4 Μαρ 2010

ένας χρόνος και κάτι με τους πιγκουίνους

“Τι είναι αντικειμενικά η αλήθεια,
είναι αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί,
όμως στην συναναστροφή μας με τους ανθρώπους
δεν πρέπει να τρομοκρατούμαστε από αυτό.”
ΜΜ, 43

πέρασε ένας χρόνος, κάναμε ήδη μια “επέτειο” (μα καλά, ποιανού μαλακία ιδέα ήταν αυτή;), και προσθέσαμε και μερικούς μήνες. και θα περάσουν και άλλα χρόνια έτσι, και θα λέμε μετά, “μα καλά, τόσος καιρός έχει περάσει;”, και θα αναρωτιόμαστε πάλι... και ζήσαμε καταστάσεις και στιγμές και επεισόδια και αναπαύλες και ενδιάμεσα, και όμως ακόμα αναρωτιόμαστε... αλλά δεν μιλάμε για αυτά. μιλάμε δηλαδή, δεν έχουμε βγάλει τον σκασμό, αλλά δεν είδα πουθενά, δεν έψαξα, δεν άκουσα κάπου, να περιγράφεται κάτι οπως το έζησα εγώ, κι όμως θυμάμαι οτι ήμουν εκεί τις ίδιες στιγμές με αυτούς που έγραψαν, και μίλησαν και φώναξαν, και ήμουν και εκεί με όλους εκείνους που δεν έγραψαν, και τελικα μήπως γράφουν μόνο καποιοι συγκεκριμένοι πάντα, και όλοι οι άλλοι το βουλώνουν; (μαζί και εγώ;) και μήπως αυτοί που γράφουν έχουν κάτι άλλο στο μυαλό τους από το να περιγράψουν αυτά που ζήσαμε εκεί, μήπως θέλουν να τα βάλουν σε μια σειρά με στόχο και επιτήδευση, μήπως το πήραν όλο τόσο σοβαρά που φοβούνται να αστειευτούν; μήπως πήραν τον εαυτό τους τόσο σοβαρά που δεν θέλουν να θυμούνται τον φόβο που νιωσανε; δεν πρέπει να φοβασαι, το μαθαμε αυτό, κι αν φοβηθεις, μην το παραδεχτεις, χανεις πόντους.

I
το τηλέφωνο ήρθε ξαφνικά· νεα σμύρνη για άλλη μια φορά, την τελευταία είχαν πυροβολήσει τον κούλ, είπα δεν ξαναπάω στην γαμω-πλατεία στο τέλος θα μας φάνε όλους. “πυροβολησαν 15 χρονο μεσολογγίου, είναι νεκρός”. τρέξιμο, πάμε με την μηχανή, κάτσε να πάρω κανα κασκόλ θα γίνει φασαρία, δεν το πιστεύαμε ακόμα, παμε γρήγορα... και εκεί στο δρόμο παντού ενα μουντό πλήθος, αλλα πλήθος λέμε, οχι μαλακίες σαν να έγινε πέσιμο σε κανα στέκι, δεν έχω ξαναδεί τόσο κόσμο, που βρέθηκαν όλοι αυτοί, ποιόι είναι; νόμιζα ότι μόνο οι “μυημένοι” νοιάζονται για το άβατο και τους αλήτες του... Και όλοι μουντοί και πως αλλιώς να είσαι, και φάτσες γνωστές και φάτσες άγνωστες, και τι θα κάνουμε, και πως έγινε, και μήπως (τρόμος) τον ξέρουμε;... και ξαφνικά μέσα στο μουντό και το ήσυχο και το διαολεμένα οργισμένο συναπάντημα, περνάει μια διμοιρία λες και δεν τρέχει τίποτα, και “τι λέτε ρε μαλάκες, ρε” και παμε μπροστά, και πισω αυτοί, και μπροστά αυτοί και πίσω εμείς..... και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.



“Έτσι οι κυρίες της καλής κοινωνίας
καταφέρνουν τελικά να τιμάται η ατιμία τους,
την στιγμή που δεν υπάρχουν πια
ούτε καλή κοινωνία, ουτε κυρίες.”
ΜΜ, 12

μια σκέψη από την αρχή, είτε σαν επιθυμία είτε σαν βαρεμάρα, οχι πάλι στο βούρκο, έχουμε κόσμο εδώ δεν χρειάζεται να μπούμε μέσα να κλειστούμε, πρέπει να ανοιχτεί ρε παιδιά, μπορούμε δεν μπορούμε, εμείς πάμε προς τα κάτω, δεν καταλάβαινα το λόγο να κατέβουμε στην ερμού, θα κάτσουμε εδω, και να’ σου οι διμοιρίες δεξιά και αριστέρα ομως ξαφνικά είμαστε και εμείς και αριστερά και δεξιά, και πάνω και κάτω, και περπατάνε οταν δεν τρέχουν και κοιτάνε παντού, απο πού θα μας ερθουν; σκεφτονται, και εχουμε δρόμους οχι αστεία, και πλατεία και γυρω και ειναι και ο βουρκος και περνάει παππούς και δίνει βενζινη (“καψτε τους”), και βλέπω και έναν χιππη, τον εχω ξαναδεί πάντα βλάκας μου φαινότανε, και έχει τέτοια οργή που τον χάνω που τον βρίσκω πρώτη γραμμή σε καθε οδοφραγμα και δεν σταματαει να πεταει πετρες και να βριζει και λεω εδω ειμαστε, κατι συμβαίνει εδω, κινητα δεν λειτουργουν, πολλή φασαρια και δεν υπαρχει χρονος να ενδιαφερθεις, αλλα δεν πειραζει τους βρισκω ολους εδω, και τους χανω και τους ξαναβρισκω... και επιστρεφουν απο κατω, ολα καλα, εγινε λαμπαδα το εμπορικο κεντρο, βγηκαν μετα απο τα μπαρ και τα θεατρα οι αλλοι και βουτουσαν πραγματα, απιστευτο, θα εξαπλωθει λες;... και το μουντο πληθος παντα εδω... γυρω γυρω να σιγονταρει να φωναζει να προειδοποιει, και οι μπατσοι σαν τρομαγμενοι, “θα πεθανετε κοπροσκυλα!”, πετρες μα ποσες πετρες και τα πρωτα μπουκαλια, και ο φοβος εφυγε γιατι είμαστε ολοι σαν τρελαμενοι.

II
χωρίς ύπνο πάλι στο δρόμο μια μικρη ξεκουραση, δεν θυμαμαι καν αν εγινε, κατεβαινουμε, εχει πορεια, οκ αλλα δεν θα παω, δεν καταλαβαινω γιατι πορεια, ο δρομος ακομα δικος μας, ας ειναι, θα παει και ο αδερφος μου με την γυναικα του, φοβαμαι λιγο για αυτους, τους βλεπω το πρωι, να προσεχετε εχουν λυσσαξει οι μπατσοι, εμεις εδω στον δρομο θα φυλαμε τα μετωπισθεν αν χρειαστει θα μπορει να γυρισει ο κοσμος, αν οχι θα επεκτεινουμε τα τετραγωνα, οχι βουρκο ομως παλι, ειναι αλλοι εκει, περασαμε, καλα ηταν, με κατι πρεζακια προσπαθουν να βγαλουν ακρη, αλλοι με τροπο αλλοι χωρις, στην γυρα παντως θα μας βρειτε, και ξεκιναει η πορεια και πριν καλά καλά ξεκινησει μπαμ μπουμ και παμε, παλι αυτο το πληθος το μουντο ξερναει στον δρομο, ειναι εδω ομως και σιγονταρει, δεν βριζει, και να και ο χιππης παλι πεταει πετρες, μπραβο ρε παιδι μου, και σιγα σιγα επιστρεφει ο κοσμος απο παντου, απο πανω απο κατω, αλλα δεν επιστρεφει για να ησυχασει, ερχεται για να ξεκινησει παλι, και μολις φτανουν στουρναρη, να’σου μια διμοιρια απο το μουσειο και “τι λετε ρε μαλακες ρε”, και πισω αυτοι γρηγορα, και κοσμος κατεβαινει απο παντου και παλι παρτυ σημερα, δεν τελειωνει ετσι η μαλακια, και σιγα σιγα τρυπωνει και η σκεψη πιο καθαρα “το φαγανε το παιδι, πάει, δεν θα ξαναφιλησει το κοριτσι του ποτε...” και παμε γαμω την παναγια μου πιο δυνατα, τι δουλεια εχουν αυτοι εδω, τωρα μιλαμε εμεις, θελετε αβατο; θα το ξεφτιλισουμε! απο παντου, και βραδιαζει σιγα σιγα και δεν μας σταματανε, και ακουμε απο τους ασυρματους εχουν πανικοβληθει λενε, εγω σαν σκυλια τους βλεπω να ορμανε, απλα δεν ειμαστε εκατο, διακοσιοι, δεν τρεχουμε οταν ερχονται, και πανω κατω την στουρναρη και γυρω δρομους, και καπου “παμε να τους βγουμε απο πισω” και οντως, τι αισθηση, κυκλωτική κινηση δεν μας εχουν δει μεχρι τελευταια στιγμή “απο παντού θα σας ερθουμε”, εχουν πεσει κατω και τρεμουν, τυχαια περνουσε και μια πορεια αριστερων απο αλλο στενο, θα πρεπει να σκεφτηκανε “μαλακες ερχονται απο παντου παμε να φυγουμε”, και στο απο πανω στενο κοσμος στο μπαλκόνι, βριζουν εχουν κατι πετρες, “μην το κανεις δεν ειναι δικο μας το σπιτι, θα καρφωθει”, πριν το πάρουν απόφαση βγαινει γερος απο κατω, αδειαζει μια λεκανη νερο πανω στους μπατσους, φευγει και μια γλαστρα, μαγεια... γυρω γυρω παλι, παλιοι γνωστοι “και εσεις εδω;” “αμ, που θα ημασταν, ελα μαζι να φτιαξουμε λιγο το οδοφραγμα”..., κι αλλος φιλος απο παλια, εδω ενα μηχανακι εχε το νου σου να το αδειασουμε, και αραζουμε στην γωνια, και σε καθε γωνια, εφοδο αυτοι, εμεις στην γωνια, ελατε ελατε να δειτε, κοσμος απο πανω απο την πλατεια, και απο το πλαι, και απο το άλλο πλαι, μην ανησυχεις αν ερθουν απο εκει θα μας το πουν, το μουντο πληθος με την οργη στα ματια, συνειδητοποιω είμαστε ωρες ατελειωτες στους δρομους και ομως αισθανομαστε ασφαλεις.

III
ξεκουραση δεν υπαρχει, δεν υπαρχει λογος. σημερα μεγαλη πορεια, βρε μανια με την πορεια εδω εχουμε παρει περιοχες, δεν πειραζει να προσεχετε, εμεις τα γνωστα στην γυρα και κραταμε την φαση για μετα, ολη μερα φτιαχναμε, ξεκιναει η πορεια εχουν κατεβει μαθητες σχολεια χουλιγκανοι μεταναστες ξεμπαρκοι απεργοι ιδιωτικοι υπαλληλοι γεροι φοιτητες αριστεροι η κουτση μαρια εχει τρελη ενταση μαθαμε οτι απο νωρις δεν ειχαν σταματημο·  οι μπατσοι εχουν κλειστει σε κατι τρυπες ο κοσμος σχεδον ανενοχλητος και συσσωμος τρομαξανε πολλοι γυρισαν πίσω “παιδια οχι αλλη φωτια σας παρακαλουμε”, μα καλα αυτοί το λένε αυτό; κι ομως, οι πιο αγριοι που ξερω γυρισαν στην πατησιων τρομαγμενοι οχι απο τους μπατσους αλλα απο το μουντο πληθος, “οπου πηγαιναμε ειχαν ηδη παει, τα ειχαν ηδη καψει”, ποιοι; “ξερω γω;” ακομα και οι μεγαλοι χειροκροτουσαν σε καθε σπασιμο, βγηκαν πολλα εκει, εφτασαν λεει μεχρι την παντειο με τα ποδια, ποια παντειο, οι αλλοι γυρισαν καλλιροης και ξανα ανεβηκαν παγκρατι, στον δρομο την επεσαν και στο μεγαρο μαξιμου, εμεις ειδαμε καμμια εικοσαριά τυπακια, ανεβαιναν μονοι τους την σκουφα, εσπασαν -με φοβερη ευγενεια παρακαλω- ολα τα μαγαζια μεχρι την πλατεια κολωνακιου, και πειραιως πολλοι εφτασαν ως το γκαζι, νεα απο παντου... νυχτωνει και η πατησιων ξανα αναβει. και όσοι αγαπήσαμε τα τελευταία χρόνια μαζι, παμε τωρα, ευκαιρια, αποτυπωθηκε η εξορμηση, μασκες τα δακρυγονα τους εχουν τελειωσει, ανεβαίνει κόσμος προς τοσιτσα, “κραταμε την πυλη, εχουν ανοιχτει, μην πανε να τους κλεισουν”, γης μαδιαμ η μπουμπουλινας, “κραταμε την πυλη”, κόλαση του δαντη η μπουμπουλινας “ποιος την γαμαει την πυλη, παμε πανω”, απο κοντα ακόμα πιο επιβλητικο το σκηνικο, κατι ασπρα κρανη στο βαθος, κοντα το ενα στο αλλο μπας και γλιτωσουν κατι, αυτο δεν το εχω ξαναδει ποτε, σαν πινακας ζωγραφικης. στις εξι το πρωι αναγκαστικά ταξι για σπιτι, καποιος εχει κοψει το σωληνακι στην μηχανη, πακετο αλλα καταλαβαινουμε, και εμεις τα ιδια καναμε, ο ταξιτζης αντικριζει μια πολη καμενη απο ακρη σε ακρη, “ακομα βρωμαει βενζινη παντου”, ευτυχως δεν καταλαβε τιποτα.



                              

 “Αρκεί να έχει παρατηρήσει κανείς πότε
οι αστοί μιλούν για υπερβολή, υστερία και τρέλλα, 
για να γνωρίζει, ότι σε εκείνο ακριβώς το σημείο,
όπου η προσφυγή στον Λόγο εμφανίζεται 
με τον πιο αυτόματο τρόπο,
πρόκειται αναντίρρητα 
για την απολογία υπέρ του μη λογικού.”
ΜΜ, 45
 IV
φτασαμε τριτη ολοι τα εχουν χαμενα, κατεβηκαν οι μαθητες απο σχολεια σε πάρα πολλά αστυνομικα τμηματα και τα σπασανε, το βραδυ σημειωθηκαν και τα πρωτα πλιατσικα, καταλογισμος πανω απο 300 μαγαζια σπασμενα, 25 τραπεζες ολοσχερως, χασαμε το μετρημα δεν πειραζει, το al jazeera δειχνει την τζωρτζ και μιλαει για βυρητο, μαθαινουμε πρωτη φορα οτι τα μμε τοσες μερες δεν ξερουν τι να πουνε, ο χατζηνικολαου σχεδον δικαιολογει τα πεσιματα στα τμηματα, να και μια φαση που δεν ειναι συμβολικη, να και κατι που δεν μπορει να αφομοιωθει αμεσα, να και κατι που ειναι τοσο αμεσο που το εχουν βουλωσει ολοι. ξεκιναει ομως και ο διαχωρισμος αναμεσα σε “δικαια οργισμενους μαθητες” και “ασχετα υποκειμενα που επιδιδονται σε πλιατσικα”. στην αρχη μας φαινεται αστειο, μετα καταλαβαμε οτι δεν γελουσαν ολοι. πολλοι βλεπεις εχουν μαθει να αυτο-αναγνωριζονται μεσα απο μια θεαματικη διαμεσολαβηση. κάπου στην διαδρομη ενσωματωνουμε εναν λογο ξενο, τον οικειοποιούμαστε και τον ξερναμε παλι, και καλά σαν δικο μας. μια αντιστροφη μετρηση της αλλοτριωσης. εμεις μπαινουμε τελικα βουρκο και βρισκουμε εναν χωρο τον κανουμε δικο μας.  καταλαβαινουμε οτι εχουμε να φαμε τρεις μερες. ξεκινανε παλι συγκρουσεις, δεν εχουμε κουραστει καθολου, περιεργο. χιλιαδες κοσμου, ειμαστε πια μια μικρη κοινοτητα γυρω απο τον βουρκο τουλαχιστον. πολλοι δεν μιλαμε καν την ιδια γλωσσα αλλα προβλημα δεν υπαρχει στην επικοινωνια. την γλιτωνω στο τσακ, ηρθε ενας ματας απο μια γωνια, ειχα βγει μπροστα δεν τον ειδα, εφτασε διπλα μου ηταν αστειο, κοιταχτηκαμε για κλασματα δευτερολεπτου, αμοιβαια αναγνωριση, αυτος δακρυγονο, ευτυχως γιατι αλλιως θα ειμαι ειχε γραπωσει, με κοιταει τον κοιταω, σταμάτησε ο χρόνος για λίγο, μονο γεια δεν ειπαμε, πεταει δακρυγονο, τρωει μπουκαλι στο κεφάλι, εληξε η αλληλεπίδραση. φευγω ανακουφισμενος, πω πω, παρατριχα. καβατζωνομαστε σε σπιτι γνωστου, απο το μπαλκονι βλεπουμε τις συνεχιζομενες συγκρουσεις, εχει παει 5 το πρωι. σε μια αναπαυλα, περναει 50αρης με παπακι, σωματοτυπο σουβλατζη και βλεμμα καθαρο, κοντοστεκεται δυο μετρα απο τα ματ, γυρναει, κοιταει τον πρωτο ματατζη, σωματοτυπο νταμιτζανα, και μας γεμιζει αισιοδοξια: “αντε να φας καμμια μπουγατσα που μου θες και συγκρουσεις ρε χοντρε...”. στην κηδεια του μικρου οι ζηταδες εβγαλαν οπλα.


“Η απομόνωση είναι μέρος του γενικού.”
ΜΜ, 45
V
τεταρτη πρωι και το συνταγμα μετραει μια χουφτα μαθητες που δεν λενε να ησυχασουν. παμε να βοηθησουμε το παιδια; φτανουμε ειναι τριαντα πιτσιρικια, πετανε νεραντζια, πετρες ακομα και cd οι μπατσοι ψαχνουν δεν μπορούν να καταλαβουν τι να κανουν, μια μπρος μια πισω δεν φευγουν οι μικροι με τιποτα “οχι σαν εμας” σκεφτομαι, συνεχιζουν κατεβαινουν πανεπιστημιου ξαφνικα ειμαστε 800 ατομα, που βρεθηκαν ολοι αυτοι; οι δρομοι ακομα δικοι μας, φτανουμε με φασαρια και τρελη διαθεση βουρκο, βγαινουν οι καταληψιες μπραβο παιδια φανταστικά ελατε μεσα· “να ερθουμε να κανουμε τι;” ερωτηση και απαντηση στο κενο. “να, θα κανουμε συνελευση...”. “οχι παμε στην γαδα, ελατε εσεις”, συνεχιζουν τα παιδιά δεν μαζεύονται, οι καταληψίες εκατσαν, στην αλεξανδρας εχουμε μεινει τριακοσιοι, βλεπουν μια διμοιρια απο μακρια “παμε, ντου!”, που πατε ρε παιδια; κι ομως πηγαν, μας την πεφτουν απο πανω, κανουμε να φυγουμε, ανεβαινουν τα πιτσιρικια στο πεδιο, “οχι πανω ρε παιδια”, αλλα, για κατσε, καλο ειναι αυτο, παμε ολοι πανω, ξαφνικα ειμαστε στο παρκο, αυτοι απο κατω, εμεις απο πανω, δεν μπορουν να ανεβουν, μεσαιωνικο, και τρωνε πετρες πετρες πετρες, μετα “παιδια μην μας ερθουν απο πισω”, παμε προς ασοεε, απο που, απο δω ελατε, ωπα βλεπω κατι κρανη, οχι δικοι μας ειναι, “γρηγορα παιδια ελατε, ανοιξαμε δρομο”, τρεχουμε, αγκαλιες φιλια, οι γνωστοι εκει, χαρες, “μπραβο παιδια ελατε μεσα”, “να κανουμε τι μεσα;”. ερωτηση και απαντηση στο κενο. “να, θα γινει συνελευση σε λιγο”, οχι μωρε παμε στην βικτωρια να παρουμε το τρενο να κατεβουμε ομονοια, φευγουν με κρανη παλουκια και σιδερα. αμηχανια. μετα απο λιγο γυρισαν, με συνοδεια, μπαχαλα στην ασοεε, παμε, ειμαστε ετοιμοι παντως και μπουκαλια υπηρχαν, χωρις μασκα ομως, την ακουσαμε για τα καλα. στην αρχη βοηθουσα με κατι σταγονες κατι αυτοσχεδιες μασκες, μετα έπεσα κάτω, δεν αντεξα. βγαινουμε μπαλκονι να παρουμε ανασα, καποιοι στην πυλη, τους τρεχουν μεσα, ηρεμια για πεντε λεπτα, ξαφνικα οι μπατσοι τρωνε πεσιμο απο πισω. μα ποιοι ειναι αυτοι; 500 μεταναστες με πετρες και ξυλα. μαθαινουμε πραγματικα νεα απο παντου. τα επεισοδια εχουν επεκταθει σε πολεις και κωμοπολεις σε ολη την χωρα, ακούμε ονόματα που δεν ξεραμε οτι υπαρχουν. μεσα καποιοι κανουν συνελευση, μπαινω μετα, συζητανε αν ο μαθητης ειναι προλεταριακο υποκειμενο. οκ. 



“Η αναζήτηση κοινών συμφερόντων καταστρέφεται
 μπροστά στην αναζήτηση μιας κοινής ταυτότητας.”

FPM, p. 261
VI
εμεις κανουμε βολτες απο εδω και απο εκει, κατι εχει αρχισει να αλλαζει. στον βουρκο μαθαμε οτι βγηκε αποφαση απο την συνελευση να μην μπαινουν ατομα που κουβαλανε κλεμμενα, τι ειναι αυτα ρε δεν ντρέπεστε, ποιά σύμβαση σας χαλάει; οταν τα ακουτε στην αργεντινη καυλωνετε εδω ομως να ποιοι ειστε, ειδαμε κατι τυπους να πλακωνονται εξω απο την στουρναρη αλλα δεν καταλαβα την σοβαροτητα της φασης, το ξανασκεφτομουνα μετα, μου ηρθε να ξερασω την ιδεολογια τους. ερχεται φιλος μου το λεει “ασε αισθανομαι σαν μαλακας, σταματησα εναν τυπο με ενα κομπιουτερ στη πυλη, του λεω εξω, μου λεει γιατι ρε φιλε, δεν ηξερα τι να πω, εφυγα...”. μετα απο μηνες καποιοι υπερηφανευοντουσαν για αυτα σε εντυπα... βολτα πιο ηρεμη προς ασοεε, εκμεταλλευομαστε και εμεις, αληθεια ειναι, την αποφαση της εκει συνελευσης να μην γινονται μπαχαλα “δεν μας παιρνει εδω, δεν ειναι καλος ο χωρος, μας κλεινουν αμεσως μεσα, πολλα δακρυγονα...”. πρωτη μπυρα μετα απο μερες. εξω ομως. στην συνελευση, που κραταει οχτω ωρες παρακαλω, ακουγονται τα παντα και ταυτοχρονα τιποτα. εχουν στησει παντως κουζινα και τυπογραφειο, ανταλλαγμα για οσα δεν γινονται. δεν τρωω εκει, νιωθω ασχημα, δεν μπορώ να το κριτικάρω αλλα δεν μπορω και να το αγκαλιασω νιωθω οτι κατι διαφευγει αλλα μου διαφευγει και εμενα οποτε δεν μιλαω. αρχιζουμε να συζηταμε, να γνωριζουμε, να γελαμε με κοσμο πιο συστηματικα, μια πρωτη αποτυπωση του τι εχει συμβει, του καθενος η ιστορια ενας πλουτος. ερωτευόμαστε. εξω απο την συνελευση ειναι ολοι τοσο ομορφοι. και οι κοινοτοπιες εκει ομως. “μας εχουν ξεπερασει τα σκηνικα” ακουγεται, σωπα ποιος εισαι για να σε περιμενουν, παλι καλα που το καταλαβανε, αλλά ταυτόχρονα, “αν δεν ηταν ο χωρος δεν θα ειχε γινει τιποτα...” καταθλιψη, μονο αυτο κατάλαβαν. δεν χωράει στις αναλυσεις τους το μουντο πληθος.

VII
χανουμε το μετρημα στις μερες. σκορπια γεγονοτα εδω και εκει, στιγμες μαγικες και ταυτοχρονα μια ρουτινα επιστρεφει. δεν ειμαστε οι μονοι, κι αλλοι το νιωθουν. σαν επιστροφη στην αναρχικη “ομαλοτητα”. επαναφορά στην διαδικασία, ποιος θα το περιμενε. ολα στις συνελευσεις, τιποτα εξω. οι συγκρουσεις στους δρομους μετατρεπονται σε εφορμησεις απο τα ιδρυματα, οχι οτι ειναι ασχημα αυτα αλλα νιωθεις λιγο περιεργα να γινονται hit and run εν μεσω εξεγερσης, οταν ολοι προσπαθουν να ειναι στο δρομο, ισως και να ειναι καθαρα δικη μας εκτιμηση και ευσεβης ποθος αυτο, δεν θα μαθουμε ποτε. οι μαθητες κατεβαινουν ολο και πιο δυναμικα κατα τοπους, δεν μαζευονται τα πιτσιρικια, τα μμε το εχουν γυρισει μιλανε για πλιατσικα μονο, αρχιζουν και διαφοροι αριστεροι να ξεπροβαλλουν τις σκατοφατσες τους και να μιλανε για το νοημα του δεκεμβρη. στην ασοεε βγαινουν κειμενα που μιλανε υπερ των πλιατσικων, οταν ομως βγαινει κοσμος απο εκει, λενε στο μιλητο “δεν σπαμε μαγαζια”...τι να πεις. ακουω ιστορια απο αγιο δημητριο, πορεια αναρχικων και αλλων της καταληψης, συναντανε μαθητες, τους λενε οι μαθητες παμε απο εδω ειναι το τμημα να την πεσουμε, “παιδια οχι, η συνελευση δεν εχει παρει τετοια αποφαση”. η διαδικασια πανω απο ολα, μετα βριζουμε το κκε ολοι μαζι χορωδια. προσπαθουμε και εμεις να οργανωθουμε λιγο πιο καλα, δεν βγαινουν πολλα, ειναι αυτο το “εμεις” που καπως μας ξενιζει απεναντι στο χαοτικο συναπαντημα στους δρομους, ειναι αυτο το επιβεβλημενο  “συλλογικο” που επανερχεται για να αντικαταστησει μια εκρηξη κοινωνικοτητας που ζησαμε οταν στο πλαι μας υπηρχαν μονο ατομα που μιλουσαν αλλες γλωσσες κι ομως συννενοουμασταν. αναζητουμε και μια γνωριμια που να φευγει απο τα κλασσικα, να μιλησεις με καποιον που δεν εχεις ξαναδει και μας κοιτανε περιεργα όλοι αυτοι που μιλανε για εξεγερσεις αλλα δεν τις χωρανε αν δεν αναγνωριζουν δικους τους μεσα. εχουμε διακινδυνεψει και μερικες φορες, αναζητουμε μια μπυρα πιο συχνα απο πριν. παρόλα αυτα η αισθηση της ασφαλειας που ειχαμε το δρομο μεμιας χαθηκε οταν κλειστηκαμε μεσα στα ιδρυματα. μεσα νιωθεις ασφαλης, το εξω εγινε εχθρικο. εφοσον το σπιτι μας εχει απορριφθει ως χωρος αναπαυλας, μπαινουμε στα ιδρυματα και ακολουθει η ιδρυματοποιηση. η πραγματικη αναγκη να νιωσουμε οτι υπαρχει ενας χωρος στον οποιο ξαποσταμε και μπορουμε να ηρεμησουμε απο μια επιθεση που δεν πηγε καλα, ορθωνεται σαν κουβουκλιο, μετατρεπεται σε πανοπλια προστασίας. αυτη η πανοπλια γινεται με τη σειρα της εμποδιο για να αλλαξουμε το οτιδηποτε. πλεον στις συνελευσεις, περα απο τον ενθουσιασμο, περα απο το γεγονος οτι μετρουν ακομα πολυ κοσμο, και συνεπως ασχετο κοσμο, οι περισσοτεροι μιλανε μια γλωσσα που δεν αποτυπωνει την δικια μας αισθηση. νιωθουμε σαν να βρεθηκαμε κατα λαθος σε καποια συνελευση που συζητανε για καποια προκυρηξη που δεν μας αφορά... και δωστου οι ωρες τις συνελευσεις, και δωστου η ασυνενοησια, δωστου οι μαγκιες και τα στεφανα του στυλ “ξερεις ποιος ειμαι εγω ρε;”. και καπου εκει χανουμε.



“Όσο πιο στενό είναι το εύρος της κοινότητας 
που δημιουργεί η συλλογική προσωπικότητα,
τόσο πιο καταστροφική καταντάει η εμπειρία του αδελφικού συναισθήματος.
Οι απ’έξω, οι άγνωστοι, οι αντιπαθείς γίνονται υποκείμενα χλευασμού·
τα στοιχεία της προσωπικότητας που μοιράζεται η κοινότητα
γίνονται όλο και πιο αποκλειστικά· η ίδια η πράξη του μοιράζομαι
επικεντρώνεται ολοένα και περισσότερο σε αποφάσεις
γύρω από το ποιός μπορεί να ανήκει και ποιός όχι.

VIII
μας κραταει μια φλογα που καιει εξω απο εκει, στα νεα που ακουμε απο αλλου. στο γεγονος που μας υπενθυμιζει πως δεν ειμαστε μονοι μας σε αυτο το χαμο. κανουμε το λαθος να προσπαθησουμε αυτο να το μεταφερουμε σε καμμια δυο συνελευσεις. οι αντιδρασεις μας πεισμωνουν αντι να μας κανουν να φυγουμε με την μια. εκει που προτεινεις μια κινηση εμφανιζονται οι προτασεις που ξεπερναν την φαντασια, και ξαφνου συνειδητοποιείς οτι μαλλον επιτηδες γινεται αυτο. οταν δεν θες να γινει κατι, φροντιζεις να προτεινεις κατι που δεν γινεται. ετσι και εσυ θα φανεις γενναιος αλλά και δεν θα γινει τιποτα. παρόλα αυτα συνεχιζουμε. σε καποιο μπαχαλο στην τζωρτζ χανουμε εναν μπροστα στα ματια μας. υπηρχε κοσμος που εφευγε πολυ μπροστα. “γυριστε πισω θα ερθουν απο πανω”, τιποτα, “ρε παιδια!”, και ξαφνου ηρθαν απο πανω, δυο διμοιριες πανω σε εναν πιτσιρικα, όλο το μίσος στο κεφαλι του, εχω μεινει μονος μπροστα, οι αλλοι τρεχουν πισω δεν καταλαβαν πως ολες οι διμοιριες επεσαν πανω στον μικρο και δεν μας έδιναν σημασια, μονο αυτος το καταλαβε. φευγει ενα μπουκαλι πανω στο μπουγιο, φωνες “θα καεί ο δικος μας”, ας καεί λιγο μπορει να βρει ευκαιρια να την κανει, οντως η μια διμοιρια ανοιγει σαν λουλουδι σε δεκα μεριες, μοιαζει να πετυχαινει, τρεχα, οχι, η δευτερη διμοιρια τον εχει γραπωσει για τα καλα, οταν σε πιανουν δεν σε αφηνουν ευκολα, δεν πα’ να....

IX
αρχιζουμε να πηγαινουμε στην ασοεε. παντα περναμε απο βουρκο, εχουμε και τον χωρο εκει, αλλα οι αναγκες των πρωτων ημερων εχουν δωσει την θεση τους σε αλλες. απο την μια “κατι εχει αλλαξει”, απο την αλλη, “ολα συνεχιζονται”, και οντως, μπαχαλα συνεχεια, εχουμε γινει καλοι, και οργανωμενοι πιο καλα, με αναπαυλες ενδιαμεσα, η ασοεε αποκτα το ονομα “ελβετία”, ο βουρκος ειναι το “ιρακ”. καποια στιγμή τηλεφωνο απο βουρκο, παιζει προβλημα, ειναι κατι μαυροι με χατζαρες, κατι κοπελες που φοβουνται, ετοιμαζομαστε, δεν υπαρχει ανοχη για τετοια, φτανουμε εκει, καμμια σχεση, λαθος συναγερμος. γυρναμε πισω ελβετια. εκει ερωτευομαστε παλι. δεν μπορεις να μην. φωτισμενα προσωπα. φτιαχνουμε συνεχεια, σαν εργοστασιο, αχρηστα τελικα οπως και καθε τι απο εργοστασιο, δεν πανε πουθενα. αρχιζουμε κατι μπυρες, μπαινει και μουσικη, μας κοιτανε περιεργα. δεν χωραμε νιωθουμε, δεν δινουμε σημασια, εμεις και τα κοριτσια που ερωτευθηκαμε μια συντροφια λιγο στην απ’εξω. πρώτη κουβεντα με την ε. ευφανταστη πρωτη γνωριμια, σουρρεαλισμος και συντονισμος σε πολλα επιπεδα. μου λεει τοσος κοσμος εδω περα κανεις δεν ερωτευεται; της λεω παιζει καταστολη, θα λενε μετα “για αυτό ηρθαν εδω; εδω εχουμε εξεγερση”, κι ομως τι πιο φυσικο, λεει, μεσα σε τοσο κοσμο να σου γεννηθει η αναγκη να γνωρισεις, να μιλησεις, να φιλησεις καποιον. εμεις συνεχιζουμε αλλα η γιορτη εχει αλλαξει προσωπο. την ενσωματώσαμε όμως την καταστολή γιατί ήταν η τελευταία φορά που μίλησα στην ε. με νόημα...

Όσο πιο οικείο τόσο πιο αντι-κοινωνικό.
Γιατί η διαδικασία αδελφοποίησης 
μέσω του αποκλεισμού όσων είναι “απ’έξω”
δεν σταματάει ποτέ, καθώς η συλλογική εικόνα του “εμείς” 
δεν μπορεί ποτέ να γίνει συμπαγής.
Ο διαχωρισμός και η εσωτερική διάσπαση 
είναι η βασική λογική αυτής της αδελφοποίησης,
καθώς οι αριθμοί των ανθρώπων που ανήκουν 
γίνονται ολοένα και μικρότεροι.
Είναι μια μορφή αδελφοσύνης που καταντάει αδελφοκτόνος.

X
ξεκινα η καταληψη στην γσεε... μαθαινουμε πως η συνελευση εγινε μπαχαλο. ακουστηκαν ατακες του τυπου “ποιος εισαι εσυ ρε δεν σε ξερω”, ή καλύτερα “σε ποιο σωματειο ανηκεις;”. αρχιζει να δενει το σκηνικο. κάποιοι θελουν μονο τους γνωστους τους στις φασεις, δεν θελουν εξεγερση, θελουν το τσιφλικι τους να κανει κουμαντο, δεν πα’ να γαμηθειτε, εξω απο ολα. οι μεταναστες που συναντησαμε εχουν μαζευτει σπιτια τους, ποιός ξερει γιατι... ισως η ασφαλεια που νιωθανε οσοι κατεβηκαν γυρω απο τον βουρκο να εξανεμιστηκε οταν τους την επεσαν καποιοι καταληψιες, σου λεει “τι είναι αυτοι;”, στα αλλα πεδια ήταν πιο εκτεθιμενοι, καποιους τους τραβηξαν οι οικογενειες πισω “αν σε πιασουν εσενα θα ειναι αλλιως”. βγαινει μια αφισα, μια φραση, τα λεει ολα “πειθαρχια τελος· ζωη μαγικη”. εδω ειμαστε. η αθηνα παραμενει χαωδης, τιποτα δεν λειτουργει οπως κανονικα, λεωφορεια, μετρο, μαγαζια, τραπεζες, καφε. ουτε και εμεις. βγαίνει το λυπηρο αλλα αληθινο συνθημα-συναισθημα: “τιποτα πια δεν θα ειναι το ιδιο, εκτος απο τις συνελευσεις των αναρχικων”. περναμε απο την γσεε, θλιψη. αρχικα η σκεψη, ωραιο ανοιγμα, ας μπουνε ολοι στην φαση, ποσα βηματα μπρος πρεπει να κανει ο “άσχετος” για να φυγει απο το σπιτι του και να ερθει εδω να δει, να μιλησει, να διαφωνησει, να συμμετασχει; δεν γινεται κατανοητο. για εμας ειναι ενα βημα εξω απο το σπιτι μας, ψωμοτυρι. μπατσοι, μπαχαλα, κουκουλες και τα σχετικα. για τους αλλους μια δυσβατη γεφυρα. κι ομως ερχονται. το ανοιγμα γινεται κλεισιμο. πολλοι φευγουν μουδιασμενοι. “πηγα να μιλησω, με κραξανε, δεν σε ξερουμε”. καποιοι μοιαζουν να θελουν να την κλεισουν πριν καλα καλα αρχισει. πανω πανω μπαρ με θεα, καλα μοιαζει αλλα δεν καθομαστε. παρα ειμαστε γνωστοι. βολτες περα δωθε, που και που περναει αφηνιασμενο ενα περιπολικο απο την πατησιων, τρωει πετρες ροχαλες ανα δεκα μετρα. ποσες μερες εχουμε να δουμε τετοιο πραγμα; οι μαθητες συνεχιζουν τα δικα τους, αλλα δεν πολυ-συναντιομαστε πια εκτος αν πας εκει. το βραδυ πεφτει και ενας ξεκουδουνος πυροβολισμος σε παρεα μαθητών στο περιστερι, πετυχαν τον ενα στο χερι.


Η [κριτική θεωρία] μπορεί να είναι διερευνητική,
μόνον όταν επιμένει στο επιμέρους με τέτοιο τρόπο,
που με την εμμονή σπάει την απομόνωση του.”
ΜΜ, 46

XI
δεκα πεντε μερες μετα η κατασταση ειναι τραβηγμενη απο τα μαλλια, οχι γιατι δεν υπαρχει ακομα μια γενικη ατμοσφαιρα ανυπακοης κανεις δεν πληρωνει εισιτηρια, αλλοι καπνιζουν στο μετρο και αλλες τετοιες αστειες φασεις, αλλα γιατι δεν εχουμε αντιληφθει το περας της. η μια καταληψη μετα την αλλη υποχωρει ελλειψει κοσμου και συνοχης, πολλοι εχουμε αναγκαστει να επιστρεψουμε στην δουλεια, εστω και κλεφτα στην αρχη. αν δεν κλεισουν οι δουλειες πως θα συνεχισεις; το πρωι εργαζομενος, το βραδυ καταληψιας; το συνθημα στην πατησιων τα λεει ολα “μετα απο αυτα, πως θα παμε στην δουλεια;”. παμε ομως, τι να κανουμε, στον καθενα στοιχιζει διαφορετικα η επιστροφη. αρχιζουν, ανεπαισθητα στην αρχη, καποια ψυχολογικα ζικ-ζακ. ενας φιλος χανει για λιγο την μαχη με την συμβολικη ταξη του κοσμου, τον ξεπερναει. προσπαθω να ειμαι απο κοντα, στεναχωριεμαι, φοβαμαι και παλευω. εκει ομως. συνεχιζονται κατι πορειες εδω και εκει, μαθαινουμε τα νεα για την κουνεβα “αποκλειεται, που ειμαστε;”, ξεκιναει νεα ενταση, πιο ειδική, πιο περιορισμενη. και καπου εκει ακουμε για κατι σφαιρες σε μια κλουβα. χεστήκαμε, λεω, δεν χρειαζεται να δωσουμε σημασια, καποιος την ειδε να υπενθυμισει οτι “ειμαστε και εμεις εδω”, δεν μιλαει σε εμας ομως, στους απεναντι μιλαει, δεν χρειαζεται να ασχοληθούμε, στο βαθμο που ακομα κινουμαστε και υπαρχουμε στον δρομο και αλλου δεν χρειαζεται να δωσουμε σημασια, δεν χρειαζεται να μας επηρεασει ούτε αρνητικα ουτε θετικα δεν. μετα απο λιγες μερες ομως δεν μπορεις πια να το αγνοησεις. στα ίδια μερη που δυο βδομαδες τωρα τρεχουμε, συγκρουομαστε, κοιμομαστε, ξυπναμε, εκει μεσα διαλεξε ο αλλος να παει να αδειασει το καλασνικοφ. οτι τι δηλαδη; δεν μπαινουμε σε διαδικασιες τυπου “λειτουργουν αρνητικα για το κινημα”, τι παει να πει αυτο, ποιο κινημα ακριβως; αλλα μας ενοχλει η επιστροφη στο συμβολικο και η αναγκαστικη διαμεσολαβηση της οποιας το ευρος θα καταλαβαιναμε πιο καλα μετα απο μηνες: υπαρχουν αναληψεις ευθυνης που παραπονιουνται οτι τους αγνοουν τα μμε. και μονο αυτο θα επρεπε να τους κανει να ψυλλιαστουν πεντε πραγματα. αλλά που, δεν υπάρχει τέτοια διάθεση, από οτι φαίνεται ο δεκέμβρης ήταν καλός για προπόνηση, οι συγκρούσεις με χιλιάδες κόσμο καλός προθάλαμος. τωρα εχουν αλλαξει τα πραγματα, τωρα πια υπαρχει επαναστατικος εγωισμος, υπάρχει μια μόνο βία και όποιος δεν γουστάρει τον πούλο, υπαρχει το εμεις και κανενας αλλος, αλλοι με τα λογια αλλοι με την πραξη, τωρα πια υπαρχει το ή με εμας ή με τους άλλους. τωρα πια χανεται κοσμος δεξια αριστερα και δεν μιλαμε για τιποτα, επανηλθαμε τωρα πια στο τροπαρι “καταστολη, αλληλεγγυη”. τώρα πια, ας μην γελιόμαστε, τρέχουμε πίσω από ενα κάρο ενοχές τις οποίες δεν επιλέξαμε ποτέ. ξεκινησε και ένας περίεργος εκβιασμός. δεν γίνεται αλληλεγγύη μαζι με κριτική. ή μαζί ή μόκο. λες και αυτό θα βοηθήσει κανέναν. αλλά ούτως ή άλλως, τωρα πια δεν μιλαμε, ολα υποννοούνται.

τα αυτοκίνητα, οι βόμβες και ο κινηματογράφος συγκρατούν το όλον