12 Νοε 2008

καλύτερα να τα πούμε από κοντά

Σε μια κοινωνία που καυχιέται ότι έχει καταργήσει τις γεωγραφικές αποστάσεις, η έννοια “από κοντά” αποδεικνύεται μια ακόμα υπόσχεση απόστασης. Το “κοντά” δεν είναι παρά η βούλα του οριστικού αποχωρισμού, και οι λέξεις που προφέρονται “απο κοντά” η σφραγίδα της επερχόμενης σιωπής. Ποτέ δεν θα ειπωθεί αρκετά ότι γλώσσα και λέξεις έχουν χάσει το νοημά τους. Με αυτόν το τρόπο το “να τα πούμε από κοντά” είναι μια πρόσκληση μη-επικοινωνίας. Ό,τι δεν έχει ειπωθεί ήδη, δεν θα ειπωθεί ποτέ “από κοντά”.

Πιστοί στον διαχωρισμό μορφής και περιεχομένου, οι νεκροζώντανοι πολίτες μοιάζουν να χαλαρώνουν με την επίφαση της οικειότητας. Στην ουσία όμως χαλαρώνουν λόγω της αποφυγής της επικοινωνίας, και το ξέρουν. Η ψευδής ειλικρίνεια που συνοδεύει αυτό που όλοι οι ενδιαφερόμενοι καταλαβαίνουν ως τελευταία συνάντηση είναι η τελετή λήξης ενός φεστιβάλ κοινοτοπιών.

Στην πραγματικότητα δεν μιλήσανε ποτέ από κοντά. Η έκφραση “να τα πούμε από κοντά” επικαλείται στην ουσία το ακριβές αντιθετό της. Η πραγμοποίηση που υποδηλώνει η αθώα αυτή πρόταση εισάγει τους κώδικες του εμπορεύματος στην ανθρώπινη επαφή, θεωρώντας την ένα ακόμα τμήμα των υποθέσεων που πρέπει να επιλυθούν με δίκαιο τρόπο, όπως ακριβώς και ένα κομμάτι γής ή μια αγοραπωλησία.

Τι μένει τελικά; Η ψευδαίσθηση μιας επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων που δεν μιλάνε ποτέ και η σιγουριά της συνέχισης αυτής της ψευδαίσθησης μέχρι την επόμενη συνάντηση “απο κοντά”.

1 Ιουν 2008

περί σιωπής

 
 
Έχει ειπωθεί, για παράδειγμα, πως ένας άνθρωπος μετανοιώνει περισσότερο τις δέκα φορές που μίλησε, παρά την μια που κράτησε την σιωπή του. Και γιατί; Γιατί το γεγονός πως μίλησε είναι ένα εξωτερικό γεγονός, που μπορεί να εμπλέξει τον καθένα σε ένα σωρό ενοχλητικές καταστάσεις, εφόσον είναι μια πραγματικότητα. Αλλά το γεγονός του να παραμείνεις σιωπηλός! Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο πράγμα από όλα.
Γιατί το να μένει κανείς σιωπηλός αφορά μονάχα τον ίδιο, δεν υπάρχει κάποια πραγματικότητα που να τον τιμωρεί, να τον αναγκάσει να αναλάβει τις ευθύνες του λόγου του.
Όχι, υπό αυτήν τη σκοπιά, το να μείνεις σιωπηλός είναι το πιό εύκολο...
Παρόλα αυτά, με το να μην ρισκάρει κανείς, είναι τόσο εύκολο να χάσει αυτό που στην πραγματικότητα είναι δύσκολο να χάθει ακόμα και στο μεγαλύτερο πιθανό ρίσκο [...] τόσο ολοκληρωτικά σαν να μην ήταν τίποτα...τον εαυτό του.

S.K.

cognord σημαίνει επίθεση

η προτεραιότητα του καθαρά τυχαίου

το cognord παίρνει θέση για τον ζαχόπουλο

 
 
"Δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι κατανοητό."
Isidore Ducasse, Poesies, 1870

1.
Η δυσφήμιση έχει το επιδιωκόμενο μηντιακό αποτέλεσμα και η διάψευση είναι ομολογία. Αλλά την στιγμή που ο κατήγορος έχει ξεστομίσει τις πρώτες λέξεις, παρασέρνονται από άλλες. Μια μέρα όλοι θα έχουν 15 λεπτά κακή δημοσιότητα. Η αυλαία πέφτει. Τέλος της δίκης παρωδία.
 
2.
Ένα σκάνδαλο δεν μπορεί να διαψευστεί. Ο Τύπος και οι εκδότες δεν διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, την αντικατοπτρίζουν, μιλώντας μονάχα για αυτά που είναι ήδη οικεία στον αναγνώστη, τα οποία έχουν φιλτραριστεί κοινωνικά. Μπορεί να επηρεάσουν τον αναγνώστη, αλλά από την στιγμή που το άρθρο δεν έχει καμμία σχέση με την ζωή του, πόσο βαθειά είναι αυτή η επιρροή; Πόσο αληθινή; Το κάθε σκάνδαλο είναι τόσο σημαντικό όσο και ο εκτροχιασμός ενός τρένου στην Κίνα: εκατον πενήντα νεκροί κινέζοι ίσον ένας χοντρός που έπεσε από την ταράτσα.
 
3.
Το μόνο σκάνδαλο που υπάρχει είναι η συνέχιση της κανονικής ζωής και όχι η διαφθορά. Γιατί είναι αυτή η φράση τόσο απαράδεκτη; Επειδή εκείνοι που εξανίστανται με τη διαφθορά δεν βλέπουν τίποτα το φρικτό στην καθημερινή, «κανονική» ζωή. Θέλουν μια κοινωνία με μειωμένες μισθολογικές διαφορές, ένα φιλικό, προς το καταναλωτικό κοινό, εμπορικό κέντρο, λωρίδες κυκλοφορίας για τα ποδήλατα, μια πιο διαδραστική τοπική κοινότητα, περισσότερα ντοκυμαντέρ από ότι διαφημίσεις, βιολογικά τρόφιμα και ζαπατίστικο καφέ. Με άλλα λόγια, έναν εμπορευματικό κόσμο με ανθρώπινο πρόσωπο. Για εκείνους που δεν έχουν καμμία κριτική της καθημερινότητας, σαν μια συγκεντρωτική έκφραση των σχέσεων παραγωγής και σαν τον κατεξοχήν χωροχρόνο της στέρησης, η φράση αυτή μοιάζει παράδοξη, σχεδόν σιχαμένη.
 
4.
Για εμάς, είναι ο τρόπος που βλέπουμε την καθημερινή ζωή που ορίζει το πώς βλέπουμε τα σκάνδαλα, και όχι το ανάποδο. Συνεπώς θα ήταν άχρηστο να ξεφτιλίσουμε τους άλλους για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν το κάθε σκάνδαλο την στιγμή που αυτό που μετράει είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζουν την καθημερινή ζωή. Μια ανάλυση της διαφθοράς στα κυβερνητικά/επιχειρηματικά κλιμάκια δεν ήταν ποτέ κεντρικό ζήτημα.
 
5.
Αυτό που μας διαχωρίζει απο εκείνους που θα μας κατηγορήσουν, στην τελική, είναι ότι πιστεύουν πως αυτή η κοινωνία δεν μπορεί να είναι και τόσο χάλια. Πιστεύουν πως υπάρχει περισσότερη «ελευθερία» σήμερα από ότι το 1967, πιστεύουν πως τα ΜΑΤ είναι προτιμότερα από τα τάγματα ασφαλείας ή τους βασανιστές, ότι οι νεαροί προλετάριοι έχουν μεγαλύτερη καταναλωτική δύναμη από ότι είχαν πριν από 20 χρόνια. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται και η δική μας αλαζονεία: δεν κάνουμε συγκρίσεις.
 
6.
Η κριτική μας δεν βασίζεται στα σκάνδαλα. Μέρα με τη μέρα, η πραγματικότητα που βιώνουμε αποδεικνύεται σκανδαλώδης, γίνεται καρικατούρα του εαυτού της. Σκάνδαλο είναι αυτό που ξαφνικά σοκάρει έναν κόσμο που δεν αντέχει την εικόνα του στον καθρέφτη.
 
7.
Ο πολιτισμός μας είναι πολύ πλούσιος σε φρίκες για να του επιτραπεί να ιεραρχήσει τα εγκλήματα του, αποφασίζοντας ποιά απο αυτά βρίσκονται εκτός νόμου και ποιά εντός. Ο κόσμος δεν κριτικάρεται λόγω των σκανδάλων αλλά λόγω της κανονικότητάς του. Μια μίζα στο υπουργείο πολιτισμού δεν είναι το κλειδί για να απορρίψουμε τη δικτατορία του χρήματος. Ούτε είμαστε ενάντια στην μισθωτή εργασία επειδή το αφεντικό έχει κρυφό λογαριασμό στην Ελβετία. Η διαφθορά, τα σκάνδαλα, ένας ιπτάμενος χοντρός και δυο τσογλάνια του δημοσιογραφικού κόσμου μπορεί να αποτελούν είδηση, αλλά δεν εξηγούν τον κόσμο που τους παράγει.
 
8.
Οποιοδήποτε ζήτημα κρίνεται από τις μεθόδους του. Η κοινωνική κριτική επιτίθεται σε τρόπους ζωής και σε θεσμούς. Η πολιτική της αποπομπής κάνει ακριβώς το αντίθετο: είναι χαλαρή απέναντι στους θεσμούς και σκληρή απέναντι στα άτομα. Καλεί σε "ηθο-κάθαρση". Σε εξαγνισμό. Εξοστρακισμό των κακών. Ηδονίζεται να αποκαλύπτει ονόματα και απαιτεί και από τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Ρουφιανεύει και αγαπάει τους ρουφιάνους. Προϋποθέτει ότι η κοινωνία θα ήταν καλύτερη χωρίς τον διεφθαρμένο επιχειρηματία, χωρίς τον νεοναζί ή αναρχικό εξτρεμιστή, χωρίς τον παιδόφιλο. Μια ιστορική αντίληψη στην οποία κοινωνικές δυνάμεις έρχονται αντιμέτωπες αντικαθίσταται απο μια σύγκρουση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη διαφθορά, ανάμεσα σε καλούς και κακούς δημοσιογράφους, ανάμεσα στους έντιμους και τους ανέντιμους επιχειρηματίες. Αυτό που μετράει είναι να είσαι με τους καλούς, να έχεις πληροφορίες "απο τα μέσα", και να κάνεις αποκαλύψεις.
 
9.
Η αλήθεια δεν είναι ποτέ μυστική. Είναι ζήτημα κατανόησης και όχι αποκάλυψης. Έτσι, αχρηστεύει τον ρόλο του ειδικού. Ειδάλλως μόνο οι φυσικοί θα μπορούσαν να μιλάνε για την πυρηνική ενέργεια, και οι βιολόγοι θα ήταν οι μόνοι με το δικαίωμα να μιλάνε για την γενετική τροποποίηση: με άλλα λόγια, οι κοινοί θνητοί θα ήταν για πάντα καταδικασμένοι να αξιολογούν τις απόψεις των ειδικών, οι οποίοι είναι πάντα ένα βήμα πιο μπροστά. Η κοινωνική κριτική είναι βασισμένη σε γεγονότα τα οποία δεν είναι απλά, αλλά θεμελιώδη και κατανοητά απο τον καθένα. Το "μυστικό" είναι πως δεν υπάρχει κανένα μυστικό.
 
10.
Ο χειρότερος ειδικός είναι αυτός που ειδικεύεται στις αποκαλύψεις: "Πίστευε στο Αδύνατο": οι θεωρίες συνομωσίας ξεκινάνε από το γεγονός ότι τα πάντα κρύβουν το αντίθετο τους. Προϋποθέτουν ότι υπάρχει μια ψευδής αλήθεια και εκείνοι που την παράγουν. Ανίκανοι να καταλάβουν την ουσία της κοινωνικής συνθήκης -να εργαζόμαστε, να αγοράζουμε, να πουλάμε, να πηγαίνουμε εκεί που μας λένε οι μπάτσοι να πάμε- ξεσκεπάζουν "το ντοκουμέντο" το οποίο υποτίθεται θα αποκαλύψει την αυθαιρεσία του αφεντικού, την διαφθορά του υπουργού, τον ύποπτο λογαριασμό του δημοσιογράφου, τη κρυφή σεξουαλική ζωή του παπά, τον υπερβάλλοντα ζήλο των αστυνομικών. Είτε αποκαλύπτει το παρακράτος, την σχέση των μπάτσων με τους φασίστες, την προσπάθεια μονιμοποίησης μιας υπαλλήλου ενός υπουργείου ή την άδικη προφυλακισή της, αυτή η προσέγγιση διαπλέκει αποσπασματικά γενονότα. Όποιο μυαλό πιστεύει στην κάθαρση, βραχυκυκλώνει.
 
11.
Για διακόσια χρόνια υπάρχει μια κοινή αντιδραστική άποψη που περιγράφει την κοινωνία ως σάπια αλλά με υγιή θεμέλια. Η πολιτική ως αποπομπή, από όπου και αν προέρχεται, προϋποθέτει μια φωτισμένη ελίτ ικανή να προειδοποιήσει τα απολωλότα πρόβατα ενάντια σε αυτούς που τους διαφθείρουν. Ποιά η διαφορά του να λές πως "ο γενικός γραμματέας του υπουργείου πολιτισμού έπαιρνε μίζες" από το να λές οτι "η κυβέρνηση θα πατάξει την διαφθορά"; Προερχόμενες απο τα ίδια στόματα, οι φράσεις αυτές απλά συντελούν στην περαιτέρω διασπορά και κυριαρχία της σύγχυσης. Άσε που μετατρέπουν το κάθε καθίκι σε έγκριτο δημοσιογράφο.
 
12.
Είναι τελείως παράλογο να περιμένουμε από κόσμο που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τις ιδέες μας γενικά να μας καταλάβει στο συγκεκριμένο ζήτημα.
   

 

τευχος .4

Ο κάθε τυχαίος και ανέμελος αναγνώστης της καθημερινής ζωής έχει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, παρατηρήσει ότι πίσω από κάθε πραγματικότητα που βιώνει, πίσω από κάθε σχέση που βλέπει ή ζει, υπάρχει μια πληθώρα άλλων σχέσεων (συγκεκριμένων ή μη) οι οποίες είτε προσδίδουν πραγματικά χαρακτηριστικά στην κάθε περίπτωση είτε την μυστικοποιούν. Αυτή η συνθήκη είναι μια απλοποίηση. Προφανώς το να δουλεύει κάποιος δεν είναι μια απλή, μεταφυσική και ανιστόρητη δραστηριότητα αλλά μια συγκεκριμενοποιημένη σχέση, άρρηκτα δεμένη με την ιστορική πραγματικότητα, μια αλήθεια που απαιτεί και έννοιες όπως μισθός, αξία, ανταλλαγή, εκμετάλλευση κ.τ.λ. για να κατανοηθεί στην ολότητα της. Επίσης, το να συνυπάρχει κανείς με ανθρώπους, να μοιράζεται και να χωρίζει, δεν έχει τίποτα το απλό αλλά είναι ένα αμάλγαμα απο διαφορετικές φαντασιώσεις, επιθυμίες, πραγματικότητες φανερές και κρυφές. Η απλή αυτή παρατήρηση της ανθρώπινης συνθήκης έχει αποδοθεί με τον όρο μυστικοποίηση και έχει περισυλλέξει άπειρες εξηγήσεις, αναλύσεις και προσεγγίσεις. Μια τεράστια παρανόηση ακολουθεί συνήθως μετά από αυτήν την απλή παρατήρηση. Όσοι αγαπούν την Πολιτική (ή την επιστήμη, την τέχνη ή τη θρησκεία), οι άνθρωποι δηλαδή που νοιώθουν αυτήν την αντίληψη χρήσιμη για την κατανόηση του υπάρχοντος, πέφτουν σε δυό παγίδες: αφενός φαντασιώνουν ένα μονοπώλιο σκέψης (ότι τάχα μου είναι λίγοι εκείνοι που έχουν καταλάβει αυτήν την απάτη μορφής και περιεχομένου) και, αφετέρου, νοιώθουν ένα σχεδόν ιερό καθήκον, υποχρέωση ή απλά αλαζονεία να γνωστοποιήσουν την αληθινή φύση των πραγμάτων στους υπόλοιπους. Φτάνουν δε στο σημείο να πιστεύουν πως πρωταρχικός στόχος της κάθε δραστηριότητας τους είναι η απο-μυστικοποίηση της πραγματικότητας, η ανάλυση των πραγματικών σχέσεων, η αποκάλυψη της Αλήθειας του υπάρχοντος. Εφόσον επιτευχθεί αυτή η απο-μυστικοποίηση, όλα έπονται.
Η σκέψη αυτή έχει χάσει κάθε σεβασμό. Αντιθέτως, μια νέα ορμή κινεί κάποιους (και μέσα σε αυτούς και εμάς) προς μια άλλη κατεύθυνση. Το ζήτημα δεν είναι η απο-μυστικοποίηση του υπάρχοντος σαν αποκαλυπτήρια τελετή αλλά η προσπάθεια να βουτήξουμε μέσα στους πραγματικούς λόγους για τους οποίους όλοι μας αντλούμε κάποια ηδονή απο την ενατένιση ψευδαισθήσεων. Προϋπόθεση αυτής της διάθεσης είναι η απλή παραδοχή ότι όλοι ξέρουν πως τίποτα δεν είναι όπως θα μπορούσε.
τα αυτοκίνητα, οι βόμβες και ο κινηματογράφος συγκρατούν το όλον