση και απαντηση στο κενο. “να, θα γινει συνελευση σε λιγο”, οχι μωρε παμε στην βικτωρια να παρουμε το τρενο να κατεβουμε ομονοια, φευγουν με κρανη παλουκια και σιδερα. αμηχανια. μετα απο λιγο γυρισαν, με συνοδεια, μπαχαλα στην ασοεε, παμε, ειμαστε ετοιμοι παντως και μπουκαλια υπηρχαν, χωρις μασκα ομως, την ακουσαμε για τα καλα. στην αρχη βοηθουσα με κατι σταγονες κατι αυτοσχεδιες μασκες, μετα έπεσα κάτω, δεν αντεξα. βγαινουμε μπαλκονι να παρουμε ανασα, καποιοι στην πυλη, τους τρεχουν μεσα, ηρεμια για πεντε λεπτα, ξαφνικα οι μπατσοι τρωνε πεσιμο απο πισω. μα ποιοι ειναι αυτοι; 500 μεταναστες με πετρες και ξυλα. μαθαινουμε πραγματικα νεα απο παντου. τα επεισοδια εχουν επεκταθει σε πολεις και κωμοπολεις σε ολη την χωρα, ακούμε ονόματα που δεν ξεραμε οτι υπαρχουν. μεσα καποιοι κανουν συνελευση, μπαινω μετα, συζητανε αν ο μαθητης ειναι προλεταριακο υποκειμενο. οκ. 



“Η αναζήτηση κοινών συμφερόντων καταστρέφεται
 μπροστά στην αναζήτηση μιας κοινής ταυτότητας.”

FPM, p. 261
VI
εμεις κανουμε βολτες απο εδω και απο εκει, κατι εχει αρχισει να αλλαζει. στον βουρκο μαθαμε οτι βγηκε αποφαση απο την συνελευση να μην μπαινουν ατομα που κουβαλανε κλεμμενα, τι ειναι αυτα ρε δεν ντρέπεστε, ποιά σύμβαση σας χαλάει; οταν τα ακουτε στην αργεντινη καυλωνετε εδω ομως να ποιοι ειστε, ειδαμε κατι τυπους να πλακωνονται εξω απο την στουρναρη αλλα δεν καταλαβα την σοβαροτητα της φασης, το ξανασκεφτομουνα μετα, μου ηρθε να ξερασω την ιδεολογια τους. ερχεται φιλος μου το λεει “ασε αισθανομαι σαν μαλακας, σταματησα εναν τυπο με ενα κομπιουτερ στη πυλη, του λεω εξω, μου λεει γιατι ρε φιλε, δεν ηξερα τι να πω, εφυγα...”. μετα απο μηνες καποιοι υπερηφανευοντουσαν για αυτα σε εντυπα... βολτα πιο ηρεμη προς ασοεε, εκμεταλλευομαστε και εμεις, αληθεια ειναι, την αποφαση της εκει συνελευσης να μην γινονται μπαχαλα “δεν μας παιρνει εδω, δεν ειναι καλος ο χωρος, μας κλεινουν αμεσως μεσα, πολλα δακρυγονα...”. πρωτη μπυρα μετα απο μερες. εξω ομως. στην συνελευση, που κραταει οχτω ωρες παρακαλω, ακουγονται τα παντα και ταυτοχρονα τιποτα. εχουν στησει παντως κουζινα και τυπογραφειο, ανταλλαγμα για οσα δεν γινονται. δεν τρωω εκει, νιωθω ασχημα, δεν μπορώ να το κριτικάρω αλλα δεν μπορω και να το αγκαλιασω νιωθω οτι κατι διαφευγει αλλα μου διαφευγει και εμενα οποτε δεν μιλαω. αρχιζουμε να συζηταμε, να γνωριζουμε, να γελαμε με κοσμο πιο συστηματικα, μια πρωτη αποτυπωση του τι εχει συμβει, του καθενος η ιστορια ενας πλουτος. ερωτευόμαστε. εξω απο την συνελευση ειναι ολοι τοσο ομορφοι. και οι κοινοτοπιες εκει ομως. “μας εχουν ξεπερασει τα σκηνικα” ακουγεται, σωπα ποιος εισαι για να σε περιμενουν, παλι καλα που το καταλαβανε, αλλά ταυτόχρονα, “αν δεν ηταν ο χωρος δεν θα ειχε γινει τιποτα...” καταθλιψη, μονο αυτο κατάλαβαν. δεν χωράει στις αναλυσεις τους το μουντο πληθος.

VII
χανουμε το μετρημα στις μερες. σκορπια γεγονοτα εδω και εκει, στιγμες μαγικες και ταυτοχρονα μια ρουτινα επιστρεφει. δεν ειμαστε οι μονοι, κι αλλοι το νιωθουν. σαν επιστροφη στην αναρχικη “ομαλοτητα”. επαναφορά στην διαδικασία, ποιος θα το περιμενε. ολα στις συνελευσεις, τιποτα εξω. οι συγκρουσεις στους δρομους μετατρεπονται σε εφορμησεις απο τα ιδρυματα, οχι οτι ειναι ασχημα αυτα αλλα νιωθεις λιγο περιεργα να γινονται hit and run εν μεσω εξεγερσης, οταν ολοι προσπαθουν να ειναι στο δρομο, ισως και να ειναι καθαρα δικη μας εκτιμηση και ευσεβης ποθος αυτο, δεν θα μαθουμε ποτε. οι μαθητες κατεβαινουν ολο και πιο δυναμικα κατα τοπους, δεν μαζευονται τα πιτσιρικια, τα μμε το εχουν γυρισει μιλανε για πλιατσικα μονο, αρχιζουν και διαφοροι αριστεροι να ξεπροβαλλουν τις σκατοφατσες τους και να μιλανε για το νοημα του δεκεμβρη. στην ασοεε βγαινουν κειμενα που μιλανε υπερ των πλιατσικων, οταν ομως βγαινει κοσμος απο εκει, λενε στο μιλητο “δεν σπαμε μαγαζια”...τι να πεις. ακουω ιστορια απο αγιο δημητριο, πορεια αναρχικων και αλλων της καταληψης, συναντανε μαθητες, τους λενε οι μαθητες παμε απο εδω ειναι το τμημα να την πεσουμε, “παιδια οχι, η συνελευση δεν εχει παρει τετοια αποφαση”. η διαδικασια πανω απο ολα, μετα βριζουμε το κκε ολοι μαζι χορωδια. προσπαθουμε και εμεις να οργανωθουμε λιγο πιο καλα, δεν βγαινουν πολλα, ειναι αυτο το “εμεις” που καπως μας ξενιζει απεναντι στο χαοτικο συναπαντημα στους δρομους, ειναι αυτο το επιβεβλημενο  “συλλογικο” που επανερχεται για να αντικαταστησει μια εκρηξη κοινωνικοτητας που ζησαμε οταν στο πλαι μας υπηρχαν μονο ατομα που μιλουσαν αλλες γλωσσες κι ομως συννενοουμασταν. αναζητουμε και μια γνωριμια που να φευγει απο τα κλασσικα, να μιλησεις με καποιον που δεν εχεις ξαναδει και μας κοιτανε περιεργα όλοι αυτοι που μιλανε για εξεγερσεις αλλα δεν τις χωρανε αν δεν αναγνωριζουν δικους τους μεσα. εχουμε διακινδυνεψει και μερικες φορες, αναζητουμε μια μπυρα πιο συχνα απο πριν. παρόλα αυτα η αισθηση της ασφαλειας που ειχαμε το δρομο μεμιας χαθηκε οταν κλειστηκαμε μεσα στα ιδρυματα. μεσα νιωθεις ασφαλης, το εξω εγινε εχθρικο. εφοσον το σπιτι μας εχει απορριφθει ως χωρος αναπαυλας, μπαινουμε στα ιδρυματα και ακολουθει η ιδρυματοποιηση. η πραγματικη αναγκη να νιωσουμε οτι υπαρχει ενας χωρος στον οποιο ξαποσταμε και μπορουμε να ηρεμησουμε απο μια επιθεση που δεν πηγε καλα, ορθωνεται σαν κουβουκλιο, μετατρεπεται σε πανοπλια προστασίας. αυτη η πανοπλια γινεται με τη σειρα της εμποδιο για να αλλαξουμε το οτιδηποτε. πλεον στις συνελευσεις, περα απο τον ενθουσιασμο, περα απο το γεγονος οτι μετρουν ακομα πολυ κοσμο, και συνεπως ασχετο κοσμο, οι περισσοτεροι μιλανε μια γλωσσα που δεν αποτυπωνει την δικια μας αισθηση. νιωθουμε σαν να βρεθηκαμε κατα λαθος σε καποια συνελευση που συζητανε για καποια προκυρηξη που δεν μας αφορά... και δωστου οι ωρες τις συνελευσεις, και δωστου η ασυνενοησια, δωστου οι μαγκιες και τα στεφανα του στυλ “ξερεις ποιος ειμαι εγω ρε;”. και καπου εκει χανουμε.



“Όσο πιο στενό είναι το εύρος της κοινότητας 
που δημιουργεί η συλλογική προσωπικότητα,
τόσο πιο καταστροφική καταντάει η εμπειρία του αδελφικού συναισθήματος.
Οι απ’έξω, οι άγνωστοι, οι αντιπαθείς γίνονται υποκείμενα χλευασμού·
τα στοιχεία της προσωπικότητας που μοιράζεται η κοινότητα
γίνονται όλο και πιο αποκλειστικά· η ίδια η πράξη του μοιράζομαι
επικεντρώνεται ολοένα και περισσότερο σε αποφάσεις
γύρω από το ποιός μπορεί να ανήκει και ποιός όχι.

VIII
μας κραταει μια φλογα που καιει εξω απο εκει, στα νεα που ακουμε απο αλλου. στο γεγονος που μας υπενθυμιζει πως δεν ειμαστε μονοι μας σε αυτο το χαμο. κανουμε το λαθος να προσπαθησουμε αυτο να το μεταφερουμε σε καμμια δυο συνελευσεις. οι αντιδρασεις μας πεισμωνουν αντι να μας κανουν να φυγουμε με την μια. εκει που προτεινεις μια κινηση εμφανιζονται οι προτασεις που ξεπερναν την φαντασια, και ξαφνου συνειδητοποιείς οτι μαλλον επιτηδες γινεται αυτο. οταν δεν θες να γινει κατι, φροντιζεις να προτεινεις κατι που δεν γινεται. ετσι και εσυ θα φανεις γενναιος αλλά και δεν θα γινει τιποτα. παρόλα αυτα συνεχιζουμε. σε καποιο μπαχαλο στην τζωρτζ χανουμε εναν μπροστα στα ματια μας. υπηρχε κοσμος που εφευγε πολυ μπροστα. “γυριστε πισω θα ερθουν απο πανω”, τιποτα, “ρε παιδια!”, και ξαφνου ηρθαν απο πανω, δυο διμοιριες πανω σε εναν πιτσιρικα, όλο το μίσος στο κεφαλι του, εχω μεινει μονος μπροστα, οι αλλοι τρεχουν πισω δεν καταλαβαν πως ολες οι διμοιριες επεσαν πανω στον μικρο και δεν μας έδιναν σημασια, μονο αυτος το καταλαβε. φευγει ενα μπουκαλι πανω στο μπουγιο, φωνες “θα καεί ο δικος μας”, ας καεί λιγο μπορει να βρει ευκαιρια να την κανει, οντως η μια διμοιρια ανοιγει σαν λουλουδι σε δεκα μεριες, μοιαζει να πετυχαινει, τρεχα, οχι, η δευτερη διμοιρια τον εχει γραπωσει για τα καλα, οταν σε πιανουν δεν σε αφηνουν ευκολα, δεν πα’ να....

IX
αρχιζουμε να πηγαινουμε στην ασοεε. παντα περναμε απο βουρκο, εχουμε και τον χωρο εκει, αλλα οι αναγκες των πρωτων ημερων εχουν δωσει την θεση τους σε αλλες. απο την μια “κατι εχει αλλαξει”, απο την αλλη, “ολα συνεχιζονται”, και οντως, μπαχαλα συνεχεια, εχουμε γινει καλοι, και οργανωμενοι πιο καλα, με αναπαυλες ενδιαμεσα, η ασοεε αποκτα το ονομα “ελβετία”, ο βουρκος ειναι το “ιρακ”. καποια στιγμή τηλεφωνο απο βουρκο, παιζει προβλημα, ειναι κατι μαυροι με χατζαρες, κατι κοπελες που φοβουνται, ετοιμαζομαστε, δεν υπαρχει ανοχη για τετοια, φτανουμε εκει, καμμια σχεση, λαθος συναγερμος. γυρναμε πισω ελβετια. εκει ερωτευομαστε παλι. δεν μπορεις να μην. φωτισμενα προσωπα. φτιαχνουμε συνεχεια, σαν εργοστασιο, αχρηστα τελικα οπως και καθε τι απο εργοστασιο, δεν πανε πουθενα. αρχιζουμε κατι μπυρες, μπαινει και μουσικη, μας κοιτανε περιεργα. δεν χωραμε νιωθουμε, δεν δινουμε σημασια, εμεις και τα κοριτσια που ερωτευθηκαμε μια συντροφια λιγο στην απ’εξω. πρώτη κουβεντα με την ε. ευφανταστη πρωτη γνωριμια, σουρρεαλισμος και συντονισμος σε πολλα επιπεδα. μου λεει τοσος κοσμος εδω περα κανεις δεν ερωτευεται; της λεω παιζει καταστολη, θα λενε μετα “για αυτό ηρθαν εδω; εδω εχουμε εξεγερση”, κι ομως τι πιο φυσικο, λεει, μεσα σε τοσο κοσμο να σου γεννηθει η αναγκη να γνωρισεις, να μιλησεις, να φιλησεις καποιον. εμεις συνεχιζουμε αλλα η γιορτη εχει αλλαξει προσωπο. την ενσωματώσαμε όμως την καταστολή γιατί ήταν η τελευταία φορά που μίλησα στην ε. με νόημα...

Όσο πιο οικείο τόσο πιο αντι-κοινωνικό.
Γιατί η διαδικασία αδελφοποίησης 
μέσω του αποκλεισμού όσων είναι “απ’έξω”
δεν σταματάει ποτέ, καθώς η συλλογική εικόνα του “εμείς” 
δεν μπορεί ποτέ να γίνει συμπαγής.
Ο διαχωρισμός και η εσωτερική διάσπαση 
είναι η βασική λογική αυτής της αδελφοποίησης,
καθώς οι αριθμοί των ανθρώπων που ανήκουν 
γίνονται ολοένα και μικρότεροι.
Είναι μια μορφή αδελφοσύνης που καταντάει αδελφοκτόνος.

X
ξεκινα η καταληψη στην γσεε... μαθαινουμε πως η συνελευση εγινε μπαχαλο. ακουστηκαν ατακες του τυπου “ποιος εισαι εσυ ρε δεν σε ξερω”, ή καλύτερα “σε ποιο σωματειο ανηκεις;”. αρχιζει να δενει το σκηνικο. κάποιοι θελουν μονο τους γνωστους τους στις φασεις, δεν θελουν εξεγερση, θελουν το τσιφλικι τους να κανει κουμαντο, δεν πα’ να γαμηθειτε, εξω απο ολα. οι μεταναστες που συναντησαμε εχουν μαζευτει σπιτια τους, ποιός ξερει γιατι... ισως η ασφαλεια που νιωθανε οσοι κατεβηκαν γυρω απο τον βουρκο να εξανεμιστηκε οταν τους την επεσαν καποιοι καταληψιες, σου λεει “τι είναι αυτοι;”, στα αλλα πεδια ήταν πιο εκτεθιμενοι, καποιους τους τραβηξαν οι οικογενειες πισω “αν σε πιασουν εσενα θα ειναι αλλιως”. βγαινει μια αφισα, μια φραση, τα λεει ολα “πειθαρχια τελος· ζωη μαγικη”. εδω ειμαστε. η αθηνα παραμενει χαωδης, τιποτα δεν λειτουργει οπως κανονικα, λεωφορεια, μετρο, μαγαζια, τραπεζες, καφε. ουτε και εμεις. βγαίνει το λυπηρο αλλα αληθινο συνθημα-συναισθημα: “τιποτα πια δεν θα ειναι το ιδιο, εκτος απο τις συνελευσεις των αναρχικων”. περναμε απο την γσεε, θλιψη. αρχικα η σκεψη, ωραιο ανοιγμα, ας μπουνε ολοι στην φαση, ποσα βηματα μπρος πρεπει να κανει ο “άσχετος” για να φυγει απο το σπιτι του και να ερθει εδω να δει, να μιλησει, να διαφωνησει, να συμμετασχει; δεν γινεται κατανοητο. για εμας ειναι ενα βημα εξω απο το σπιτι μας, ψωμοτυρι. μπατσοι, μπαχαλα, κουκουλες και τα σχετικα. για τους αλλους μια δυσβατη γεφυρα. κι ομως ερχονται. το ανοιγμα γινεται κλεισιμο. πολλοι φευγουν μουδιασμενοι. “πηγα να μιλησω, με κραξανε, δεν σε ξερουμε”. καποιοι μοιαζουν να θελουν να την κλεισουν πριν καλα καλα αρχισει. πανω πανω μπαρ με θεα, καλα μοιαζει αλλα δεν καθομαστε. παρα ειμαστε γνωστοι. βολτες περα δωθε, που και που περναει αφηνιασμενο ενα περιπολικο απο την πατησιων, τρωει πετρες ροχαλες ανα δεκα μετρα. ποσες μερες εχουμε να δουμε τετοιο πραγμα; οι μαθητες συνεχιζουν τα δικα τους, αλλα δεν πολυ-συναντιομαστε πια εκτος αν πας εκει. το βραδυ πεφτει και ενας ξεκουδουνος πυροβολισμος σε παρεα μαθητών στο περιστερι, πετυχαν τον ενα στο χερι.


Η [κριτική θεωρία] μπορεί να είναι διερευνητική,
μόνον όταν επιμένει στο επιμέρους με τέτοιο τρόπο,
που με την εμμονή σπάει την απομόνωση του.”
ΜΜ, 46

XI
δεκα πεντε μερες μετα η κατασταση ειναι τραβηγμενη απο τα μαλλια, οχι γιατι δεν υπαρχει ακομα μια γενικη ατμοσφαιρα ανυπακοης κανεις δεν πληρωνει εισιτηρια, αλλοι καπνιζουν στο μετρο και αλλες τετοιες αστειες φασεις, αλλα γιατι δεν εχουμε αντιληφθει το περας της. η μια καταληψη μετα την αλλη υποχωρει ελλειψει κοσμου και συνοχης, πολλοι εχουμε αναγκαστει να επιστρεψουμε στην δουλεια, εστω και κλεφτα στην αρχη. αν δεν κλεισουν οι δουλειες πως θα συνεχισεις; το πρωι εργαζομενος, το βραδυ καταληψιας; το συνθημα στην πατησιων τα λεει ολα “μετα απο αυτα, πως θα παμε στην δουλεια;”. παμε ομως, τι να κανουμε, στον καθενα στοιχιζει διαφορετικα η επιστροφη. αρχιζουν, ανεπαισθητα στην αρχη, καποια ψυχολογικα ζικ-ζακ. ενας φιλος χανει για λιγο την μαχη με την συμβολικη ταξη του κοσμου, τον ξεπερναει. προσπαθω να ειμαι απο κοντα, στεναχωριεμαι, φοβαμαι και παλευω. εκει ομως. συνεχιζονται κατι πορειες εδω και εκει, μαθαινουμε τα νεα για την κουνεβα “αποκλειεται, που ειμαστε;”, ξεκιναει νεα ενταση, πιο ειδική, πιο περιορισμενη. και καπου εκει ακουμε για κατι σφαιρες σε μια κλουβα. χεστήκαμε, λεω, δεν χρειαζεται να δωσουμε σημασια, καποιος την ειδε να υπενθυμισει οτι “ειμαστε και εμεις εδω”, δεν μιλαει σε εμας ομως, στους απεναντι μιλαει, δεν χρειαζεται να ασχοληθούμε, στο βαθμο που ακομα κινουμαστε και υπαρχουμε στον δρομο και αλλου δεν χρειαζεται να δωσουμε σημασια, δεν χρειαζεται να μας επηρεασει ούτε αρνητικα ουτε θετικα δεν. μετα απο λιγες μερες ομως δεν μπορεις πια να το αγνοησεις. στα ίδια μερη που δυο βδομαδες τωρα τρεχουμε, συγκρουομαστε, κοιμομαστε, ξυπναμε, εκει μεσα διαλεξε ο αλλος να παει να αδειασει το καλασνικοφ. οτι τι δηλαδη; δεν μπαινουμε σε διαδικασιες τυπου “λειτουργουν αρνητικα για το κινημα”, τι παει να πει αυτο, ποιο κινημα ακριβως; αλλα μας ενοχλει η επιστροφη στο συμβολικο και η αναγκαστικη διαμεσολαβηση της οποιας το ευρος θα καταλαβαιναμε πιο καλα μετα απο μηνες: υπαρχουν αναληψεις ευθυνης που παραπονιουνται οτι τους αγνοουν τα μμε. και μονο αυτο θα επρεπε να τους κανει να ψυλλιαστουν πεντε πραγματα. αλλά που, δεν υπάρχει τέτοια διάθεση, από οτι φαίνεται ο δεκέμβρης ήταν καλός για προπόνηση, οι συγκρούσεις με χιλιάδες κόσμο καλός προθάλαμος. τωρα εχουν αλλαξει τα πραγματα, τωρα πια υπαρχει επαναστατικος εγωισμος, υπάρχει μια μόνο βία και όποιος δεν γουστάρει τον πούλο, υπαρχει το εμεις και κανενας αλλος, αλλοι με τα λογια αλλοι με την πραξη, τωρα πια υπαρχει το ή με εμας ή με τους άλλους. τωρα πια χανεται κοσμος δεξια αριστερα και δεν μιλαμε για τιποτα, επανηλθαμε τωρα πια στο τροπαρι “καταστολη, αλληλεγγυη”. τώρα πια, ας μην γελιόμαστε, τρέχουμε πίσω από ενα κάρο ενοχές τις οποίες δεν επιλέξαμε ποτέ. ξεκινησε και ένας περίεργος εκβιασμός. δεν γίνεται αλληλεγγύη μαζι με κριτική. ή μαζί ή μόκο. λες και αυτό θα βοηθήσει κανέναν. αλλά ούτως ή άλλως, τωρα πια δεν μιλαμε, ολα υποννοούνται.

τα αυτοκίνητα, οι βόμβες και ο κινηματογράφος συγκρατούν το όλον