13 Οκτ 2010

Εκει που μας χρωσταγανε...




ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ KAI
ΠΩΣ NA ΞEΠEPAΣOYME THN KATAΘΛIΨH
1.
«...Να ονειρεύτηκαν άραγε ποτέ αυτοί οι ως τα τώρα γενεαλόγοι της ηθικής, έστω κι ακροθιγώς μόνο, πως, λόγου χάρη, εκείνη η βασική ηθική έννοια «ενοχή» (Schuld), οφείλει την καταγωγή της στην πολύ υλική έννοια του «χρέους» (Schuld);... Κι από πού πήρε, άραγε, τη δύναμή της η πανάρχαιη εκείνη, βαθιά ριζωμένη, κι ίσως αξερίζωτη πια σήμερα, ιδέα, μιας αντιστάθμισης της ζημιάς από τον πόνο; Το φανέρωσα κιόλας πιο πριν: από τη συμβατική σχέση μεταξύ πιστωτών και οφειλετών, που είναι τόσο παλιά, όσο, γενικά, κι η ύπαρξη «υποκειμένων δικαίου», και που και τούτη πάλι ανάγεται στις βασικές μορφές της αγοράς, πωλήσεως, ανταλλαγής, εμπορίου και συναλλαγής... Ο οφειλέτης, για να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στην υπόσχεσή του, πως θα εξοφλήσει το χρέος του, για να εγγυηθεί για τη σοβαρότητα και ιερότητα της υπόσχεσής του, μα και για να χαράξει πάνω στην ίδια του τη συνείδηση την εξόφληση του χρέους του σαν υποχρέωση και καθήκον, ενεχυριάζει, με γραπτή συμφωνία, για την περίπτωση κείνη που δε θα πλήρωνε το χρέος του στο δανειστή του, κάτι που ακόμη «αποτελεί ιδιοκτησία» του, που ακόμη το εξουσιάζει, λόγου χάρη το σώμα του, ... ή την ελευθερία του, ή ακόμη και την ίδια του τη ζωή...»

Φ. Νίτσε, Η Γενεαλογία της Ηθικής

Η Άγκελα Μέρκελ και ο Σαρκοζύ θέλουν να «μας» στηρίξουν, ο Τρισέ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναχωρεί εσπευσμένα από υπερατλαντικό ταξίδι για να συμμετάσχει στο «Ευρωπαϊκό σχέδιο σωτηρίας» της χώρας «μας», οι σπεκουλαδόροι και οι «αγορές» καραδοκούν εναντίον «μας», τα spreads ανεβαίνουν ανησυχητικά, η Goldman Sachs μηχανορραφούσε «δημιουργικά» με τον Κωστάκη, ενώ ο Γιωργάκης τρέχει από συνάντηση σε συνάντηση κορυφής για να «μας» σώσει υψώνοντας το εθνικό του ανάστημα στους «κερδοσκόπους», η χώρα «μας» οδεύει προς τη χρεοκοπία, τα ελλείμματά «μας» χτυπάνε κόκκινο, «έχουμε» μπει σε αυστηρό καθεστώς επιτήρησης, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας «μας» πάει κατά διαόλου και το ύψος του «δημόσιου χρέους μας» προοιωνίζει μια επικείμενη «ελληνική τραγωδία».

Μέσα από τη συνεχή τρομοκρατία των ΜΜE το τελευταίο διάστημα περί του χρέους «μας», οι μοντέρνοι ηθικολόγοι, οι ιεροκήρυκες του λόγου του κεφαλαίου και του χρήματος προσπαθούν βίαια να μας πείσουν, εμάς τους «οφειλέτες», πως για να εξοφλήσουμε το χρέος «μας» στους δανειστές «μας» οφείλουμε να σηκώσουμε το σταυρό του μαρτυρίου των θυσιών, να δηλώσουμε πίστη στην ορθοδοξία του Συμφώνου Σταθερότητας και γεμάτοι δέος να προσδοκούμε το πλήρωμα του χρόνου που θα φέρει τη μετα-ελλειμματική ζωή (γνωστή παλαιότερα με την ποιητικότερη έκφραση «φως στην άκρη του τούνελ»).

Η δημοσιονομική τρομοκρατία προσπαθεί να γίνει πιο αποτελεσματική σημαδεύοντας, μέσω της συλλογικής ευθύνης των χρεών, την ίδια μας την υποκειμενικότητα. Η καταιγίδα των επικείμενων απειλών για την εθνική «μας» οικονομία στοχεύει στην εσωτερίκευση της κρίσης του χρέους ως φόβο και αίσθημα ενοχής: τα χρέη «μας» (Schulden) πρέπει να γίνουν οι συλλογικές μας ενοχές (Schulden). Έτσι, το προπατορικό αμάρτημα επανέρχεται πολύ πιο βίαια για να μας αναγκάσει, παραφράζοντας τον Νίτσε, να ενεχυριάσουμε τον ήδη φτωχό μισθό μας, την ήδη εντατικοποιημένη εργασιακά ζωή μας, τις ίδιες μας τις προσδοκίες ενός κόσμου όπου η κυριαρχία του κεφαλαίου θα είναι πια παρελθόν. Θέλουν να βάλουμε ενέχυρο τις ίδιες μας τις απαιτήσεις για το παρόν και το μέλλον μιας ζωής απελευθερωμένης από χρέη και ενοχές· να χρεωθούμε με το βάρος ενός καταθλιπτικά αβέβαιου παρόντος για να εξαλείψουμε ακόμα και από το φαντασιακό μας κάθε δυνατότητα καταστροφής αυτού του γέρικου, φορτωμένου με ενοχές και χρέη, κόσμου.

Ο τρόμος των ελλειμμάτων επιδιώκει να δημιουργήσει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης τώρα στην Ελλάδα μετατρέποντάς την σε εργαστήριο εφαρμογής μιας νέας πολιτικής σοκ. Σίγουρα αυτό αντανακλά όχι μόνο την όξυνση της παγκόσμιας κρίσης και την ιδιαιτερότητα της εκδίπλωσής της στην Ελλάδα (όπως θα δούμε παρακάτω), αλλά και την καταλυτική επίδραση της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008, που άλλωστε την επιδείνωσε ακόμα περισσότερο προκαλώντας την απονομιμοποίηση της προηγούμενης κυβέρνησης και κατ’ επέκταση την καθυστέρηση της λήψης των αναγκαίων για το κεφάλαιο μέτρων. Υπό αυτή την έννοια, η αναζωπύρωση της τρομοκρατίας του χρέους, πακέτο με την τρομοκρατία των μπάτσων, εντάσσεται στα πλαίσια της συνεχιζόμενης αντιεξεγερτικής εκστρατείας που προσλαμβάνει πλέον –έστω προληπτικά– παγκόσμιες διαστάσεις. Ωστόσο, η πολιτική του «δημόσιου χρέους» έχει τη δική της γενεαλογία.

2.
«Τι αμαρτίες (και χρέη) πληρώνω, Θε μου;»
(Λαϊκό ρητό)
«Το μοναδικό κομμάτι του λεγόμενου εθνικού πλούτου, που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού είναι το δημόσιο χρέος του. Γι’ αυτό είναι πέρα για πέρα συνεπής η σύγχρονη θεωρία που λέει πως ένας λαός γίνεται τόσο πιο πλούσιος, όσο πιο βαθιά βουτιέται στα χρέη. Το δημόσιο χρέος γίνεται το credo [πιστεύω] του κεφαλαίου. Και από τη στιγμή που εμφανίζεται η χρέωση του δημοσίου, τη θέση του αμαρτήματος ενάντια στο άγιο πνεύμα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης απέναντι στο δημόσιο χρέος».
Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Α’

Αν και η θεαματική διαχείριση του ζητήματος του «δημόσιου χρέους» το έχει συσκοτίσει με μια τρομολαγνική, καταστροφολογική ομίχλη, το «δημόσιο χρέος» αποτελούσε από τις απαρχές του καπιταλισμού ένα απαραίτητο για το κεφάλαιο εργαλείο συσσώρευσης και αναδιάρθρωσης των ταξικών σχέσεων. Όσο κι αν οι θεολόγοι της οικονομίας απ’ την Wall Street και την Κομισιόν μέχρι του Μαξίμου ολοφύρονται για το δυσθεώρητο ύψος του, το «δημόσιο χρέος» δεν είναι παρά ένας από τους πιο δραστικούς μοχλούς της (αέναης) πρωταρχικής συσσώρευσης. «Σαν με μαγικό ραβδί προικίζει το μη παραγωγικό χρήμα με παραγωγική δύναμη και το μετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς να’ ναι υποχρεωμένο να εκτεθεί στους κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιομηχανική μα ακόμα κι από την τοκογλυφική τοποθέτηση. Οι πιστωτές του δημοσίου στην πραγματικότητα δε δίνουν τίποτα, γιατί το ποσό που δανείζουν μετατρέπεται σε κρατικά ευκολομεταβιβάσιμα χρεόγραφα, που στα χέρια τους εξακολουθούν να λειτουργούν, όπως θα λειτουργούσαν αν ήταν ισόποσο μετρητό χρήμα.» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Α’) Γι’ αυτό το λόγο «αν ο βιομήχανος δεν μπορεί να διευρύνει άμεσα το προτσές αναπαραγωγής του, τότε ένα μέρος του χρηματικού του κεφαλαίου αποβάλλεται από την κυκλοφορία σαν περίσσιο και μετατρέπεται σε δανείσιμο χρηματικό κεφάλαιο.» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Γ’) Και άρα «η συσσώρευση κεφαλαίου με τη μορφή ομολογιών του κρατικού χρέους δε σημαίνει, όπως δείξαμε, παρά μόνο την αριθμητική αύξηση μιας τάξης πιστωτών του κράτους, που έχουν το δικαίωμα να προεισπράττουν για τον εαυτό τους ένα ορισμένο από το συνολικό ποσό των φόρων». (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Γ’) Μάλιστα σε περιόδους κρίσης, όπως στην περίοδο κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που διανύουμε, (δηλ. αδυναμίας, από την πλευρά των καπιταλιστών να αυξήσουν την εκμεταλλευσιμότητα της εργασίας σε αναλογία με την αύξηση του δαπανηρού σταθερού κεφαλαίου και τις απαιτήσεις μιας προοδευτικής συσσώρευσης κεφαλαίου για διαρκώς αυξανόμενο κέρδος), οι καπιταλιστές, μέσω της πολιτικής του «δημόσιου χρέους», επινοούν άλλους τρόπους έντασης της εκμετάλλευσης. Ενώ σε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης αυξάνεται ο ιδιωτικός δανεισμός, σε περιόδους κρίσης αυξάνεται ο δημόσιος, άρα και το «χρέος». Η επένδυση σε κρατικά ομόλογα εξασφαλίζει σίγουρα κέρδη που αποσπώνται από την άμεση και έμμεση φορολόγηση των μισθωτών και κατευθύνεται στην αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων, με το τραπεζικό κεφάλαιο ενισχυμένο. Άρα το «δημόσιο χρέος», αντίθετα με ό,τι λέγεται, αποτελεί βοήθεια προς το ιδιωτικό κεφάλαιο και απ’ αυτήν την άποψη θα πρέπει να συνυπολογίζεται στα κέρδη του.

Την τελευταία 2ετία, εξάλλου, στις 20 από τις 27 χώρες της ΕΕ το «δημόσιο έλλειμμα» τριπλασιάστηκε λόγω των δαπανών για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Πρόκειται για χρήμα το οποίο δε δόθηκε μέσω πιστώσεων στο (μη-τραπεζικό) ιδιωτικό κεφάλαιο για παραγωγικές επενδύσεις. Κι, επίσης, ο δημόσιος δανεισμός γινόταν και γίνεται με όρους που υπερβαίνουν κατά πολύ το μέσο ποσοστό κερδοφορίας, πράγμα που καθιστά πολύ πιο αποδοτική μια επένδυση σε ομόλογα από τη δημιουργία μιας παραγωγικής μονάδας, πολύ περισσότερο δε αφού απαλλάσσει το ιδιωτικό κεφάλαιο από τα ρίσκα της ταξικής πάλης στο χώρο της παραγωγής. Στη λογιστική του χρέους, ως διαφοράς ανάμεσα στα δημόσια έσοδα και στις δημόσιες επενδυτικές και καταναλωτικές δαπάνες (δηλ. κυρίως μισθούς και συντάξεις), η μέθοδος μείωσής του μέσω αύξησης των δημόσιων εσόδων, αυξάνοντας τη φορολογία του κεφαλαίου, δεν είναι η πλέον προσφιλής. Είναι απορριπτέα γιατί θα σήμαινε μια διπλή απώλεια για το κεφάλαιο: είσπραξη λιγότερων τόκων από τη χρηματοδότηση του μειωμένου ελλείμματος αλλά και άμεση μείωση των κερδών μέσω της φορολογίας τους. Ο συνήθης τρόπος συσσώρευσης και ανακατανομής του πλούτου είναι να επιχειρείται η μείωση του χρέους μέσω της μείωσης των μισθών και των συντάξεων (αρχικά στο δημόσιο, και στη συνέχεια στον ιδιωτικό τομέα).

Κι αυτό συμβαίνει γιατί, σ’ αυτήν την περίπτωση, η μείωση των κερδών των πιστωτών του δημοσίου αντισταθμίζεται από τη μείωση των δημόσιων υπαλλήλων και την ταυτόχρονη απασχόληση μέρους αυτών στον ιδιωτικό τομέα καθώς και από τη διατήρηση της φορολογίας του κεφαλαίου εν γένει σε χαμηλά επίπεδα. Να λοιπόν γιατί το «δημόσιο χρέος» είναι εκ των ουκ άνευ για το κεφάλαιο και το κράτος του και η κρίση του χρέους είναι παραγωγική κρίση: μοχλός συσσώρευσης κεφαλαίου με τη μορφή τόκων και μοχλός ταξικής τρομοκρατίας και πειθάρχησης μέσω της νομιμοποίησης της μείωσης του άμεσου και έμμεσου μισθού και άρα της χαλιναγώγησης των ταξικών συγκρούσεων και των προλεταριακών επιθυμιών και προσδοκιών.

3.
«Μια ζωή μας λένε ότι χρωστάμε από την κούνια»
(συνταξιούχος που μονολογεί)


Η νουάρ φιλολογία περί «χρέους» είναι παλιά ιστορία, όσο κι αν προσπαθούν οι κονδυλοφόροι της εξουσίας να μας παρουσιάσουν τις «θυσίες» που απαιτούνται για τη μείωσή του ως κάτι καινούργιο. Η πραγματική εκτίναξη του χρέους σημειώνεται τη δεκαετία του ’80. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 οι κυβερνήσεις είχαν «καταφέρει» να κρατήσουν περιορισμένες τις δημόσιες δαπάνες που προορίζονταν για μισθούς και συντάξεις. Αυτή η τάση θα αντιστραφεί τελείως από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, καθώς η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κάτω από την πίεση των ταξικών αγώνων της προηγούμενης δεκαετίας θα αναγκαστεί να αυξήσει τόσο τον άμεσο όσο και το έμμεσο μισθό των εργαζομένων. Υποχρεωμένες να ισορροπήσουν ανάμεσα στις δύο βασικές, αλλά αντιφατικές μεταξύ τους λειτουργίες του Κράτους, την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τη νομιμοποίηση των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων, οι κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου προχώρησαν σε «γενναίες» μισθολογικές αυξήσεις στο δημόσιο τομέα που συμπαρέσυραν και τους μισθούς στον ιδιωτικό, και ταυτόχρονα έκαναν επενδύσεις στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας χωρίς όμως να εξασφαλιστούν νέα έσοδα μέσω της φορολόγησης του ιδιωτικού κεφαλαίου ή να γίνουν προσπάθειες για να περιοριστεί η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή. Έτσι, η εισοδηματική πολιτική και η δημιουργία ενός υποτυπώδους «κράτους πρόνοιας», η οποία δε θα ολοκληρωθεί ποτέ, θα συμβάλλουν στη διόγκωση του δημόσιου χρέους που από το 22,9% του ΑΕΠ που ήταν το 1980 θα ανέβει στο 47,8% το 1985 για να φτάσει στο 79,6% του ΑΕΠ το 1990.

Ωστόσο, παρά την αύξηση των δημόσιων δαπανών και του χρέους, δεν είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς ότι ο σχηματισμός κοινωνικού κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε με τον ίδιο τρόπο όπως στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Το κοινωνικό κράτος της δεκαετίας του ’80 δε φαίνεται να είχε ως σκοπό την εξασφάλιση των κοινωνικών προϋποθέσεων για την επέκταση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά τη διαχείριση του «κοινωνικού κόστους» της κρίσης αναπαραγωγής της καπιταλιστικής σχέσης που προκάλεσε η μείωση των εξωτερικών πόρων, η άνοδος των κοινωνικών απαιτήσεων και των ταξικών αγώνων και η προϊούσα αποβιομηχάνιση. Η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας σε σχέση με τους μισθούς μέσα στη δεκαετία του ’80 ανάγκασε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να αλλάξει κατεύθυνση εγκαινιάζοντας μια πολιτική λιτότητας το 1985 που θα συνδυαστεί στο ιδεολογικό επίπεδο με μια κατά μέτωπο επίθεση στις «υπερβολικές απαιτήσεις» των μισθωτών, καταγγέλλοντας τα «μισθολογικά ρετιρέ» των εργαζόμενων στις ΔΕΚΟ και προσπαθώντας να παίξει το χαρτί του διαχωρισμού κατηγορώντας τους δημοσίους υπαλλήλους ότι απολαμβάνουν «παχυλούς μισθούς» εις βάρος των χαμηλόμισθων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.

Η πολιτική αυτή οδήγησε αρχικά σε μείωση των μισθών κατά 12.5% και σε αύξηση των κερδών κατά 150% από το ’85 έως το ’87, συναντώντας, ωστόσο, την ένταση των κοινωνικών αγώνων της «εξασφαλισμένης» εργατικής τάξης (απεργίες καθηγητών, ΔΕΚΟ κλπ), που συνέχισε να έχει επιθετικά αιτήματα τραβώντας όλη την τάξη προς τα πάνω. Οι αγώνες αυτοί ανάγκασαν το ΠΑΣΟΚ να πάρει πίσω την πολιτική «λιτότητας» και η μείωση των μισθών να πέσει στο μισό του αρχικού της μεγέθους. Παρόλο που οι οικουμενικές και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις της «κάθαρσης» θα αναλάμβαναν το κυρίως έργο της καπιταλιστικής αντεπίθεσης, η «δυναμική του χρέους» δεν θα ανακοπτόταν, με αποτέλεσμα να σημειωθεί μια περαιτέρω αύξησή του μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 όταν άγγιξε το 108,7% του ΑΕΠ, για να φτάσει στα τέλη της ίδιας δεκαετίας το 114%, στο ίδιο επίπεδο με το χρέος της Ιταλίας. Όλα αυτά σίγουρα ακούγονται οικεία. Δε χρειάζεται και πολύ προσπάθεια για να αναγνωρίσει κανείς το γνωστό «τροπάρι» που επαναλαμβάνουν τα τελευταία είκοσι χρόνια πολιτικοί και δημοσιογράφοι κάθε φορά που μας καλούν να δουλέψουμε περισσότερο για πολύ λιγότερα προκειμένου «η χώρα να γλιτώσει τη χρεοκοπία».

4.
«Γαμώ το δημόσιο χρέος μου μέσα!»
(Διαδεδομένη βωμολοχία)


Όπως είπαμε και στην αρχή, η παγκόσμια οικονομική ύφεση των τελευταίων ετών, που αποτελεί την τελευταία εκδήλωση της διαρκούς κρίσης αναπαραγωγής του πλανητικού κεφαλαίου εδώ και 35 χρόνια, ήταν αναπόφευκτο να επηρεάσει και την εγχώρια καπιταλιστική συσσώρευση. Πέρα όμως από τις όποιες συνέπειες είχε η μείωση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας στις εξαγωγές του ελληνικού κεφαλαίου, ειδικά στους τομείς της ναυτιλίας και του τουρισμού, αποτέλεσε επίσης την αφορμή για την αποκάλυψη της διαρκούς κρίσης εκμεταλλευσιμότητας και πειθάρχησης του προλεταριάτου.

Το εθνικό κεφάλαιο και το κράτος του προσπαθούν εδώ και δύο δεκαετίες να αντιμετωπίσουν αυτή την κρίση με αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις του εκπαιδευτικού και του ασφαλιστικού συστήματος· με ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων για τους νέους· με νόμους επί νόμων για την πειθάρχηση των μεταναστών και τον έλεγχο των ροών της μετανάστευσης· με περικοπές επιδομάτων, μισθών και κοινωνικών παροχών που συνδυάστηκαν με την επέκταση της ατομικής πίστωσης. Παρά τις σημαντικές επιτυχίες που σημείωσε το ελληνικό κεφάλαιο την περίοδο 1996–2004 όταν αυξήθηκε ο βαθμός εκμετάλλευσης και η κερδοφορία των επιχειρήσεων, η κρίση δεν αντιστράφηκε οριστικά υπέρ του κεφαλαίου. Όλα αυτά τα μέτρα υποτίμησης, πειθάρχησης και διαίρεσης της εργατικής τάξης, και μέσω αυτών της μετακύλισης του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στους ίδιους τους εργαζόμενους, δεν απέδωσαν τους αναμενόμενους καρπούς.

Όπως δείχνουν οι στατιστικές τους, η παραγωγικότητα της εργασίας επιβραδύνεται συνεχώς από το 2004 και μετά –λόγω, μεταξύ άλλων, της επιβράδυνσης μετά την ολυμπιάδα των επενδύσεων σε σταθερό κεφάλαιο (π.χ. μηχανολογικό εξοπλισμό, οδικά έργα και κτιριακές κατασκευές)– ενώ αντιθέτως το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξάνεται. Με άλλα λόγια, ο βαθμός εκμετάλλευσής μας μειώνεται, καθώς οι μισθοί αυξάνονται πιο γρήγορα από την παραγωγικότητα. Όπως λένε οι ίδιοι οι καπιταλιστές στις μελέτες τους (π.χ. στις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας), αυτό οφείλεται στη «μη προσαρμοσμένη συμπεριφορά» μας απέναντι στους στόχους της «εθνικής ανάπτυξης», με άλλα λόγια στην απειθαρχία μας, στους «υψηλούς» μισθούς του δημόσιου τομέα και στις «υπερβολικές» αυξήσεις που συμφώνησε η ΓΣΕΕ με τον ΣΕΒ το 2008. Προσθέτουν επίσης ότι δεν έχουν προχωρήσει όσο θα έπρεπε οι ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ και, γενικότερα, η απορρύθμιση και ότι η αγορά εργασίας συνεχίζει να είναι «δύσκαμπτη» επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο την κατάσταση και, μάλιστα, με ένα μονιμότερο τρόπο. Από την άλλη μεριά, οι δημόσιες δαπάνες που σχετίζονται με την εκπαίδευση, τους μισθούς στο δημόσιο τομέα και τις λεγόμενες «κοινωνικές μεταβιβάσεις» (δηλαδή χρήματα για επιδόματα και συντάξεις) αυξάνονται συνεχώς την τελευταία δεκαετία. 

Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο, η κερδοφορία του κεφαλαίου επιβραδύνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια με αποτέλεσμα να ξεκινήσει να πέφτει από το 2006 και μετά, για να καταβαραθρωθεί το α’ εξάμηνο του 2009 κατά 51,5% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2008, λόγω και της παγκόσμιας ύφεσης. Η πτώση του τζίρου και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων οδήγησε με τη σειρά της σε μεγάλη μείωση των επενδύσεων λόγω της αυξανόμενης αδυναμίας τους να πάρουν πιστώσεις από τις τράπεζες. Άλλωστε, οι τράπεζες επηρεάστηκαν άμεσα καθώς είδαν τα κέρδη τους να μειώνονται δραματικά λόγω της σημαντικής αύξησης των ζημιών που προέρχονται από την καθυστέρηση ή ακόμα και από την μη αποπληρωμή των δανείων, έχοντας επιπλέον γενικότερο πρόβλημα ρευστότητας λόγω της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το ρευστό που υπάρχει σταματάει να κυκλοφορεί. Για παράδειγμα οι τράπεζες σταματάνε να δανείζουν η μία την άλλη ή/και δανείζουν με πολύ υψηλά επιτόκια. Όπως είναι φυσικό, το κράτος δεν έμεινε αμέτοχο.

Έσπευσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που δημιούργησε το ξέσπασμα της κρίσης αυξάνοντας τις δαπάνες του μέσα στο 2009 κατά 10,9% για να στηρίξει την καπιταλιστική συσσώρευση, συνεισφέροντας έτσι στο ΑΕΠ κατά 1,7%. Ταυτόχρονα παρείχε στις τράπεζες κεφάλαια 28 δις ευρώ, ποσό που ανέρχεται σε 11,5% του ΑΕΠ, για να σώσει την κερδοφορία τους, κάτι που θα συνεχίσει και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παρέχοντας 10 δις ευρώ επιπλέον. Οι τράπεζες χρησιμοποίησαν αυτά τα κεφάλαια για να αγοράσουν κρατικά ομόλογα, η τιμή των οποίων είχε πέσει στις αρχές του 2009 λόγω αντίστοιχων πιέσεων με αυτές που ασκούνται σήμερα στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο, η τιμή των ομολόγων ξανανέβηκε γρήγορα μέσα στο α’ εξάμηνο του 2009 συμβάλλοντας στο να εμφανίσουν οι τράπεζες κέρδη, παρόλο που οι χορηγήσεις δανείων προς επιχειρήσεις και «νοικοκυριά» επιβραδύνθηκαν. Αν το κράτος δεν είχε κάνει αυτές τις «διευκολύνσεις» οι τράπεζες θα εμφάνιζαν ζημιές 217 εκ. ευρώ... Επιπλέον, οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν και για άλλους λόγους όπως π.χ. για την πληρωμή των επιδομάτων των ανέργων που πολλαπλασιάστηκαν, ενώ τα έσοδα από τους φόρους και τις εισφορές μειώθηκαν λόγω της ύφεσης. Φυσικά, το αποτέλεσμα ήταν να εκτιναχθεί τόσο το έλλειμμα όσο και το δημόσιο χρέος, φτάνοντας το 12.5% και το 112.6% αντίστοιχα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Υψηλότερό έλλειμμα είχε το 2009 μόνο η Βρετανία (13%) με δημόσιο χρέος που ανέρχεται σε 68.6%, και ακολουθούν η Ισπανία με έλλειμμα 11.25% και χρέος 54.3%, η Ιρλανδία με έλλειμμα 10.75% και χρέος 65.8%, η Ιταλία με έλλειμμα 5.3% και χρέος 114.6%, ενώ αντίστοιχα η Γερμανία παρουσίασε έλλειμμα 3.5% με χρέος 73.1%. Ο μέσος όρος του ελλείμματος και του χρέους στη ζώνη του ευρώ ήταν το 2009 6.5% και 78.2% αντίστοιχα, με τάσεις ανόδου.

Η σημερινή τακτική της διεθνούς του κεφαλαίου (ECOFIN, EUROGROUP, ΔΝΤ), των «οίκων αξιολόγησης» και, πάνω από όλα, του ίδιου του ελληνικού κράτους και της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ εντάσσεται στα πλαίσια της λεγόμενης «δημοσιονομικής προσαρμογής», μιας ευρύτερης στρατηγικής που ακολουθείται από το κεφάλαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και 20 χρόνια. Στην προσπάθεια τους λοιπόν να στηρίξουν την καπιταλιστική συσσώρευση που βρίσκεται σε κρίση προσπαθούν να μας βάλουν χοντρό κωλόχερο για να αυξήσουν το βαθμό εκμετάλλευσης και να μετακυλήσουν το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής μας δύναμης σε εμάς τους ίδιους, μειώνοντας τις «μη-παραγωγικές» δημόσιες δαπάνες. Στη μυστικοποιημένη σφαίρα της οικονομίας και στη γλώσσα που της αντιστοιχεί η πολιτική αυτή ονομάζεται «δημοσιονομική εξυγίανση» για τη στήριξη της «πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας» και τη «μείωση του κόστους δανεισμού». Η έννοια της «εξυγίανσης» έχει όμως και ένα κυριολεκτικό νόημα: σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης οι επιχειρήσεις που δεν είναι επαρκώς κερδοφόρες και παραγωγικές αναγκάζονται να κλείσουν· το μη-αποδοτικό κομμάτι του κεφαλαίου καταστρέφεται για να μπορέσει και πάλι να ξεκινήσει η ανοδική πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Δεν είναι τυχαίο ότι στο τρίτο τρίμηνο του 2009 έβαλαν λουκέτο περίπου 19.000 εμπορικές επιχειρήσεις. Έτσι, αυξάνουν τους έμμεσους φόρους (π.χ. αύξηση της φορολογίας στα καύσιμα, τα ποτά και τα τσιγάρα, εξαγγελία αύξησης του ΦΠΑ)· αναδιαρθρώνουν την άμεση φορολογία επιβαρύνοντας περισσότερο την εργατική τάξη –ενώ έχουν μειώσει όλα αυτά τα χρόνια τη φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων· προωθούν αφενός το ανταποδοτικό ασφαλιστικό σύστημα –μεταρρύθμιση που οδηγεί μεταξύ άλλων στη μείωση των συντάξεων– και αφετέρου την αύξηση των ορίων ηλικίας σε μια προσπάθεια μετακύλισης του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στους ίδιους τους προλετάριους· εξαγγέλλουν την απελευθέρωση των απολύσεων· και, φυσικά, επιτίθενται στους «απαράδεκτα υψηλούς» –για το κεφάλαιο– μισθούς του δημόσιου τομέα (που μάλιστα αντιστοιχούν, όπως λένε, σε μια «χρονίως χαμηλή παραγωγικότητα») μέσα από την περικοπή των επιδομάτων, των υπερωριών και την επαπειλούμενη κατάργηση του 14ου και του 13ου μισθού. Και δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε, παρόλη την προπαγανδιστική φιλολογία περί ρετιρέ και «προνομιούχων» που διακινούν οι πληρωμένες πένες, η μείωση των μισθών στο δημόσιο τομέα πολύ γρήγορα θα μεταφραστεί σε αντίστοιχη και πιθανότατα ακόμα μεγαλύτερη συμπίεση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Άλλωστε, οι ίδιοι οι καπιταλιστές το έχουν κάνει σαφές στη συζήτηση που έχει ανοίξει για την περικοπή του 14ου και του 13ου μισθού.

5.
«Κουφάλες, δεν ξοφλάμε τίποτα, γιατί δεν έχουμε ξοφλήσει ακόμα!»
(Σύνθημα σε τοίχο)


Ωστόσο, η ολομέτωπη αυτή επίθεση χρειάζεται να νομιμοποιηθεί στη «συνείδηση του κόσμου». Για να δουλέψουμε περισσότερο για λιγότερα θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι υπηρετούμε κάτι που μας υπερβαίνει, κάτι που απαιτεί από εμάς θυσίες, ειδικότερα δε όταν πολύ πρόσφατα αμφισβητήθηκε τόσο βίαια η προσταγή του κράτους και του κεφαλαίου. Αυτό είναι το διακύβευμα στην παρούσα σύγκρουση μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου, και οι καπιταλιστές το γνωρίζουν πολύ καλά. Έτσι η αιτία της κρίσης αποδίδεται σε ένα σχεδόν μεταφυσικό αλλά αναπόδραστο κόσμο αγορών, στατιστικών, οίκων αξιολόγησης, σπεκουλαδόρων και πάει λέγοντας. Αυτό το πέπλο της μυστικοποίησης στόχο έχει να αποκρύψει την πραγματική πηγή της κρίσης που είναι η σπασμωδική αλλά επίμονη άρνηση του παγκόσμιου προλεταριάτου να υποταχθεί πλήρως στο κεφάλαιο και η κυκλοφορία των αγώνων του. Το ελληνικό κράτος με τη σημερινή πασοκική μορφή του σε αγαστή συνεργασία με τους ευρωπαίους εταίρους και φυσικά με τα καθίκια των μέσων μαζικής ενημέρωσης όξυναν την ιδεολογική τρομοκρατία ρίχνοντας το πιο ισχυρό τους χαρτί, την «εθνική ενότητα». Σε περιόδους κρίσης, οι εταίροι μετατρέπονται ως δια μαγείας σε άνωθεν εντολείς και αντιπάλους· το ενοποιημένο ευρωπαϊκό χωριό που ζει αρμονικά και συναποφασίζει δημοκρατικά διαλύεται μέσα στη φαινομενικότητα της υπεράσπισης της πατρίδας, η οποία γίνεται ζήτημα υψίστης σημασίας. Με λίγα λόγια, προσπαθούν να μας πείσουν ότι δε θα δουλεύουμε πλέον για να πλουτίζουν τα αφεντικά μας αλλά για το καλό της πατρίδας. Η πατρίς χρειάζεται θυσίες!

Η «κρίση του χρέους» προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη συσπείρωση γύρω από τη μορφή έθνος-κράτος, δηλ. τη βίαιη συσπείρωση των προλετάριων γύρω από τα συμφέροντα των αφεντικών τους. Διευκολύνει τα σχέδια των καπιταλιστών για ακόμα μεγαλύτερη πειθάρχηση του προλεταριάτου, μεγαλύτερη παραγωγικότητα και τελικά υψηλότερα κέρδη. Μια φράση του πρωθυπουργού αρκεί για να καταλάβουμε το στημένο παιχνίδι: «...είναι καθαρό ότι έτσι όπως χειριστήκαμε τα οικονομικά μας, αφαιρείται ένα κομμάτι της κυριαρχίας μας που πρέπει να το πάρουμε πίσω με την αξιοπιστία μας, το πρόγραμμά μας και την αυτοθυσία του καθενός». Η δική του «θυσία» να «παραχωρήσει κομμάτι της κυριαρχίας της χώρας» συνεπάγεται τη δική μας αυτοθυσία για «να το πάρουμε πίσω». Μόνο που θα πρέπει να το πληρώσουμε πολύ ακριβά αυτό το «κομμάτι», με περισσότερη δουλειά, λιγότερα λεφτά, βαθύτερους διαχωρισμούς και εντονότερο ανταγωνισμό μεταξύ μας για να μη βρεθούμε στο αυξανόμενο εφεδρικό στρατό των ανέργων. Όποιος δε συναινεί, προδίδει την «εθνική μας αποστολή». Εξάλλου ο πρωθυπουργός το δήλωσε: «Χρειάζονται θυσίες, δεν αντέχουμε μπλόκα και απεργίες». Είναι ολοφάνερο ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι καπιταλιστές φοβούνται την κοινωνική αναταραχή που μπορεί να ξεσπάσει όταν αρνηθούμε εμπράκτως να γίνει η ήδη αλλοτριωμένη ζωή μας ακόμα χειρότερη.

Οι ιδεολόγοι του συστήματος προσπαθούν με κάθε μέσο να εξαλείψουν ακόμα και από τη μνήμη την εξέγερση του Δεκέμβρη. Οι κινήσεις του κράτους δείχνουν ότι αυτό το φάντασμα αποτελεί το χειρότερο εφιάλτη τους, ειδικά τώρα που διαφαίνεται ότι στο άμεσο μέλλον μπορεί να μην αφορά μόνο μια μειοψηφία του προλεταριάτου. Όταν απαιτούν κοινωνική ειρήνη, ξέρουν ότι ποντάρουν σε έναν ανεξέλεγκτο παράγοντα, τους προλετάριους. Γι’ αυτό η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ φοράει το ανθρωπιστικό-αντιρατσιστικό της προσωπείο και ταυτόχρονα κραδαίνει στο χέρι το γκλομπ του μπάτσου. Η κοινωνική συναίνεση πρέπει να επιβληθεί πάση θυσία. Γέμισε τους δρόμους της Αθήνας με κάθε λογής μπάτσους προσπαθώντας να ελέγξει οποιονδήποτε χώρο μπορεί να μετατραπεί σε πεδίο αγώνα και σύγκρουσης. Tην πιο καλή δουλειά όμως μέχρι τώρα την έχει κάνει η συνδικαλιστική αστυνομία, η κλαδική-συντεχνιακή νοοτροπία και ο ατομικισμός που φροντίζουν να περνάνε τα νέα μέτρα με τις μικρότερες δυνατές αντιστάσεις.

Για να ξαναγυρίσουμε στο Νίτσε, «αυτός ο κόσμος, στο βάθος, δεν έχασε ποτέ πια τη χαρακτηριστική μυρουδιά του αίματος και του μαρτυρίου» –κάτι που μας θύμισε πρόσφατα ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Α. Λοβέρδος όταν προαναγγέλλοντας τα «σκληρά αλλά αναγκαία μέτρα» δήλωσε ότι «Θα χυθεί αίμα!». Ίσως, όμως, άθελά του να προανάγγειλε την καταιγίδα που αντί για την αποσύνθεση του προλεταριάτου θα φέρει την ανασύνθεση των αγώνων ενάντια στη συνδικαλιστική αστυνομία και θα στείλει το «δημόσιο έλλειμμα» στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας μαζί με το έλλειμμα ζωής, που είναι το μόνο πραγματικό.


ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΞΟΦΛΗΣΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ ΟΙ
ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΜΑΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ!


Οίκος αξιολόγησης
Proles & Poors
24/2/2010

Οι "κηπουροί" του απαρτχαϊντ



Αναδημοσίευση από το futura-blog.blogspot.com

Το ρεπορτάζ στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του γνωστού για την «ευαισθησία του σε ζητήματα περιβάλλοντος» τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ (Τετάρτη, 29/9/2010) μας πληροφόρησε, με ασυγκράτητο ως συνήθως ενθουσιασμό, για μια «πρωτότυπη πρωτοβουλία κατοίκων» του Κεραμεικού και του Μεταξουργείου, της ιστορικής περιοχής στο κέντρο της Αθήνας, που έχει προ πολλού μπει στο στόχαστρο διάφορων επενδυτικών συμφερόντων του real estate λόγω των πρόσφορων στην εκμετάλλευση χαρακτηριστικών της (ρυμοτομία, στρατηγική θέση, διαθέσιμο κτιριακό απόθεμα κ.λπ.).
Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται κάτι τέτοιο. Τα βαποράκια της «ενημέρωσης» του συγκροτήματος Αλαφούζου έχουν εδώ και καιρό αναλάβει κατ' αποκοπή το έργο της διακίνησης των αναπτυξιακών οραμάτων του παρασιτικού κεφαλαίου, που χρησιμοποιεί (ανεπιτυχώς έως τώρα) διάφορες μεθόδους για να προσελκύσει εύπορους πελάτες, πρόθυμους να καταναλώσουν τα ακριβά υποκατάστατα μιας «cool» ζωής στο κέντρο της Αθήνας. Στα αλλεπάλληλα δημοσιεύματα της Καθημερινής και στα ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ τα τελευταία χρόνια βρίθουν οι ζοφερές περιγραφές για την «αφόρητη κατάσταση που επικρατεί στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας», ενώ σαν μοναδική αχτίδα φωτός παρουσιάζεται επανειλημμένως η δράση συγκεκριμένων επενδυτών του real estate οι οποίοι, πότε με τη μία και πότε με την άλλη πρωτοβουλία τους, αγωνίζονται σθεναρά προκειμένου να «σώσουν» και να αναζωογονήσουν την περιοχή.
Το εν λόγω ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ παρουσίαζε τους «αντάρτες κηπουρούς», κάποιους κατοίκους(;) της περιοχής οι οποίοι, αγανακτισμένοι δήθεν από την αδιαφορία των αρχών για την υποβάθμισή της, πήραν την τύχη της γειτονιάς στα χέρια τους, θέλοντας να «διαμορφώσουν οι ίδιοι ένα ανθρώπινο περιβάλλον» εκεί όπου μέχρι σήμερα βασιλεύει η παρακμή, η εγκατάλειψη και η ανομία.
Τι ακριβώς έκαναν αυτοί οι «αντάρτες κηπουροί»; Όχι σπουδαία πράγματα. Για την ακρίβεια, καθάρισαν ένα οικόπεδο από τα σκουπίδια και τα μπάζα και φύτεψαν («προσωρινά», όπως εμφατικά μας επεσήμανε το ρεπορτάζ προς αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων) μερικά φυτά. Ύστερα κάλεσαν το κανάλι για να επιδείξουν, με τον χαρακτηριστικό στόμφο νεοφώτιστων ζηλωτών του αστικού «αντάρτικου», το μεγαλειώδες «έργο» τους.
Ας μην πάει όμως το μυαλό σας σε κάποιους ανθρώπους οι οποίοι μέσα από διαδικασίες συναπόφασης συγκεντρώθηκαν, κατέλαβαν ένα χώρο, σήκωσαν τα μανίκια και έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά, καθαρίζοντας, σκάβοντας και φυτεύοντας. Οι εξευγενισμένοι «αντάρτες» έφεραν μια μπουλντόζα και κάποιους εργάτες για να κάνουν τη βρώμικη δουλειά της απομάκρυνσης των σκουπιδιών, ενώ μερικοί εθελοντές «προσωρινοί κηπουροί» επιφορτίστηκαν με το σκάλισμα και το φύτεμα. Οι διοργανωτές, οι οποίοι εμφανίστηκαν ως εκπρόσωποι της ΜΚΟ «ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά», ανέλαβαν απλώς τις δημόσιες σχέσεις του «αντάρτικου» εγχειρήματος, χρησιμοποιώντας μια κάλπικη ρητορική περί «αυτοοργάνωσης» και «εθελοντικής πρωτοβουλίας», σκορπώντας αστραφτερά χαμόγελα αυταρέσκειας μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα που κατέγραφε την «αυθόρμητη» επέμβασή τους.
Φυσικά, δεν παρέλειψαν να τονίσουν σαφώς ότι οι «αντάρτες κηπουροί» είναι «αντάρτες» μέχρις ενός ορίου. Ότι υπάρχει μια απαράβατη κόκκινη γραμμή που δεν θα τολμούσαν ποτέ να περάσουν. Εξ αρχής δήλωσαν ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται για καταλήψεις, οι οποίες θα αμφισβητούσαν έμπρακτα την «ιερή» ιδιοκτησία και θα έδιναν πίσω στην κοινότητα αυτό που πραγματικά της ανήκει, μιας και κάτι τέτοιο θα άνοιγε προφανώς τους ασκούς του Αιόλου, αφού θα έθιγε τους διάφορους ιδιοκτήτες ακινήτων που όπως είναι φυσικό πάνω απ’ όλα νοιάζονται για την αξιοποίηση της περιουσίας τους, την οποία οι ίδιοι έχουν αφήσει να ρημάξει έως ότου κάποιοι, που δρουν εξ ονόματός τους, καταφέρουν να την αναβαθμίσουν, «καθαρίζοντας» την περιοχή από κάθε είδους «σκουπίδια», και να τη μετατρέψουν σε έναν αστικό «παράδεισο» «ήπιας εκμετάλλευσης», με ποδηλατοδρόμους, λοφτς, γκαλερί, πολυχώρους πολιτιστικών δραστηριοτήτων, cool cafe και εστιατόρια, ντιζαϊνάτα ξενοδοχεία, θέατρα και φοιτητικές εστίες.
Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η δράση τους επ'ουδενί συνιστά απειλή για την ιδιοκτησία, δηλώνουν ρητώς στην ιστοσελίδα της οργάνωσης ότι «Η ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά προγραμματίζει την προσωρινή φύτευση επιλεγμένων κενών οικοπέδων στο ΚΜ. Σκοπός μας είναι ο καθαρισμός και προσωρινή αξιοποίηση όλων των κενών οικοπέδων στην περιοχή κατά τρόπο που να βελτιώνει την ποιότητα ζωής σε αυτή και να διασφαλίζει το δικαίωμα του ιδιοκτήτη για εκμετάλλευσή του οποιαδήποτε στιγμή.» (http://www.kmprotypigeitonia.org/?p=news&id=guerilla-gardening)
Όπως επίσης μάθαμε από το εν λόγω ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ, στο χορό μπήκε και η δημοτική αρχή –παραμονές των εκλογών για την τοπική αυτοδιοίκηση γαρ–, δηλώνοντας ότι θα στηρίξει αυτήν την «πρωτότυπη πρωτοβουλία των κατοίκων». Με άλλα λόγια, η «αντάρτικη κηπουρική» προσφέρει ένα καλό άλλοθι στην προεκλογική καμπάνια του Κακλαμάνη, ο οποίος πασχίζει να βγάλει από πάνω του τη ρετσινιά για την προ διετίας καταστροφή του πάρκου Κύπρου και Πατησίων, όταν ανενδοίαστα προσπάθησε να το παραχωρήσει, με σκανδαλώδεις όπως αποκαλύφθηκε όρους, σε ιδιώτες που ήθελαν να το μετατρέψουν σε πάρκινγκ. Ο πονηρός πολιτευτής άρπαξε εν ολίγοις την ανέξοδη ευκαιρία που του δόθηκε, και έσπευσε να επιδείξει την «ευαισθησία» της δημοτικής αρχής για το αστικό περιβάλλον, παρότι είναι προφανές ότι τέτοιου είδους επεμβάσεις είναι μόνο για το θεαθήναι εφόσον δεν λύνουν κανένα πραγματικό πρόβλημα, αντιθέτως, αποτελούν ένα κυριολεκτικά φτηνό υποκατάστατο μιας αποτελεσματικής πολιτικής για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι στην πλειονότητα είναι χαμηλού εισοδήματος εργαζόμενοι και μετανάστες.
Τέτοιου είδους παρεμβάσεις εντάσσονται στη γενικότερη στρατηγική της εξουσίας και του κεφαλαίου να οικειοποιούνται τις τακτικές και τις μεθόδους των αντισυστημικών, ριζοσπαστικών κινημάτων, με απώτερο στόχο να αμβλύνουν τις συγκρουσιακές αιχμές και την ταξική πόλωση. Εν ολίγοις, δεν είναι παρά προσομοιώσεις των αυθεντικών πρακτικών της αυτοοργανωμένης δράσης, τόσο των αυτόνομων αγώνων στις γειτονιές όσο και του αντιεξουσιαστικού, αντικαπιταλιστικού κινήματος, και μια καρικατούρα της αλληλεγγύης όσων αγωνίζονται πραγματικά ενάντια στις μορφές κράτος, χρήμα, εμπόρευμα, αξία, ενάντια στην εκμετάλλευση, την αυθεντία, τον ρατσισμό και την πατριαρχία.

Η όλη ιστορία της «αντάρτικης κηπουρικής» θα ήταν προφανώς για γέλια, ως μια αστεία απόπειρα κάποιων «ευαισθητοποιημένων» αστών να επενδύσουν τον καθώς πρέπει «ακτιβισμό» τους με μια κούφια ρητορική για την δήθεν από-τα-κάτω επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου, αν δεν είχε και μια άλλη, σκοτεινή (και κυριολεκτικά φασίζουσα) πτυχή.
Η ίδια ΜΚΟ, τα μέλη της οποίας κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να δείξουν πόσο κόπτονται για την περιβαλλοντική αναβάθμιση της περιοχής και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της, ανέλαβε μία ακόμη φαεινή πρωτοβουλία: διοργάνωσε συνάντηση για «διάλογο» επιχειρηματιών και κατοίκων με την αστυνομία σε κεντρικό ξενοδοχείο του Μεταξουργείου, προκειμένου να τεθεί επί τάπητος το πρόβλημα της ασφάλειας της περιοχής, ήτοι το ζήτημα των ανθρώπινων «σκουπιδιών» που τη ρυπαίνουν με τη μιαρή παρουσία τους συνιστώντας απειλή για τους κατοίκους της.
Από το περιεχόμενο και το ύφος της λιτής ανακοίνωσης που έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της ΜΚΟ «ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά», υπό τον τίτλο «Κοινωνική συνοχή & ασφάλεια» (http://www.kmprotypigeitonia.org/index.php?p=news&id=meetingwithpolice), καταλαβαίνουμε γιατί δεν είναι διόλου παράξενο που η συνάντηση αυτή μετατράπηκε, όπως μας πληροφορεί σχετικό ρεπορτάζ της Ελευθεροτυπίας (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=208886), αλλά και η καταγγελία εργαζόμενου στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο (http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1211735), σε μια σύναξη διάφορων επώνυμων και μη «αγανακτισμένων πολιτών», οι οποίοι απαίτησαν επιτακτικά από τους εκπρόσωπους της αστυνομίας να δεσμευτούν «εδώ και τώρα» ότι θα λάβουν μέτρα «για την εκκαθάριση της γκετοποιημένης ζώνης, όπου έχουν τα θέατρα, τις γκαλερί, τις επιχειρήσεις και τα σπίτια τους». Κατάφεραν έτσι να αποσπάσουν την (κάπως αόριστη είναι αλήθεια) υπόσχεση από τον γενικό διευθυντή της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής Γρηγόρη Μπαλάκο ότι από τις 5 Οκτωβρίου θα ξεχυθούν στους δρόμους 1.350 αστυνομικοί με αποστολή να «σκουπίσουν» αποτελεσματικά την ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας.
Η συνάντηση αυτή ξεγύμνωσε κυριολεκτικά τις καλυμμένες πίσω από τις «αντάρτικες» ρητορείες αντιλήψεις των διοργανωτών περί του τι ακριβώς σημαίνει γι’ αυτούς «λύση στο πρόβλημα της ασφάλειας» και τι εννοούν ως «κοινωνική συνοχή». Μα πάνω απ’ όλα κατέστησε σαφές ποιοί είναι εκείνοι που πρέπει να «εξαφανιστούν» προκειμένου να επανακτήσουν οι ίδιοι τη χαμένη ηρεμία τους και να συνεχίσουν απρόσκοπτα τις «υψηλές» ενασχολήσεις τους. Οι μετανάστες, οι χρήστες ουσιών, τα θύματα του τράφικινγκ, οι άστεγοι και οι παρίες που βρίσκουν καταφύγιο στις παρυφές του κέντρου της Αθήνας, πρέπει να βιώσουν στο πετσί τους –εκτός από την αναλγησία του κράτους, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την πλήρη εξαθλίωση–, τη βιαιότητα του απάνθρωπου κατασταλτικού μηχανισμού και να εκδιωχτούν κακήν κακώς γιατί βρωμίζουν την αστραφτερή μόστρα των γκαλερί και των θεάτρων της περιοχής.

Είναι γνωστό ότι η άλλη όψη των ΜΚΟ είναι οι offshore εταιρείες. Όπως είναι γνωστό επίσης ότι οι ΜΚΟ είναι το συγχωροχάρτι (αλλά ταυτοχρόνως και η διακήρυξη ανωτερότητας και υπεροχής) της μπουρζουαζίας. Μ’ αυτόν τον εύσχημο τρόπο οι ξιπασμένοι αστοί ξεπλένουν ενοχές και κεφάλαια, συνδυάζοντας κυνικά το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Το πνεύμα του εθελοντισμού, της χορηγίας, της ενασχόλησης με τα κοινά, εμποτισμένο από την ιδεολογία της «αξιοκρατίας» και της «δημιουργικότητας», δεν είναι ικανό να επιβληθεί στην ακόρεστη δίψα για δύναμη και πλούτο.
Η ΜΚΟ «ΚΜ Πρότυπη Γειτονιά» δεν είναι παρά η (νέα) βιτρίνα της «δημιουργικότητας», πίσω από την οποία προσπαθούν μάταια να κρυφτούν τα «υψηλού φρονήματος» επενδυτικά συμφέροντα που λυμαίνονται την περιοχή, πασχίζοντας να τη φέρουν στα μέτρα τους και να την «αναπτύξουν» σύμφωνα με το δικό τους «όραμα». Ένα όραμα που περιλαμβάνει αποκλειστικά τους νέους έποικους της περιοχής, μεσοανώτερης κοινωνικής τάξης: «εναλλακτικούς» επιχειρηματίες, κοσμοπολίτες αρχιτέκτονες, γκαλερίστες και curators, «ευαισθητοποιημένους» καλλιτέχνες, φιλότεχνους γιάπηδες, και κάποια wannabe φυντάνια της τέχνης που συρρέουν όπου μυρίζονται την παραμικρή ευκαιρία να τσιμπήσουν κανά ψίχουλο free-press δόξης.
Τα σχέδιά τους ωστόσο καταρρέουν υπό το βάρος της αδήριτης πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί από τη δράση αυτών των ίδιων, οι οποίοι θέλουν να ευημερούν συνεχίζοντας ανενόχλητοι να οικειοποιούνται τον κοινωνικό πλούτο εις βάρος των υπολοίπων, και ας διαμαρτύρονται τώρα για την «κατάντια» και την «παρακμή», απαιτώντας με περισσό θράσος την εξαφάνιση όλων εκείνων που δεν σέβονται το «όραμά» τους και απειλούν τα «δικαιώματά» τους: την ιδιοκτησία τους, τις επιχειρήσεις τους, την ευμάρεια και την ησυχία τους.
Είναι αν μη τι άλλο τραγελαφικό, άτομα που κάποτε λάνσαραν στην πιάτσα της «προχωρημένης» τέχνης τις «σκληρές» φωτογραφίες της Ναν Γκόλντιν, με τους ασθενείς του aids, τους πρεζάκηδες, τους αλήτες, τα τραβεστί, τους νταβατζήδες και τις πόρνες, και που καρπώνονταν με φανφαρόνικες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις την «υπεραξία» του κοινωνικού περιθωρίου εκ του ασφαλούς, όντας οι ίδιοι βολεμένοι στο απυρόβλητο, να εξανίστανται και να ωρύονται τώρα που η πραγματικότητα έχει κάνει τις ωμές καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις του περιθωρίου να μοιάζουν με εικονογράφηση παιδικού παραμυθιού.
Η «δημιουργική τάξη», που πίστεψε αφελώς ότι αρκεί μια επίφαση «εναλλακτικότητας» για να ηγεμονεύσει και να επιβάλλει τους όρους του παιχνιδιού κατά πως τη συμφέρει, διασφαλίζοντας τη μακροημέρευσή της, συνειδητοποιεί αίφνης –με βίαιο είναι η αλήθεια τρόπο–, ότι οι απόκληροι, όσοι δεν έχουν καμία ελπίδα να συμπεριληφθούν στην κοινωνία των λίγων βολεμένων και ισχυρών σαν φθηνό, αναλώσιμο εργατικό δυναμικό, «οικειοποιούνται» με τον δικό τους τρόπο ό,τι μπορούν, αρπάζοντας κάποια ψίχουλα από τον πλούτο που τόσο επιδεικτικά συσσωρεύεται γύρω τους.
Ο ταξικός πόλεμος δεν αφορά πια μόνο την αντιπαράθεση κεφαλαίου-εργασίας, μιας και η κοινωνία της εργασίας πνέει τα λοίσθια και το εμπόρευμα εργατική δύναμη απαξιώνεται, στερώντας από όλο και περισσότερους ακόμη και τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης, αλλά την άγρια αντιπαράθεση μεταξύ αποκλεισμένων και όσων αγωνίζονται να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Το απαρτχάιντ είναι το καθεστώς μιας κοινωνίας σε βαθιά κρίση και η ιδεολογία της «δημιουργικής τάξης» δεν είναι παρά η κυνική δικαιολόγησή του.
Όμως, ο γενναίος νέος κόσμος που οραματίζονται οι «προοδευτικοί αναμορφωτές» της ανώτερης τάξης, που σήμερα νιώθουν τόσο άβολα με όλα όσα ξέβρασε η κοινωνική, πολιτική και οικονομική κρίση μπροστά στην διπλαμπαρωμένη από το φόβο πόρτα τους, έχει αρχίσει να γκρεμίζεται συθέμελα. Και στα ερείπιά του δεν μπορεί να φυτρώσει ούτε καν η ρεφορμιστική προσδοκία, παρά μόνον «προσωρινές» ψευδαισθήσεις.

Βλέπε σχετικά:
http://www.kmprotypigeitonia.org
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1211735
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=208886
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_1_02/10/2010_417236
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=192064
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1213006
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1213441
http://en.wikipedia.org/wiki/Nan_Goldin
http://radicaldesire.blogspot.com/2010/10/blog-post_7064.html
τα αυτοκίνητα, οι βόμβες και ο κινηματογράφος συγκρατούν το όλον