23 Οκτ 2011

Ποιός ξέθαψε το τσεκούρι του πολέμου;



Αν στην Ελλάδα συγκεντρώνονται αυτήν την στιγμή όλες οι κοινωνικές αντιφάσεις της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, η συμμαχία μεταξύ του αστικού και του γραφειοκρατικού ολοκληρωτισμού είναι ένα αναμενόμενο στάδιο. Εφόσον η πολιτική διαχείριση της κρίσης έχει αποφέρει μέχρι στιγμής μια συνεχιζόμενη αμφισβήτηση και απο-νομιμοποίηση της πολιτικής, που κινδυνεύει να εξωθήσει όσους έχουν συνείδηση της συστηματικής υποτίμησης της ζωής τους σε ανατρεπτικούς δρόμους, η οργάνωση της αντεπανάστασης αποκτά νέα βαρύτητα. Η στάση του ΚΚΕ κατά την διάρκεια της 48ωρης απεργίας του Οκτώβρη (σαν πρόβα την Τετάρτη, και σαν πρεμιέρα την Πέμπτη) ήταν ακριβώς να αποδείξει τόσο στο κοινοβουλευτικό συρφετό, όσο και στον κόσμο που διαδήλωνε, ότι έχει ακόμα την δυνατότητα να καταστέλλει αποτελεσματικά, όχι μόνο στο επίπεδο της προπαγάνδας, αλλά και στο επίπεδο του δρόμου.

Είναι πλέον αστείο να μιλάει κανείς για περιφρούρηση της πορείας απο το ΠΑΜΕ, ακόμα και αν δεν ήταν μπροστά για να θαυμάσει από κοντά την καφρίλα των σταλινικών. Τα ψέμματα του ΚΚΕ είναι τόσο αυτο-αναφορικά που προσπερνάνε με αξιοθαύμαστη αδιαφορία την ξεδιάντροπη αντίθεση με κάθε αλήθεια και πραγματικότητα. Αλλά τα λάθη τους είναι τόσο χονδροειδή όσο και τα μέσα που χρησιμοποιούν. Στην βιασύνη τους να διαχειριστούν τα αποτελέσματα της πολιτικής επιλογής τους να περιφρουρήσουν την βουλή, δεν πρόλαβαν ούτε καν να συνεννοηθούν σωστά με τους επίσημους εκπροσώπους του θεάματος,  ώστε να υπάρξει μια σύμπνοια στην εκ των υστέρων κατασκευή των γεγονότων. Έτσι, παρακολουθούσαμε έξαλλα και πανικόβλητα τα διάφορα φερέφωνα του ΚΚΕ στα δελτία ειδήσεων να προσπαθούν να αποτρέψουν τους διάφορους πρετεντέρηδες και λοιπούς υπαλλήλους από το να εκφράζουν τον θαυμασμό τους για το ΚΚΕ και τον ρόλο του στην περιφρούρηση της βουλής (και όχι της πορείας).

Υπό άλλες συνθήκες, και ίσως σε κάποια άλλη εποχή, που ο μηχανισμός της σταλινικής γραφειοκρατίας ήταν ακόμα σε πολύ καλύτερη φόρμα, στόχος τους θα ήταν λιγότερο το να γίνουν πιστευτοί, όσο το να είναι η μοναδική άποψη που κυκλοφορεί επίσημα. Αλλά ο αυτοματισμός αυτός είναι, δυστυχώς για τον Περισσό, στην ίδια κατάσταση αποσύνθεσης που είναι και το πτώμα του Στάλιν. Ο φανατισμός τους όμως δεν τους επιτρέπει να αναγνωρίσουν αυτήν την αποσύνθεση. Έχοντας  την εντύπωση πως ο κόσμος στον οποίο απευθύνονται έχει τα χαρακτηριστικά των μελών του κόμματος (είναι δηλαδή αποβλακωμένοι, ηλίθιοι και καχύποπτοι με κάθε τι που δεν έχει την σφραγίδα του κόμματος), καταλήγουν σε ένα βαθμό παραποίησης που θα έκανε ακόμα και τους εκπαιδευτές της KGB να τραβάνε τα βυζιά τους. Η απόγνωση τους δεν μπόρεσε να κρυφτεί έντεχνα, και ακόμα και η Παπαρήγα μιλούσε στα κανάλια με ένα άγχος που μόνο μια πρωτοετής φοιτήτρια που την εξετάζουν αδιάβαστη θα είχε.

Πως ξεδιπλώθηκε αυτή η παραποίηση; Το ΚΚΕ αποφάσισε να αντικαταστήσει την αστυνομία κατά την διάρκεια της πορείας, συνεργάστηκε επίσημα μαζί της, παρέδωσε κόσμο που ξυλοκόπησε στους μπάτσους, επιτέθηκε μαζί με τα ΜΑΤ στον κόσμο της διαδήλωσης, και βγήκε στο τέλος με ένα θράσος που μόνο σταλινικοί έχουν αποδείξει ότι κατέχουν, και υποστήριξε ότι όσοι επιτέθηκαν στις ορδές τους ήταν -τι άλλο- αστυνομικοί. 'Ενα κόμμα που έχει αποδείξει ιστορικά ότι έχει την καλύτερη σχέση με τον κρατικό μηχανισμό (ακόμα και όταν δεν τον ελέγχει), νιώθει σαν ψάρι μέσα στο νερό όταν κατασκευάζει ψέμματα. Την σκυτάλη της παραποίησης αυτής ανέλαβε ο Ριζοσπάστης, ο οποίος με μια σειρά φωτογραφίες (που μόνο αν είσαι λοβοτομημένος σε πείθουν για οτιδήποτε) βάλθηκε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Εστιάζοντας στις πιο απλές και ασήμαντες λεπτομέρειες, προσπάθησε να αποτρέψει την εξέταση της θεμελιώδους πραγματικότητας: ότι δεν υπάρχει κάτι πιο λογικό απο το να βλέπεις κόσμο που έχει επιλέξει να αντισταθεί να βρίζει και να επιτίθεται στους σταλινικούς. Και αυτό είναι το μοναδικό στοιχείο το οποίο χάλασε το σχετικά έτοιμο παραμύθι. Οι εκατοντάδες του κόσμου που δεν υπέκυψαν στις οργανωμένες και εξοπλισμένες ορδές των σταλινικών, και απάντησαν με τέτοιο τρόπο στις επιθέσεις που ανάγκασαν τελικά τους μπάτσους να παρέμβουν για να εξισορροπήσουν την κατάσταση.

Τα μέσα που χρησιμοποίησε το πλήθος για να απαντήσει στον κατασταλτικό μηχανισμό των ΚΝΑΤ μπορεί να μην βρίσκουν σύμφωνους όσους συμμετείχαν στην σύγκρουση, αλλά ακόμα προσπαθούμε να καταλάβουμε πως το να ανοίγεις κεφάλια με καδρόνια και πέτρες ή το να πετάς κόσμο από την οροφή του Τερκενλή στο κενό είναι περισσότερο δικαιολογήσιμες σαν επιλογές. Όσο και αν θέλουν κάποιοι να υποστηρίξουν το αντίθετο, ο κόσμος που αντιστάθηκε και επιτέθηκε στους σταλινικούς ήταν ο κόσμος της πορείας, ένα πλήθος χωρίς συνοχή. Δεν ήταν ένας κομματικός μηχανισμός που έχει την ευθύνη για την πολιτική επιλογή των κινήσεων του. Και αν πονάει κάτι το ΚΚΕ περισότερο από όλα, είναι το γεγονός πως για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, δεν κατάφερε να επιβληθεί στον δρόμο.

Η αισθητική απέχθεια του ΚΚΕ προς κάθε αλήθεια ξεπέρασε τα όρια της όμως με τον θάνατου του άτυχου οικοδόμου. Ένα κόμμα που έχει συνηθίσει να περιφρονεί τα ίδια του τα μέλη πάνω από οποιονδήποτε άλλο, έδειξε περίτρανα μέχρι που φτάνει η πολιτική του αλητεία. Ο θάνατος του οικοδόμου από τα δακρυγόνα των μπάτσων ήταν ένα γεγονός που μπορούσε να χαλάσει την σούπα της επίσημης ιστορίας που ξεφούρνιζε το κόμμα. Ο παραλογισμός όμως έφτασε στο απόλυτο κρεσέντο: δεν ήταν η αστυνομία που σκότωσε τον διαδηλωτή, αλλά οι επιθέσεις των κουκουλοφόρων, οι οποίες όμως (διαλαλεί το κόμμα) ήταν καθοδηγούμενες από την αστυνομία. Μια λογική που κάνει κύκλο, χωρίς βέβαια να εφάπτεται η αρχή με το τέλος γιατί απλά καταρρέει. Και έτσι απλά, με το βλέμμα στραμμένο εχθρικά προς το πλήθος, ο θάνατος ενός ανθρώπου σε μια διαδήλωση γίνεται ακόμα ένα σκαλοπάτι για να εντοιχιστεί βαθιά η νομιμότητα και η υπεράσπιση ενός συστήματος του οποίου οι υπήκοοι χωρίζονται ολοένα και περισσότερο σε δύο στρατόπεδα, το ένα εκ των οποίων επιθυμεί την καταστροφή του.

18 Οκτ 2011

γράμμα από το 1926







"Πλησιάζει η στιγμή που οι φουσκωμένες θάλασσες της αγανάκτησης θα ξεχυθούν στα παγωμένα ποτάμια, θα πλυμμηρίσουν, θα σκάψουν βαθιά την πετρωμένη χέρσα γη, θα σαρώσουν σύνορα, θα γκρεμίσουν τις εκκλησίες, θα πλύνουν τους λόφους απ' την αστική αυταρέσκεια, θα κλαδέψουν τις κορφές της αριστοκρατικής αναισθησίας, θα βυθίσουν τα φράγματα που η μειονότητα των εκμεταλλευτών στήνει στον δρόμο της εκμεταλλευόμενης μάζας, θα ξαναδώσουν στην ανθρωπότητα το μέλλον της γλιτώνοντας την απ' τους απαρχαιωμένους θεσμούς, τους θρησκευτικούς φόβους, το σοβινιστικό φανατισμό και όλα όσα διαιωνίζουν την εξαθλίωση των πολλών για το συμφέρον των δίποδων καρχαριών, για τις κυράτσες τους και όλη τους τη φάρα."

14 Οκτ 2011

schadenfreude



αν περπατάς χαμένος
μια βροχερή μέρα του φθινοπώρου
και νιώθεις πως χάνεται η βαρύτητα
και ούτε η ίδια σου η άρνηση δεν μπορεί να σε συνεφέρει
μην παριστάνεις τον μάγκα
εκεί κάτω υπάρχουν κάτι κορίτσια
που θα σε κάνουν κομμάτια...

Πρόσφατη ενασχόληση: βόλτα στα διάφορα blogs. Τσουπ, από το ένα στο δεύτερο, από εκεί ένα τρίτο και σίγουρα στο πέμπτο έχεις ξεχάσει από που ήρθες. Και συνεχίζεις. Μοναδικό εμπόδιο: τα δικά σου όρια. Ένα ακόμα δίκτυο σε ένα δικτυωμένο κόσμο. Κουκουλωμένος κάτω από ένα παμφάγο πάπλωμα, με την αλαζονεία του αρρώστου, ένας πυρετός κάνει τα βήματα κλικς και ανοίγουν σε παράλληλα παράθυρα ένα σωρό κόσμοι...Ένα σωρό; Μπα, μην τρελαίνεσαι. Ότι υπάρχει έξω υπάρχει και εδώ.

Η πιο πρόσφατη μόδα στην αθήνα είναι η κατάθλιψη. Έτσι είναι. Μια απαισιοδοξία παντού, που μόνο αυτή η εποχή μπορεί να γεννήσει. Μια παρακμή με ψήγματα ομορφιάς (μα καλά, πάντα έτσι δεν ήταν;). "Είμαστε σε ένα καμπαρέ", είπε μια φίλη, "λίγο πριν το ξέσπασμα του 2ου παγκοσμίου πολέμου."

Τα blogs, πιστά στην αναπαραγωγή της καθημερινής μας βαρεμάρας χωρίς προσχήματα, αντανακλούν την συνθήκη αυτή. Κάποια ξεφεύγουν λίγο, αν όχι από περιεχόμενο, τουλάχιστον σε στυλ. Όπως και να έχει, μπορεί να διαβάζεις για κάτι μίζερο, αλλά άλλη αίσθηση έχει το καλογραμμένο μίζερο.

Η θεματολογία μεγάλη όσο και κοινότοπη. Αβεβαιότητα για το μέλλον, αγωνία για το παρόν. Για τους ανθρώπους γύρω σου, τους κοντινούς, τους μακρινούς, τα κατοικίδια σου. Στοχασμοί πάνω στην μετανάστευση, αναστοχασμοί από ήδη μετανάστες. Ενοχικά σχόλια, χαζο-χαρούμενες πλακίτσες, παγωμένο χιουμοράκι. Κάπου-κάπου, στα πιο πολιτικοποιημένα blogs, ειλικρινείς απορίες: "μα γιατί δεν απεργούμε όλοι μαζί;" (που να σου εξηγώ...)

Οι καταστάσεις που περιγράφονται αγγίζουν λόγω εγγύτητας. Αν όχι άμεσης, τότε έμμεσης. Τι μέλει γενέσθαι, αναρωτιόμαστε φωναχτά. Σιγά σιγά αποκτάμε την ιδιότητα του ηδονοβλεψία: ξέρεις, όχι αυτουνού που παρακολουθεί μια ερωτική συνύπαρξη για να την βρεί, του άλλου, του χειρότερου. Εκείνου που ο φροϋντ αποκάλεσε χαιρέκακο. Να την βρίσκεις, δηλαδή, παρακολουθώντας την μιζέρια των άλλων. Δεν είναι ακριβώς πως την βρίσκεις, βέβαια, είναι περισσότερο πως έτσι ανομολόγητα, προτιμάς να διαβάζεις ιστορίες κατάπτωσης και όχι ευτυχίας. Σε τραβάνε. Λίγο όπως προτιμάς τα θρίλερ από τις χαζο-κομεντί. Καποιες φορές. Ειδικά τώρα όμως, που αυτές οι ιστορίες είναι τόσο κοντά στις δικές σου. Αυτή πήρε απόφαση να φύγει. Αυτός δεν ξέρει τι να γράψει, όταν επικρατούν τέτοιες καταστάσεις γύρω του. Εκείνη πιο πέρα έμεινε άνεργη και ξαφνικά άστεγη. Κλικ, κλικ, κλικ, παράθυρο και πακέτο. Εσώψυχα, εξώψυχα, ενδόμυχα, kuchen ψυχοθεραπεία σε προσιτές τιμές. Η εξάπλωση έχει να κάνει με την εγγύτητα, το είπαμε αυτό. Και δυστυχώς είναι αλήθεια.

Ποιός μπορεί να πει σήμερα πως δεν χρωστάει, τόσο ώστε το άγχος του αν θα καταφέρεις ποτέ να ξεπληρώσεις να μετατρέπεται σε μόνιμο; Ποιά μπορεί να πει πως δεν έχει σκεφτεί σοβαρά να φύγει για το εξωτερικό; Ποιός μπορεί να πει πως έχει σταθερή δουλειά; Πως την βγάζει τώρα, αλλά θα την βγάζει και αργότερα; Ποιά μπορεί να εγγυηθεί ότι οι δικοί της δεν θα πεινάσουν στο μέλλον; Ποιός δεν έχει νιώσει πως αυτή η μαλακία δεν λέει να τελειώσει;

Τι λείπει από όλα αυτά; Το ότι είναι αληθινά δεν τα κάνει, στην τελική, πλήρη. Τι λείπει λοιπόν;

Αυτό που έλειπε πάντα, θα έλεγαν κάποιοι. Αυτό που λείπει από την ίδια την ζωή που δεν ζει, που χρειάζεται μερικές φορές μεγεθυντικό φακό για να το προσεξεις, που για να μην περνάει στα ψιλά θέλει προσπάθεια. Και έλεος, δεν περνάνε στα ψιλα λόγω ΜΜΕ, είπαμε τώρα την πληροφόρηση την φτιάχνουμε εμείς, έτσι δεν είναι;

Λείπει, ας πούμε, μια ιστορία για μια πραγματικά ωραία βόλτα μιας βροχερής μέρας. Λείπει μια επανάληψη της τρελής φάσης που έκαναν κάποια κομάντα στην βέροια ένα βράδυ, επανασυνδέοντας το ρεύμα σε όσους το είχε κόψει η ΔΕΗ. Με οδηγίες σαφείς για το πως θα το κάνουμε και εμείς εδώ. Λείπει μια καθημερινή ιστορία τρέλας (ατομικής ή συλλογικής) για έμπρακτη αρνήση πληρωμών της κάθε μαλακίας που σκαρφίζονται με γεωμετρική ταχύτητα πλέον οι υπάλληλοι του κράτους. Ένα μικρό σε βεληνεκές αλλά μεγαλοπρεπές σε έκταση κωλοδάχτυλο. "Βρε δε πα να γαμηθείτε.."

Προτιμάμε την μιζέρια. Πάντα την προτιμούσαμε νομίζω. Είναι πιο εύκολη, έχει στυλ. Και βυθιζόμαστε κάθε μέρα σε ένα schadenfreude χωρίς τέλος. Μάλλον επειδή νομίζουμε πως όταν τελικά θα φτάσει και η ώρα μας, θα είμαστε προετοιμασμένοι.

4 Οκτ 2011

επίκαιρο σχόλιο του 1977


(αντιγραφη από το rioter.info)

 Συνέντευξη του Paul Mattick στη Lotta Continua 

(οικονομική κρίση & επαναστατική βία), 1977

 


Ερώτηση: Φαίνεται πως μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο δριμείας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Ποιά είναι τα νέα χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου, σε σύγκριση με εκείνην του 1930′;

Απάντηση: Η βασική αιτία της τρέχουσας κρίσης [1977] είναι η ίδια με κάθε προηγούμενη καπιταλιστική κρίση. Ωστόσο, κάθε κρίση έχει δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όσον αφορά το ξεκίνημά της, τις αντιδράσεις που προκαλεί, και το αποτέλεσμά τους. Η μεταβαλλόμενη διάρθρωση του κεφαλαίου είναι ο λόγος αυτών των ιδιαιτεροτήτων. Σε γενικές γραμμές, μια κρίση ακολουθεί μια περίοδο επιτυχούς συσσώρευσης κεφαλαίου, όπου τα κέρδη που παράγονται και πραγματοποιούνται είναι εφικτά να διατηρήσουν έναν δεδομένο ρυθμό επέκτασης. Αυτή η κατάσταση καπιταλιστικής ευφορίας απαιτεί μια ολοένα αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας, αρκετά μεγάλη ώστε να αντισταθμίσει τη σχετική μείωση της κερδοφορίας που προέκυψε απ’ την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου. Το ανταγωνιστικό κι ως εκ τούτου τυφλό κυνήγι του κέρδους εκ μέρους κάθε μεμονωμένου κεφαλαίου δεν μπορεί παρά να αγνοήσει την μεταβαλλόμενη σύνθεση κεφαλαίου/εργασίας, τη σύνθεση του κοινωνικού κεφαλαίου. Η κρίση ξεσπά, όταν μια ραγδαία δυσαναλογία μεταξύ του απαιτούμενου ρυθμού κερδοφορίας του κοινωνικού κεφαλαίου και του αναγκαίου ρυθμού συσσώρευσης απαγορεύει την περαιτέρω επέκτασή του. Αυτή η υποβόσκουσα μα αψηλάφητη εμπειρικά απόκλιση έρχεται στο προσκήνιο με όρους αγορών, ως έλλειψη πραγματικής ζήτησης, κάτι που είναι μια άλλη έκφραση για την έλλειψη συσσώρευσης πάνω στην οποία συσσώρευση βασίζεται η πραγματική ζήτηση.

Οι πριν το 1930 περίοδοι ύφεσης, αντιμετωπίστηκαν με αποπληθωριστικές πολιτικές, δηλαδή, αφήνοντας τους “νόμους της αγοράς” να κάνουν τον κύκλο τους με την προσδοκία ότι αργά ή γρήγορα η φθίνουσα οικονομική δραστηριότητα θα αποκαθιστούσε την παλιά ισορροπία προσφοράς και ζήτησης κι έτσι να αναζωογονήσει την κερδοφορία του κεφαλαίου. Η κρίση του 1930 ωστόσο, ήταν τόσο βαθυά κι εκτεταμένη που απέτρεπε μια αντιμετώπισή της μ’ αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο. Η απάντηση ήταν αυτήν τη φορά πληθωριστικές πολιτικές -δηλαδή, κυβερνητικές παρεμβάσεις στους μηχανισμούς της αγοράς, μέχρι το σημείο ενός παγκοσμίου πολέμου, ώστε να αναδιαρθρωθεί η παγκόσμια οικονομία μέσω μιας βίαιας συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, εις βάρος των πιο αδύναμων εθνικών κεφαλαίων, και μέσω της άπλετης καταστροφής κεφαλαίου τόσο σε νομισματική όσο και σε φυσική μορφή. Χρηματοδοτημένα μέσω των δημοσιονομικών ελλειμάτων, δηλαδή με πληθωριστικές μεθόδους, τα αποτελέσματα ήταν και πάλι αποπληθωριστικά, όμως σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ’ αυτήν που είχε επιτευχθεί ως τότε με την παθητική προσκόλληση στους “νόμους της αγοράς”. Η μακρά περίοδος ύφεσης και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, και η συνεπαγόμενη τεράστια καταστροφή κεφαλαίου, δημιούργησε τις συνθήκες για μια εξαιρετικά μακροχρόνια περίοδο καπιταλιστικής επέκτασης στις πιο προηγμένες δυτικές χώρες.

Τόσο ο αποπληθωρισμός όσο και ο πληθωρισμός οδηγούσαν μετέπειτα στο ίδιο αποτέλεσμα, σε μια νέα άνοδο του κεφαλαίου, και συνεπώς χρησιμοποιήθηκαν εναλλάξ στις προσπάθειες διασφάλισης της καινούριας οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας. Αναμφίβολα, είναι εφικτό μέσω χρηματοδότησης του ελείμματος, δηλαδή μέσω πίστωσης, να ζωογονηθεί μια στάσιμη οικονομία. Αλλά δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί ο ρυθμός κερδοφορίας του κεφαλαίου καθ’ αυτόν τον τρόπο και κατά συνέπεια να διαιωνιστούν οι συνθήκες της ευημερίας. Ήταν λοιπόν απλά θέμα χρόνου μέχρι ο μηχανισμών των κρίσεων της καπιταλιστικής παραγωγής να επιβεβαιωθεί ξανά. Είναι προφανές ότι η απλή διαθεσιμότητα πίστωσης ώστε να επεκταθεί η παραγωγή δεν αποτελεί λύση για την κρίση, αλλά μια εφήμερη αντανακλαστική πολιτική με μόνο προσωρινά “θετικά” αποτελέσματα. Αν δεν ακολουθηθεί από μια αυθεντική ανάκαμψη του κεφαλαίου, με βάση μεγαλύτερη κερδοφορία, είναι αναγκασμένη να καταρρεύσει από μόνη της. Το “Κεϋνσιανό αντίδοτο” έχει οδηγήσει απλώς σε μια νέα κατάσταση κρίσης με αυξανόμενη ανεργία και αύξοντα πληθωρισμό -και τα δυο εξίσου επιζήμια για το καπιταλιστικό σύστημα.

Η παρούσα κρίση δεν έχει φτάσει ακόμα το επίπεδο των αναταραχών που, στη δεκαετία του 1930, οδήγησαν απ’ την ύφεση στον πόλεμο. Παρά το ότι δεν μπορούν να ξεπεράσουν την τρέχουσα κρίση, τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ύφεσης ανακουφίζουν σε κάποιον βαθμό την κοινωνική αθλιότητα που προκαλείται απ’ την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. Όμως, σε μια στάσιμη καπιταλιστική οικονομία, αυτά τα μέτρα γίνονται τα ίδια παράγοντες περαιτέρω επιδείνωσης. Καθιστούν πιο δύσκολη την ανάκτηση ενός οριακού σημείου για μια νέα άνοδο. Επίσης, ο βαθμός της διεθνούς “ενσωμάτωσης” της καπιταλιστικής οικονομίας, μέσω των φιλελεύθερων εμπορικών πολιτικών και των νομισματικών συμφωνιών, υπονομεύεται σταθερά από το βάθεμα της ύφεσης. Τάσεις προστατευτισμού διαταράσσουν την παγκόσμια αγορά ακόμη περισσότερο. Καθώς η ύφεση δεν μπορεί να ξεπεραστεί, παρά μόνον εις βάρος του εργαζόμενου πληθυσμού, η αστική τάξη θα πρέπει να δοκιμάσει όλα τα διαθέσιμα μέσα, οικονομικά όσο και πολιτικά, προκειμένου να υποβαθμίσει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Η άυξηση της ανεργίας, αν και βοηθά, δεν είναι ικανή να περικόψει αποτελεσματικά τους μισθούς και να αυξήσει την κερδοφορία του κεφαλαίου. Τα εισοδήματα όλων των στρωμάτων της κοινωνίας πλην των καπιταλιστικών θα πρέπει να μειωθούν, η λεγόμενη κοινωνική πρόνοια να συρρικνωθεί, σε μια προσπάθεια να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου πάνω από ένα νέο όριο που θα επιτρέπει την περαιτέρω επέκταση. Αν και ένα γρήγορο ανέβασμα του πληθωρισμού έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα, είναι περιορισμένο λόγω της αύξουσας αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής και της κοινωνίας εν γένει. Ως μόνιμη πολιτική θα μπορούσε να απειλήσει την ίδια την ύπαρξη του συστήματος.


Ερώτηση: Σ’ αυτά τα πλαίσια, πώς βλέπετε τον ρόλο της Αριστεράς, και ιδιαίτερα του Κομμουνιστικού Κόμματος; Ποιά η έννοια του ευρωκομμουνισμού;

Απάντηση: Πρέπει να διακρίνει κανείς μεταξύ μιας “αντικειμενικά αριστεράς” στην κοινωνία, που είναι το προλεταριάτο ως τέτοιο, και της οργανωμένης αριστεράς που δεν είναι απαραίτητα προλεταριακής φύσης. Μέσα στην οργανωμένη αριστερά, σε κάθε περίπτωση στην Ιταλία, το ΚΚ κρατά την κυρίαρχη θέση. Σ’ αυτήν τη συγκεκριμένη στιγμή, πιθανότατα καθορίζει τις “αριστερές πολιτικές” παρά την αντίθεση άλλων οργανώσεων στα αριστερά ή τα δεξιά του. Αλλά το ΚΚ δεν είναι μια κομμουνιστική οργάνωση με την παραδοσιακή έννοια. Εδώ και καιρό έχει μετατραπεί σε έναν σοσιαλδημοκρατικό σχηματισμό, ένα ρεφορμιστικό κόμμα, που βρίσκεται σαν στο σπίτι του εντός του καπιταλιστικού συστήματος κι ως εκ τούτου προσφέρει τον εαυτό του ως μηχανισμό στήριξης. Πρακτικά, υπάρχει για να εξυπηρετεί τις αστικές φιλοδοξίες της ηγεσίας του και τις ανάγκες της γραφειοκρατίας του, μεσολαβώντας μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου προκειμένου να διασφαλίσει την τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων. Το γεγονός της μεγάλης εργατικής βάσης του είναι ενδεικτικό της ανετοιμότητας ή της απροθυμίας των εργαζομένων να ανατρέψουν το καπιταλιστικό σύστημα, και του πόθου τους, αντ’ αυτού, να βολευτούν μέσα σ’ αυτό. Η ψευδαίσθηση ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, ενισχύει τις καιροσκοπικές πολιτικές του ΚΚ. Επειδή μια παρατεταμένη ύφεση, θα απειλούσε να τινάξει στον αέρα το καπιταλιστικό σύστημα, είναι ουσιώδες για το ΚΚ, όπως και για κάθε άλλη ρεφορμιστική οργάνωση, να βοηθήσει την αστική τάξη να ξεπεράσει τις συνθήκες της κρίσης. Κατά συνέπεια, είναι αναγκασμένοι να εμποδίζουν τις δράσεις της εργατικής τάξης που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν, ή να εμποδίσουν μια καπιταλιστική ανάκαμψη. Οι ρεφορμιστικές και καιροσκοπικές πολιτικές τους αποκτούν έναν ανοιχτά αντεπαναστατικό χαρακτήρα μόλις το σύστημα τίθεται σε κίνδυνο από τις δραστηριότητες της εργατικής τάξης που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν εντός του καπιταλιστικού συστήματος σε συνθήκες κρίσης.

Ο “Ευρωκομμουνισμός” που πλασάρει το ΚΚ είναι άνευ νοήματος, καθώς ο κομμουνισμός δεν είναι γεωγραφική αλλά κοινωνική κατηγορία. Αυτός ο κενός όρος σηματοδοτεί  μια προσπάθεια εκ μέρους των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων να διαφοροποιήσουν τις σημερινές πολιτικές τους απ’ αυτές του παρελθόντος. Αποτελεί μια δήλωση ότι ο παλιός και ξεχασμένος στόχος του κρατικού καπιταλισμού, έχει εγκαταληφθεί προς όφελος μιας μεικτής οικονομίας του σημερινού καπιταλισμού. Ο “Ευρωκομμουνισμός” είναι ένα αίτημα για επίσημη αναγνώριση και πλήρη ενσωμάτωση στο καπιταλιστικό σύστημα, που συνεπάγεται φυσικά, μια ενσωμάτωση στα διάφορα έθνη-κράτη που απαρτίζουν την ευρωπαϊκή ζώνη. Είναι ένα αίτημα για περισσότερες “αρμοδιότητες” εντός του πλαισίου του καπιταλιστικού συστήματος και των κυβερνήσεών του, και μια δέσμευση να μη διαταράξουν έναν ελάχιστο βαθμό συνεργασίας μεταξύ των καπιταλιστικών εθνών στα ευρωπαϊκά πλαίσια, καθώς και να απέχουν από κάθε είδους δραστηριότητα που μπορεί να διαταράξει τη φαινομενική συναίνεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Δε συνεπάγεται μια ριζική ρήξη με τις κρατικοκαπιταλιστικές χώρες του κόσμου, αλλά απλώς τη διαπίστωση ότι κι αυτές οι χώρες επίσης, δεν ενδιαφέρονται για την επέκταση του κρατικοκαπιταλιστικού συστήματος με επαναστατικά μέσα, αλλά μάλλον για μια πλήρη ενσωμάτωση στην καπιταλιστική παγκόσμια αγορά, παρά τις υπόλοιπες κοινωνικο-οικονομικές διαφορές μεταξύ των συστημάτων του ιδιωτικού και του κρατικού καπιταλισμού.


Ερώτηση: Τί δυνατότητες υπάρχουν για επαναστατική δράση, ή για δράση προετοιμασίας για μια μελλοντική επανάσταση; Ποιές δυνατότητες βλέπετε στους εργάτες, τους ανέργους, τους φοιτητές, τις ακροαριστερές ομάδες;

Απάντηση: Οι επαναστατικές δράσεις στρέφονται κατά του συστήματος ως σύνολο – για την ανατροπή του. Αυτό προϋποθέτει μια γενική αποδιοργάνωση της κοινωνίας, η οποία ξεφεύγει από κάθε πολιτικό έλεγχο. Μέχρι στιγμής, τέτοιες επαναστατικές δράσεις έχουν συμβεί μόνο σε σχέση με κοινωνικές καταστροφές, όπως αυτές που εξαπέλυσαν χαμένοι πόλεμοι και οι σχετικές οικονομικές καταρρεύσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι τέτοιες καταστάσεις αποτελούν και απόλυτες προϋποθέσεις για την επανάσταση, αλλά είναι ενδεικτικό του βαθμού της κοινωνικής αποσύνθεσης που προηγείται των επαναστατικών ξεσηκωμών. Η επανάσταση πρέπει να περιλαμβάνει την πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού. Δεν είναι κάποια ιδεολογία αλλά η αναγκαιότητα που θέτει τις μάζες σε επαναστατική κίνηση. Οι δραστηριότητες που προκύπτουν παράγουν τη δική τους επαναστατική ιδεολογία, δηλαδή μια αντίληψη του τί πρέπει να γίνει για να νικήσει ο αγώνας ενάντια στους υπερασπιστές του συστήματος. Προς το παρόν, οι πιθανότητες για επαναστατική δράση είναι εξαιρετικά χαμηλές, καθώς οι πιθανότητες επιτυχίας είναι πρακτικά μηδαμινές. Χαρις στις προηγούμενες εμπειρίες, οι άρχουσες τάξεις περιμένουν μια επαναστατική δραστηριότητα και έχουν εξοπλιστεί καταλλήλως. Η στρατιωτική ισχύς τους δεν απειλείται ακόμα από εσωτερική λιποταξία. Πολιτικά έχουν ακόμα την υποστήριξη των μεγάλων εργατικών οργανώσεων και της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Δεν έχουν εξαντλήσει ακόμα τους μηχανισμούς χειραγώγησης της οικονομίας, και παρά τον αύξοντα διεθνή ανταγωνισμό για τα συρρικνούμενα κέρδη της οικονομίας της εργασίας, είναι ενωμένοι παγκόσμια ενάντια στις προλεταριακές εξεγέρσεις οπουδήποτε κι αν συμβούν. Σ’ αυτό το κοινό μέτωπο βρίσκονται επίσης τα λεγόμενα σοσιαλιστικά καθεστώτα, προκειμένου να υπερασπιστούν τις δικές τους ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης.

Ενώ μια σοσιαλιστική επανάσταση σ’ αυτό το στάδιο ανάπτυξης φαίνεται κάτι παραπάνω από αμφίβολη, το σύνολο των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνει η εργατική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της διαθέτουν έναν εν δυνάμει επαναστατικό χαρακτήρα καθώς ο καπιταλισμός περνάει σε μια κατάσταση παρακμής που ενδέχεται να διαρκέσει για αρκετό καιρό. Κανείς δεν είναι ικανός να προβλέψει τις διαστάσεις της ύφεσης λόγω έλλειψης των σχετικών δεδομένων. Όμως ο καθένας έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματική κρίση και αναγκάζεται ν’ αντιδράσει σ’ αυτήν, η αστική τάξη το κάνει με τον τρόπο της, η εργατική τάξη με αντίθετους τρόπους. Σε περιόδους σχετικής οικονομικής σταθερότητας ο αγώνας των εργαζομένων επιταχύνει τη συσσώρευση του κεφαλαίου, αναγκάζοντας την αστική τάξη να υιοθετήσει πιο αποτελεσματικούς τρόπους αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, προκειμένου να διατηρήσει το απαραίτητο ποσοστό κέρδους. Οι μισθοί μπορεί να αυξάνονται μαζί με τα κέρδη, χωρίς κάτι τέτοιο να διαταράσσει την επέκταση του κεφαλαίου. Μια ύφεση όμως, φέρνει αυτήν την ταυτόχρονη (αν και δυσανάλογη) αύξηση μισθών και κερδών σ’ ένα τέλμα. Η κερδοφορία του κεφαλαίου πρέπει να αποκατασταθεί προτού η συσσωρευτική διαδικασία μπορέσει να συνεχιστεί. Η πάλη μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου τώρα αγκαλιάζει την ίδια την ύπαρξη του συστήματος, προσδεδεμένο καθώς είναι στη διαρκή επέκταση. Αντικειμενικά, η κανονική οικονομική πάλη παίρνει επαναστατικές προεκτάσεις κι έτσι, πολιτικές μορφές, καθώς μια τάξη μπορεί να πετύχει κάτι μόνο εις βάρος της άλλης. Η εργατική τάξη δε χρειάζεται να αντιλαμβάνεται τον αγώνα της ως τον δρόμο προς την επανάσταση, εντός μιας κατάστασης επίμονης καπιταλιστικής παρακμής ο αγώνας της παίρνει επαναστατική χροιά, άσχετα από κάθε συνειδητοποίηση.

Φυσικά, οι εργαζόμενοι μπορεί να είναι έτοιμοι ν’ αποδεχθούν, εντός κάποιων ορίων, ένα ολοένα και μικρότερο μερίδιο του κοινωνικού προϊόντος, έστω και μόνο για να αποφύγουν τα δεινά μιας ανοιχτής σύγκρουσης με την αστική τάξη και το κράτος της. Όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να φέρει μια νέα οικονομική ανάκαμψη κι ως εκ τούτου δεν είναι αρκετό για να κάμψει την διογκούμενη ανεργία. Αυτό το χάσμα μεταξύ εργαζομένων και ανέργων, αν και αποτελεί αναγκαιότητα για το κεφάλαιο, αποβαίνει πραγματικό δίλημμα για τον καπιταλισμό, φέροντας μια σταθερά αυξανόμενη ανεργία σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας και παρακμής. Αν κάποιος επιθυμεί να προτείνει στους εργαζόμενους πώς να αντιδράσουν στο βάθεμα της κρίσης, το μόνο που θα αρκούσε να πεί θα ήταν να οργανωθούν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι άνεργοι σε οργανώσεις υπό τον δικό τους άμεσο έλεγχο, και να αγωνιστούν για τις άμεσες ανάγκες τους, ασχέτως της κατάστασης της οικονομίας και της ταξικής συνεργασίας του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος. Με άλλα λόγια, να αγωνιστούν στην πάλη των τάξεων όπως αγωνίζεται η αστική τάξη. Το πλεονέκτημα είναι με την πλευρά της αστικής τάξης, καθώς ο κρατικός μηχανισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο από μια ισχυρότερη δύναμη, που, αρχικά τουλάχιστον, μπορεί να είναι η διαρκής διαταραχή της παραγωγικής διαδικασίας, που αποτελεί τη βάση κάθε καπιταλιστικής εξουσίας, και οι ακατάβλητες δραστηριότητες των ανέργων να πάρουν απ’ την αστική τάξη τα μέσα της επιβίωσής τους. Όσον αφορά τους ριζοσπάστες φοιτητές και τις επαναστατικές ομάδες, προκειμένου να είναι αποτελεσματικές, πρέπει να διαχέονται στα κινήματα των εργαζομένων και των ανέργων. Όχι για να προπαγανδίσουν κάποιο ιδιαίτερο δικό τους πρόγραμμα, αλλά για να εκφράζουν σε κάθε περίπτωση το νόημα της επικείμενης ταξικής πάλης και τις κατευθύνσεις που πρέπει να πάρει λόγω των εγγενών νόμων της καπιταλιστικής παραγωγής.

Ερώτηση: Ποιό ρόλο αποδίδετε στη βία, και συγκεκριμένα στον ένοπλο αγώνα, στη ριζοσπαστική δραστηριότητα;

Απάντηση: Δεν πρόκειται για ένα ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί αποδίδοντας στη βία έναν θετικό ή έναν αρνητικό ρόλο. Η βία είναι εγγενής στο σύστημα κι ως εκ τούτου αναγκαία τόσο για το κεφάλαιο όσο και για την εργασία. Έτσι, η αστική τάξη μπορεί να υπάρξει μόνο χάρη στην έλεγχο επί των μέσων παραγωγής, είναι λοιπόν υποχρεωμένη να υπερασπιστεί αυτόν τον έλεγχό της με μέσα όχι αποκλειστικά οικονομικά, μέσω του μονοπωλίου της επί των μέσων καταστολής επίσης. Ήδη μια άρνηση της εργασίας καθιστά την κατοχή των μέσων παραγωγής άνευ νοήματος, καθώς δεν είναι παρά η διαδικασία της εργασίας που παράγει καπιταλιστικό κέρδος. Ένας “καθαρά οικονομικός” αγώνας μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου είναι λοιπόν εκτός της συζήτησης. Η αστική τάξη θα συμπληρώνει πάντα με βία αυτόν τον αγώνα όποτε νιώθει πως η ύπαρξή του απειλεί σοβαρά την κερδοφορία του κεφαλαίου. Δεν επιτρέπει η ίδια στους εργάτες να επιλέξουν μεταξύ μή βίαιων και βίαιων μεθόδων ταξικού αγώνα. Είναι η αστική τάξη, έχοντας στα χέρια της τον κρατικό μηχανισμό, που αποφασίζει τί απ’ τα δύο θα ισχύσει σε κάθε περίπτωση. Η βία μπορεί να απαντηθεί μόνο με βία, ακόμα κι αν τα όπλα που επιστρατεύονται είναι εξαιρετικά άνισα. Δεν τίθεται θέμα αρχών εδώ, είναι απλά η πραγματικότητα της κοινωνικής ταξικής δομής.

Ωστόσο, το ζήτημα που μπαίνει εδώ είναι εάν τα ριζοσπαστικά στοιχεία στους αντικαπιταλιστικούς αγώνες θα πρέπει να πάρουν την πρωτοβουλία στη χρήση βίας, αντί να αφήσουν την απόφαση στην αστική τάξη και τους μισθοφόρους της. Μπορεί να υπάρξουν καταστάσεις, φυσικά, που η αστική τάξη θα πιαστεί απροετοίμαστη κι όπου μια βίαιη σύγκρουση με τις ένοπλες δυνάμεις της μπορεί να οφελήσει τους επαναστάτες. Όμως ολόκληρη η ιστορία των ριζοσπαστικών κινημάτων δείχνει καθαρά πως τέτοια τυχαία συμβάντα δεν έχουν σταθερό αποτέλεσμα. Με στρατιωτικούς όρους, η αστική τάξη θα έχει πάντοτε το πάνω χέρι, εκτός εάν το επαναστατικό κίνημα πάρει τέτοιες διαστάσεις που να επηρεάζει τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό, διχάζοντας ή διαλύοντας τις ένοπλες δυνάμεις του. Είναι μόνο σε συνδυασμό με τα μεγάλα μαζικά κινήματα, που διαταράσσουν ολοκληρωτικά τον κοινωνικό ιστό, που γίνεται εφικτό να αποσπάσει τα μέσα καταστολής και μαζί τους τα μέσα παραγωγής από τις άρχουσες τάξεις.

Η ματαιότητα της άνισης στρατιωτικής αντιπαράθεσης δε στάθηκε ποτέ ικανή από μόνη της να αποτρέψει τη διεξαγωγή τους. Εγείρονται ωστόσο καταστάσεις, όπου τέτοιες αντιπαραθέσεις δίνουν το έναυσμα για σπουδαιότερα πράγματα και μπορεί να οδηγήσουν σε μαζικά κινήματα, όπως είναι γενικά οι προϋποθέσεις για την επαναστατική βία. Είναι γι αυτόν τον λόγο που είναι τόσο επικίνδυνο να επιμένει κανείς πάνω στην μη-βία και να καθιστά τη βία αποκλειστικό προνόμιο της άρχουσας τάξης. Όμως εδώ μιλούμε για κρίσιμες καταστάσεις, όχι σαν αυτές που υφίστανται σήμερα [1977] στις καπιταλιστικές χώρες, κι επίσης για ευρείες και ικανώς εξοπλισμένες ένοπλες δυνάμεις ικανές να διεξάγουν τον αγώνα τους για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Απουσία τέτοιων κρίσιμων καταστάσεων, οι δράσεις αυτές δεν είναι τίποτα παραπάνω από συλλογικές αυτοκτονίες, καθόλου ανεπιθύμητες για την αστική τάξη. Μπορεί μάλιστα να τις εκτιμήσει σε ηθικό ή αισθητικό επίπεδο, παρολαυτά δεν εξυπηρετούν τους σκοπούς της προλεταριακής επανάστασης, παρά μόνο την αναζήτηση μιας θέσης στο επαναστατικό φολκόρ.

Για τους επαναστάτες είναι ψυχολογικά αρκετά δύσκολο, αν όχι απίθανο, να υψώσουν τις φωνές τους ενάντια στην μάταιη εφαρμογή της “επαναστατική δικαιοσύνης” από τερροριστικές ομάδες και άτομα. Ακόμα και ο Μαρξ, που απεχθανόταν κάθε μορφή μηδενιστικής δράσης, δεν μπορούσε να αποφύγει να συνεπαρθεί από τα τερροριστικά χτυπήματα της ρωσσικής “Λαϊκής Θέλησης”. Πράγματι, η αντι-τρομοκρατία των επαναστατικών ομάδων δεν μπορεί να αποφευχθεί απλά και μόνο αναγνωρίζοντας την ματαιότητά της. Οι δράστες της δεν κινητοποιούνται απ’ την πεποίθηση ότι οι δράσεις τους θα οδηγήσουν άμεσα στην κοινωνική αλλαγή, αλλά απ’ την ανικανότητά τους να αποδεχθούν το αδιαμφισβήτητο της διαρκούς τρομοκρατίας της αστικής τάξης. Κι απ’ τη στιγμή που θα εμπλακούν στην παράνομη τρομοκρατία, οι νόμιμες τρομοκρατικές δυνάμεις θα τους αναγκάσουν να συνεχίσουν τις δράσεις τους μέχρι το πικρό τέλος. Αυτός ο τύπος ανθρώπων είναι ο ίδιος προϊόν της ταξικά διαχωρισμένης κοινωνίας και μια απάντηση στην αύξουσα αποκτήνωσή της. Δεν υπάρχει νόημα στη διαμόρφωση μιας συναίνεσης με την αστική τάξη, και την καταδίκη των δράσεών τους από προλεταριακή προοπτική. Είναι αρκετό να αναγνωρίσουμε την ματαιότητά τους και να αναζητήσουμε πιο αποτελεσματικούς τρόπους ξεπεράσματος του πανταχού παρόντα καπιταλιστικού τρόμου, μέσα από τις ταξικές δραστηριότητες του προλεταριάτου.
τα αυτοκίνητα, οι βόμβες και ο κινηματογράφος συγκρατούν το όλον