22 Φεβ 2013

Ο μεγάλος ύπνος και οι πελάτες του

(συνέχεια από εδώ)

Ενώ αρχικά η δημιουργία αυτών των μηχανισμών (EFSF, ESM), και η υπόσχεση διάσωσης οποιασδήποτε χώρας αντιμετώπιζε προβλήματα έμοιαζε να ικανοποιεί τους πάντες, σύντομα φάνηκε πως υπήρχαν αρκετές εσωτερικές αντιφάσεις.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, υπήρχε το εξής πρόβλημα: το bail-out της Ελλάδας όχι απλά αφορούσε ένα ποσό κατά 2/3 μικρότερο από το πραγματικό της χρέος, αλλά ακόμα πιο σημαντικά, επέβαλλε τέτοιους αυστηρούς όρους λιτότητας που ήταν σαφές πως η Ελλάδα δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να επανέλθει σε ρυθμούς ανάπτυξης. Αντιθέτως, τα μέτρα λιτότητας ήταν τέτοια που η Ελλάδα θα βυθιζόταν σε ακόμα μεγαλύτερο δημόσιο χρέος. Οι περικοπές στις κρατικές δαπάνες, καθώς και οι μειώσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, σήμαιναν πως η οικονομία θα βυθιζόταν σε μεγαλύτερη ύφεση, τα κρατικά έσοδα θα μειώνονταν, ενώ ταυτόχρονα το χρέος θα αυξανόταν –και μάλιστα με δυσβάσταχτα επιτόκια. Η περίπτωση να αναγκαστεί τελικά η Ελλάδα να κάνει παύση πληρωμών όχι απλά δεν εξαφανίστηκε, αλλά αυξήθηκε, καθώς τα μέτρα λιτότητας μπορούσαν όχι μόνο να δημιουργήσουν μια ανυπολόγιστη κοινωνική αναταραχή, αλλά ακόμα και χωρίς αυτήν, να αναγκάσουν την Ελλάδα να αρνηθεί de facto την αποπληρωμή.

Ακόμα και αν η περίπτωση της Ελλάδας μέσα στην ευρωζώνη ήταν σχετικά αμελητέα, με την έννοια πως όσο και αν ήρθε στο προσκήνιο λόγω της συγκεκριμένης κρίσης, η Ελλάδα παρέμενε μια περιφερειακού βεληνεκούς οικονομία, ο κίνδυνος παρέμενε πως οποιεσδήποτε εξελίξεις στην Ελλάδα μπορούσαν άμεσα να συμπαρασύρουν και άλλες χώρες που θα αντιμετώπιζαν με τον καιρό αντίστοιχα προβλήματα. Και μάλιστα με μια ταχύτητα πολύ πιο γρήγορη από ότι η Ελλάδα.

Καθώς ο καιρός προχωρούσε και φαινόταν πλέον πως η Ελλάδα αργά ή γρήγορα θα ζητούσε ακόμα περισσότερα δάνεια από το EFSF, οι πραγματικοί φόβοι να εξαπλωθεί ο κίνδυνος σε άλλες χώρες πήραν σάρκα και οστά όταν τον Νοέμβριο του 2010, και αμέσως μετά, τον Απρίλιο του 2011, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία κατέφυγαν στο EFSF ζητώντας 85 και 78 δις ευρώ αντίστοιχα. Η Ισπανία κατάφερε εκείνη την εποχή να αποφύγει μια παρόμοια μοίρα, αλλά κανείς δεν ήταν πεπεισμένος πως αυτό θα κρατούσε πολύ καιρό.

Ένα δεύτερο κύμα πανικού κατέκλυσε τόσο τις αγορές όσο και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, το οποίο συμπληρώθηκε από διάφορες φήμες που άρχισαν να κυκλοφορούν τον Μάιο του 2011 πως η Ελλάδα σκεφτόταν σοβαρά να κηρύξει στάση πληρωμών. Την ίδια εποχή άρχισαν να κλιμακώνονται και οι αντιδράσεις, τόσο σε Ισπανία όσο και στην Ελλάδα, που με όχημα το πρωτόγνωρο κίνημα των αγανακτισμένων, δημιούργησε την εντύπωση (τουλάχιστον στην Ελλάδα) πως η πολιτική σταθερότητα της κυβέρνησης που είχε αναλάβει τον ρόλο του πολιορκητικού κριού των μέτρων λιτότητας έχανε την νομιμοποίηση της.

Ένας δεύτερος γύρος χρηματοδότησης της Ελλάδας απέκτησε μια άμεση αναγκαιότητα, και σε συνδυασμό με τα προβλήματα που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στις άλλες χώρες του νότου, υπήρξε μια ανάγκη για την αύξηση του ορίου του EFSF. Αυτή η λύση όμως δεν υιοθετήθηκε παρά μετά τον Αύγουστο του 2012, και αφού η Ιταλία είχε δεχθεί μια κερδοσκοπική επίθεση, μια εξέλιξη που απείλησε άμεσα την βιωσιμότητα όλης της ευρωζώνης. Αντί λοιπόν για την επιλογή της αύξησης της μπάνκας του EFSF, αναζητήθηκε μια διέξοδος που θα συμπεριλάμβανε μια σχετική αναδιάρθρωση του χρέους με την συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (το λεγόμενο PSI). 

Psi(t)...!
Εν μέσω αναζήτησης τρόπων αποφυγής των χειρότερων πιθανών εξελίξεων, η κατάσταση στην Ελλάδα άρχισε να ξεφεύγει από τα ελεγχόμενα πλαίσια που είχαν -μέχρι στιγμής- ορίσει την επιβολή των μέτρων. Τα άμεσα αποτελέσματα των μέτρων είχαν αρχίσει να γίνονται πολύ αισθητά στην οικονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας, και όσο και αν τα κινήματα των πλατειών δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την επιβολή νέων μέτρων, η μυρωδιά των δακρυγόνων και η καταστολή της αντίστασης άφησε μια δυσάρεστη γεύση, τόσο σε αυτούς που συμμετείχαν στα κινήματα αυτά, όσο και στους υπεύθυνους διαχειριστές των κοινωνικών σχέσεων.

Οι μέρες της συναίνεσης απέναντι στα απαραίτητα μέτρα έμοιαζαν να φτάνουν στο τέλος τους, και η σιωπηρή αποδοχή της αναγκαιότητας να «σφιχτεί το ζωνάρι» έχανε ολοένα και περισσότερο έδαφος. Το κίνημα των πλατειών ταρακούνησε το πολιτικό κατεστημένο, ειδικά την στιγμή που κατάφερε να συνενώσει κοινωνικά τις διαφορετικές ομάδες που είχαν μέχρι στιγμής πληγεί από τα μέτρα, οδηγώντας σε δύο αυξανόμενα δυναμικές και μαχητικές γενικές απεργίες. Και όσο και αν η καταστολή των πλατειών κατάφερε να από-εδαφικοποιήσει το επίκεντρο της σύγκρουσης, κάθε κράτος που σέβεται τον εαυτό του γνωρίζει καλά πως οι μνήμες μιας συλλογικής σύγκρουσης δεν χάνονται με την ίδια ταχύτητα που τα ΜΜΕ ανεβάζουν και κατεβάζουν το θέαμα της ημέρας.

Αν και η αναμονή ενός «θερμού» φθινοπώρου, που όρισε την φαντασία όσων συμμετείχαν στις συγκρούσεις δεν κατάφερε να πάρει σάρκα και οστά τους τελευταίους μήνες του 2011, η σταδιακή και εμφανής απώλεια νομιμοποίησης της κυβέρνησης που ξέσπασε προς τα τέλη του έτους έκανε επιτακτική την ανάγκη μιας –έστω και επιφανειακής –αλλαγής.

Το ενδεχόμενο οι «διαπραγματεύσεις» για το PSI στην Ελλάδα, και η εφαρμογή του, να οδηγήσουν σε μια ανεξέλεγκτη κοινωνική αναταραχή έστησε την χορογραφία: ο Παπανδρέου ξεστόμισε την λέξη δημοψήφισμα, αντιμετώπισε μια σκηνοθετημένη χλεύη, και οδήγησε τελικά στην σταδιακή απομάκρυνση κάποιων βασικών εκφραστών της κυβερνητικής πολιτικής.

Στην πραγματικότητα, καμία αλλαγή κομπάρσων, ακόμα και στα υψηλότερα κλιμάκια, που δεν είναι αποτέλεσμα μιας συστηματικής συλλογικής διαδικασίας και πίεσης, δεν αφορά ουσιαστικές αλλαγές. Αντιθέτως, λειτουργεί -έστω και πρόσκαιρα- σαν μοχλός απελευθέρωσης της πίεσης. Η απομάκρυνση του Παπανδρέου λοιπόν, ο οποίος είχε καταντήσει ο par excellence αποδιοπομπαίος τράγος των συνεπειών της λιτότητας, έφερε στο προσκήνιο μια προσωρινή τεχνοκρατική κυβέρνηση, η οποία εξυπηρετούσε 3 πολύ βασικούς λόγους ύπαρξης: την εφαρμογή του PSI, την σκιαγράφηση των νέων μέτρων λιτότητας, και την προκήρυξη εκλογών.

Αντίφαση δεν σημαίνει αδυνατότητα (Μαρξ)
Το ενδιαφέρον με το psi ανήκει κατά κάποιο τρόπο στο συμβολικό/φαντασιακό επίπεδο. Ο λόγος είναι απλός: το λεγόμενο «κούρεμα» που θα έφερνε το psi δεν μπορεί να θεωρηθεί «κούρεμα» ακόμα και αν προσθέσουμε στο μίγμα τις συντονισμένες προσπάθειες των καλύτερων σεναριογράφων επιστημονικής φαντασίας του Χόλιγουντ. Δεν θα μπούμε σε λεπτομέρειες -ο σύντροφος τέκι το έχει καταφέρει αυτό μια χαρά σε δύο άκρως κατατοπιστικά άρθρα του, ένα πριν και ένα μετά την φανταστική συμφωνία. Θα πούμε απλά πως ακόμα και με κριτήριο τους δικούς τους όρους, το psi ήταν μια εκπληκτική greek-style παπαριά όχι μόνο γιατί τα τελικά νούμερα δεν καταγράφουν κανένα «κούρεμα», αλλά γιατί στο τέλος της διαδικασίας πέρα από την αύξηση του χρέους το psi κατάφερε να ξεκοκαλίσει και τα αποθεματικά ενός σωρού ασφαλιστικών ταμείων –πολλά από τα οποία δεν είχαν καν καμία διάθεση να συμμετάσχουν στο πάρτυ. Θα πείτε βέβαια, μα καλά ποιος τους γαμάει αυτούς, εδώ εμείς και... και θα έχετε δίκιο.

Οπότε στην ουσία το ενδιαφέρον με το psi μένει στο επικοινωνιακό επίπεδο. Όταν ξεκίνησε η κρίση, είχαμε διάφορους αριστερούς καλοθελητές που φώναζαν πως ο μόνος τρόπος να προκύψει κάτι βιώσιμο από το όλο μπουρδέλο είναι να συμφωνηθεί κάποιο κούρεμα (1). Τότε, τα παλιά εκείνα χρόνια, αυτοί αντιμετωπίστηκαν με τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετώπιζε η ιερά εξέταση κάποια μάγισσα που θα ομολογούσε πως τελικά είναι όντως τσιράκι του σατανά που είχε ως απώτερο στόχο να διαφθείρει τα χριστιανικά ήθη των ευυπόληπτων πολιτών. Κοινώς το να μιλάς για κούρεμα τότε ήταν μια ακόμα απόδειξη πως δουλεύεις υποχθόνια για την επικράτηση του βελζεβούλ. Λίγο καιρό μετά, το κούρεμα τύπου psi ήταν μάννα εξ’ουρανού και μοναδική σωτηρία της χώρας, δια στόματος του τεχνοκράτη πρωθυπουργού και της συνοδευτικής χορωδίας του.

Το έχουμε ξαναπεί πως αν υπήρχαν καταστασιακοί σήμερα, θα έκαναν τρελό πάρτι καταγράφοντας τους θεαματικούς τρόπους διαχείρισης του «δημόσιου διαλόγου» περί κρίσης. Το να μετατρέπεις μια θέση που εμφανίζεται ως το απόλυτο κακό και ως σίγουρη συνταγή για την καταστροφή της χώρας σε λύση-θαύμα του οικονομικού επιτελείου, χρειάζεται κάτι παραπάνω από ένα αποβλακωμένο κοινό. Χρειάζεται στην ουσία έναν συνδυασμό σύγχυσης, σοκ και ημιμάθειας που δημιουργεί ένα κλίμα όπου κραυγαλέες αντιφάσεις συνυπάρχουν χωρίς να δημιουργούν καμία ανισορροπία (το psi δεν είναι προφανώς η μοναδική περίπτωση, αλλά κερδίζει το βραβείο της πιο κραυγαλέας). Και αν ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα, έχει μια σημασία να παραδεχθούμε πως διανύουμε μια περίοδο κυριαρχίας του ανορθολογισμού που έχει δημιουργήσει κάτι τέρατα να, με τα οποία θα αναγκαστούμε να ασχοληθούμε παρακάτω.  



(1) Προφανώς και δεν συμμεριζόμαστε καμία φαντασίωση πως ένα κούρεμα θα έκανε την κατάσταση περισσότερο βιώσιμη. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το γεγονός πως κάτι τέτοιο δεν αγγίζει ούτε στο ελάχιστο τις βασικές αιτίες της οικονομικής κρίσης. Το πρόβλημα είναι το εξής: ο ρόλος της αριστεράς είναι να εκπονεί ρεαλιστικά σχέδια ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας. Στην σημερινή συγκυρία, τα σχέδια αυτά είναι ποτισμένα με ένα κοκτέιλ μεταμοντέρνου κευνσιανισμού, καθώς ποντάρει στο κράτος να χρηματοδοτήσει μια οικονομία υπό κατάρρευση και να αναλάβει το κόστος επανόρθωσης. Αντικειμενικοί όροι για κάτι τέτοιο όμως δεν υπάρχουν. Το κούρεμα ανήκει σε αυτή την αριστερή φαντασίωση που θέλει να βρεθεί κάποια λύση, χωρίς να αλλαχτεί καμία από τις παραμέτρους που ορίζουν την εξίσωση.


Προηγούμενα μέρη του κειμένου:
Armageddon time is coming soon: μέρος τρίτο
Το τυράκι το είδες. Την φάκα την είδες; 

4 Φεβ 2013

Το τυράκι το είδες. Την φάκα την είδες;



[Μετά τα δύο μικρά διαλλείματα, συνεχίζουμε την δημοσίευση της σειράς κειμένων για την οικονομική κρίση.]

Η οικονομική κρίση έρχεται στην Ευρώπη 
Και ξαφνικά, στην νέα σεζόν του σίριαλ που λέγεται «οικονομική κρίση», ένας πρώτο-εμφανιζόμενος χαρακτήρας έκανε θραύση: το τυράκι του δημοσίου χρέους. Με μια αξιοζήλευτη ντρίμπλα εκπληκτικής ευλυγισίας, η μετατόπιση του δημόσιου λόγου (η απουσία δηλαδή πραγματικού λόγου, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία) προς τα προβλήματα του δημοσίου χρέους έγινε ακριβώς κάτω από την υπερτροφική μύτη μας και δεν πήραμε μυρωδιά: αντ’ αυτού βρεθήκαμε να χρωστάμε τον πάτο μας. Σε όλους και για όλα.

Πως φτάσαμε εκεί; Προς τα τέλη του 2009 είχε εμφανιστεί η φημολογία πως τα χειρότερα έχουν περάσει. Οι συνδυασμένες παρεμβάσεις του κράτους είχαν καταφέρει να κάνουν τους διαφόρους αξιωματούχους να δίνουν συγχαρητήρια ο ένας στον άλλο για τις φανταστικές τους πολιτικές, καθώς είχαν επαναφέρει μια σταθερότητα στο τραπεζικό σύστημα και στις αγορές, μετατοπίζοντας το βάρος της «αποπληρωμής» προς τους μαλάκες προλετάριους παγκοσμίως. Συνεχιζόμενες απολύσεις, part-time δουλειές και δραστική μείωση του βιοτικού επιπέδου: σε κάθε πιθανή γωνία, τα αφεντικά άρπαξαν την ευκαιρία που τους προσέφερε η οικονομική κρίση για να επιβάλλουν αλλαγές στις εργασιακές συνθήκες προς όφελος τους.

Ταυτόχρονα, οι κρατικές παρεμβάσεις είχαν δείξει πως ακόμα και στην περίπτωση που κάποια μεγάλη τράπεζα ή κάποιος χρηματιστικός θεσμός θα βρισκόταν ξαφνικά αντιμέτωπος με μια πιθανή χρεοκοπία, δεδομένου πως οι αγορές ήταν ακόμα εύθραυστες και τα «τοξικά» κατάλοιπα ακόμα κόβαν βόλτες στην αγορά, η λύση ήταν ήδη στο τσεπάκι τους. Τα κράτη δανειζόντουσαν και ξόδευαν αφειδώς, με στόχο να αποτραπεί η κατάρρευση του ιδιωτικού τομέα: bail-outs να φάνε και οι κότες. Μοναδικό πρόβλημα στην αφήγηση αυτή: η αύξηση του δημοσίου χρέους. Μπροστά στην υποτιθέμενη σταθερότητα όμως που επέφεραν αυτές οι πολιτικές στην παγκόσμια οικονομία και τις αγορές της, το κόστος ήταν –προς το παρόν- αδιάφορο. Στην τελική, η αύξηση του δημοσίου χρέους μετακυλάει αποτελεσματικά και χωρίς άμεσα προβλήματα το κόστος της κρίσης στους φορολογούμενους –κατά βάση δηλαδή στους προλετάριους.

Οι διάφορες τράπεζες άρχισαν να αγοράζουν κρατικά ομόλογα αβέρτα, τα οποία θεώρησαν περισσότερο ασφαλή από τις «τοξικές» μαλακίες που αγόραζαν τόσο καιρό, καλύπτοντας έτσι δύο άμεσες ανάγκες: την απόκτηση αρκετών κεφαλαίων τα οποία ήταν πλέον απαραίτητα λόγω των περιορισμών που επέβαλαν οι χρηματιστικές αρχές, καθώς και το να πείσουν τους εμπορικούς εταίρους τους πως είχαν αρκετή εφεδρεία για να καλύψουν τίποτα ξαφνικές και αναπάντεχες απώλειες. Με τον ίδιο τρόπο καβατζωνόντουσαν και τα κράτη: σίγουρα πως θα βρουν αρκετούς αγοραστές για τα ομόλογα τους, εφόσον όλοι αγόραζαν, πίστεψαν πως βρήκαν και τον τρόπο να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματα τους. Στην χειρότερη περίπτωση, θα κατέφευγαν σε «ριζοσπαστικές» λύσεις τύπου quantitative easing, μια διαδικασία δηλαδή που οι κεντρικές τράπεζες ουσιαστικά τυπώνουν τα έξτρα χρήματα που χρειάζονται, πατώντας κάνα δυο κουμπάκια σε έναν υπολογιστή. 

Όλα καλά και όλα ωραία λοιπόν, μέχρι που διάφοροι θεσμοί τύπου ΔΝΤ, άρχισαν να προειδοποιούν πως η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ καιρό, καθώς η αύξηση του δημοσίου χρέους θα γινόταν επικίνδυνη μόλις θα άρχιζε η οικονομία να παίρνει τα πάνω της, για τον απλούστατο λόγο πως τα κρατικά ομόλογα θα άρχιζαν να ανταγωνίζονται άλλες μορφές επενδύσεων που, αν και λιγότερο ασφαλή, θα προσέφεραν καλύτερη απόδοση. Πρότεινε λοιπόν το ΔΝΤ την υιοθέτηση διαφόρων στρατηγικών εξόδου από τις πολιτικές που τόσα είχαν προσφέρει στην προηγούμενη περίοδο της άμεσης κρίσης, και πιο συγκεκριμένα, την σταδιακή μείωση των ελλειμμάτων.

Οι προτάσεις αυτές ενθουσίασαν αρκετούς. Μέσω των νέων στρατηγικών σχεδιασμών, πολλοί είδαν μια ευκαιρία να επιβάλλουν νέο-φιλελεύθερες πολιτικές σε διάφορα κράτη τα οποία δεν είχαν καταφέρει μέχρι στιγμής, για πολλούς και διάφορους λόγους, να τις προωθήσουν. Όπως και να έχει η αντιμετώπιση της κρίσης μέχρι εκείνη την στιγμή είχε δείξει την τρομακτική αδυναμία των προλετάριων να αντιδράσουν. Έχοντας επιβάλλει σημαντικές αλλαγές στον ιδιωτικό τομέα με μεγάλη ευκολία (1), η στιγμή έμοιαζε κατάλληλη για να επιβληθούν και αντίστοιχες ριζικές μετατροπές σε εκείνα τα κράτη τα οποία εξακολουθούσαν να διατηρούν ανεπίτρεπτες ισορροπίες μέσω των συνδικάτων και του ταξικού ανταγωνισμού στους μισθούς του δημοσίου, τις συντάξεις και τις κρατικές δαπάνες, καθώς επίσης και μια καθυστέρηση στις πολυπόθητες ιδιωτικοποιήσεις.

The Greek Pig 
Όταν στις αρχές του 2010 ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πως, στην πραγματικότητα, το δημόσιο χρέος ήταν μεγαλύτερο από αυτό που είχαν δηλώσει οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι στους ευρωπαίους εταίρους, επικράτησε ένας μικρός πανικός. Προφανώς και οι αντιδράσεις αυτές ήταν σκηνοθετημένες για να δικαιολογήσουν τις επακόλουθες κινήσεις: το ποσοστό των «ψεύτικων» στοιχείων που είχε δώσει η ελληνική κυβέρνηση ήταν σχετικά αμελητέο συγκριτικά με το σύνολο του δημοσίου χρέους, και είναι επίσης σαφές πως όσοι κατείχαν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου και καίγονταν για τις αποδόσεις τους παρακολουθούσαν από κοντά τις εξελίξεις, και είχαν σίγουρα μια αρκετά ξεκάθαρη εικόνα της πραγματικής κατάστασης. Αλλά τέτοιες λεπτομέρειες δεν είχαν σημασία εκείνη την στιγμή. Αυτό που είχε σημασία ήταν πως με ένα σμπάρο εμφανίστηκαν ξαφνικά πολλά τρυγόνια (2).

Η επίσημη αφήγηση έδινε πάσα για την εξιστόρηση και εγκαθίδρυση μιας αφήγησης που θα βόλευε τους πάντες –εκτός από τους μαλάκες τους προλετάριους. Τα γουρουνάκια του νότου, με πρώτο και καλύτερο γουρούνι την Ελλάδα, ήταν στην ουσία ψιλό-απατεώνες και ψεύτες, καθώς και τεμπέληδες που ξόδευαν παραπάνω από ότι παρήγαγαν. Ο κρατικός μηχανισμός δεν παρείχε πλέον καμία εγγύηση πως προχωρούσε στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που επέβαλλαν οι νέες συνθήκες, και από πλευράς εργασιακών συνθηκών παραήταν χαλαρός. Το γεγονός πως μέχρι και το 2009 υπήρξε μια (μικρή αλλά παρόλα αδικαιολόγητη) αύξηση μισθών στην Ελλάδα συμπλήρωνε το παζλ. Ένα μακρύ και οδυνηρό μαστίγιο ήταν απαραίτητο, και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να το επιβάλλεις από το να πείσεις αυτούς που θα το φάνε πως είναι για το καλό τους.

Παρόλο που πιθανότατα να υπήρχαν και άλλες λύσεις για να αντιμετωπιστεί αυτή η «ξαφνική» ανακάλυψη του ύψους του δημοσίου χρέους της Ελλάδας,  υπήρχε και ένας ακόμα πιο σοβαρός λόγος για τον οποίο το μαστίγιο έπρεπε να είναι τόσο οδυνηρό: υπήρχε σοβαρή αμφιβολία, κρίνοντας από τις επιδόσεις των κυβερνήσεων στο παρελθόν, και το επίπεδο τόσο του ταξικού ανταγωνισμού όσο και των ιδιαίτερων συνθηκών της ταξικής ισορροπίας στην Ελλάδα μέσω του διαδεδομένου πελατειακού συστήματος, του κατά πόσο μια κυβέρνηση θα κατάφερνε όντως να επιβάλλει τόσο δραστικές λύσεις χωρίς να υποκύψει στα προβλεπόμενες αντιδράσεις.

Μαζί με όλα αυτά, έχει μια σημασία να αναφερθεί πως το βασικότερο πρόβλημα του χρέους στην Ελλάδα ήταν, όχι το μέγεθος του, αλλά το γεγονός ότι ήταν κατά βάση βραχυπρόθεσμο. Ο μοναδικός τρόπος λοιπόν για την Ελλάδα να βρει τα απαραίτητα χρήματα για να αποπληρώσει τις άμεσες οφειλές ήταν να πουλήσει νέα ομόλογα με μεγάλη έκπτωση, προσφέροντας έτσι καλύτερη απόδοση στους αγοραστές. Αυτό όμως σήμαινε αυτομάτως την αύξηση του χρέους. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

Τον καιρό που ακόμα συζητιόταν το αν θα επέλθει μια διάσωση για το πρόβλημα του ελληνικού χρέους, και αντιμέτωποι με τον κίνδυνο πως αυτή δεν θα ερχόταν άμεσα, διάφοροι μικρό-ομολογιούχοι άρχισαν να πουλάνε τα ομόλογα τους και διάφοροι άλλοι σπεκουλαδόροι άρχισαν να στοιχηματίζουν πάνω στην επικείμενη κατάρρευση. Αποτέλεσμα ήταν να πέσουν οι τιμές των ελληνικών ομολόγων. Αλλά: το θέμα των βραχυχρόνιων ομολόγων αφορούσε ομολογιούχους του ιδιωτικού τομέα. Γιατί στην πραγματικότητα, οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες που είχαν ελληνικά κρατικά ομόλογα δεν είχαν την επιλογή να τα ξεφορτωθούν, χωρίς να οδηγήσουν έτσι κατευθείαν σε αναγκαστική παύση πληρωμών το ελληνικό κράτος, το οποίο δεν θα μπορούσε να αντέξει μια τόσο απότομη πτώση στις τιμές. Αντιθέτως λοιπόν, οι μεγάλες τράπεζες πείστηκαν και από τις κυβερνήσεις τους τόσο να κρατήσουν τα ελληνικά ομόλογα όσο και να αγοράσουν νέα, χρηματοδοτώντας έτσι τις ανάγκες του ελληνικού κράτους (3).

Ήταν μονόδρομος τα μέτρα που πάρθηκαν τελικά; Από ότι φαίνεται όχι. Ακόμα και στα πλαίσια του ίδιου του συστήματος, και με στόχο την διαχείριση της κρίσης στην οικονομία και του επερχόμενου πανικού, θα μπορούσαν να έχουν παρθεί μέτρα άλλης μορφής. Παραδείγματος χάριν, θα μπορούσαν οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης να δανειστούν λεφτά από τις αγορές και να αγοράσουν ελληνικά μακροπρόθεσμα ομόλογα. Με αυτόν τον τρόπο θα πετύχαιναν 3 πράγματα: η Ελλάδα θα έκανε μια σχετική αναδιάρθρωση του χρέους της, ανταλλάσσοντας τα επικίνδυνα βραχυπρόθεσμα ομόλογα με μέσο/μακροπρόθεσμα. Αυτό θα απομάκρυνε τον άμεσο κίνδυνο παύσης πληρωμών. Και τέλος, η διαδικασία αυτή θα μείωνε το βάρος του ελλείμματος, διευκολύνοντας την Ελλάδα να αποπληρώσει το χρέος της. Ταυτόχρονα, επιτρέποντας στην ελληνική κυβέρνηση να αποπληρώσει τα βραχυπρόθεσμα, αυτομάτως μειωνόταν το ρίσκο των ευρωπαϊκών τραπεζών που είχαν ελληνικά ομόλογα.

Αυτή η λύση δεν θα χρειαζόταν καν «ριζοσπαστικές» λύσεις τύπου quantitative easing, παρά μόνο ενδο-κρατικές συμφωνίες, υπό το βλέμμα της ΕΚΤ. Όμως, η λύση αυτή ήταν αντίθετη με την υπάρχουσα νομοθεσία που διέπει την ευρωζώνη. Το άρθρο 125 της Consolidated treaty on the functioning of the European Union απαγορεύει τα bail-outs μεταξύ των κρατών-μελών (4), παρόλο που σε ειδικές περιπτώσεις, το  άρθρο 122 λίγο παραπάνω δίνει το δικαίωμα τέτοιου είδους παρεμβάσεων (5). Σίγουρα η οικονομική κρίση ήταν μια από αυτές. Και αν υπολογίσουμε το γεγονός πως η επιβάρυνση του ΑΕΠ των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης, ακόμα και στην ακραία περίπτωση που θα αγόραζαν όλο το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, ήταν της τάξεως του 2-3%, είναι εμφανές πως το κόστος ήταν πραγματικά ανούσιο. Μια τέτοια κίνηση επίσης θα έπειθε τις αγορές πως τα γουρουνάκια του νότου δεν θα οδηγούνταν σε παύση πληρωμών.

Διάσωση μεν, αλλά με κόστος δε.
Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε. Οι λόγοι είναι διάφοροι, και θα πρέπει ίσως ήδη να ξεκαθαριστεί ότι σίγουρα ένας από τους λόγους είναι πως και οι υπεύθυνοι διαχείρισης της κρίσης βαδίζουν σε μεγάλο βαθμό στα τυφλά. Αυτό είναι μια διαπίστωση που έχει μεγάλη σημασία και έχει σε μεγάλο βαθμό αγνοηθεί, ακόμα και από ριζοσπαστικές αναλύσεις. Προς το παρόν ας αναφέρουμε απλά πως μέχρι τώρα η αντιμετώπιση της κρίσης αποτελείται από μια σειρά προκάτ μέτρων (πετσόκομμα μισθών και δαπανών, ιδιωτικοποιήσεις, κτλ) τα οποία είναι πανομοιότυπα με αυτά που έχουν χρησιμοποιηθεί σε κάθε κρίση. Αλλά σε αυτό το θέμα, και στα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτό, θα επανέλθουμε σε άλλο σημείο του κειμένου.

Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλυσης, ας πούμε πως ένας βασικός λόγος που δεν επιλέχθηκε αυτή η σχετικά ανώδυνη λύση μοιάζει να είναι η εξής συλλογιστική: οποιαδήποτε «λύση», έστω και πρόσκαιρη, για τα ζητήματα που αντιμετώπιζε η ευρωζώνη (και κατ’ επέκταση η παγκόσμια οικονομία), έπρεπε να συμπεριλαμβάνει όλες τις ευκαιρίες που δημιούργησε η κρίση. Ποιες ήταν αυτές: ασχέτως του τρόπου μέσω του οποίου θα επιλεγόταν να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του δημοσίου χρέους, της αποπληρωμής των ομολόγων, και της χρηματοδότησης των τραπεζών, η κρίση παρουσίαζε μια σχετικά αναπάντεχη ευκαιρία να επιβληθούν μέτρα λιτότητας άνευ προηγουμένου, σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ως αντάλλαγμα για την «διάσωση» των ελλειμματικών κρατών, η ΕΕ και η ΕΚΤ θα επέβαλλαν δημοσιονομικές προσαρμογές σε όσα κράτη έκαναν μέχρι στιγμής τους κινέζους –δηλαδή θα επέβαλλαν μια αναπροσαρμογή που να συγκλίνει στους μέσους όρους που είχε επιτύχει η ευρωζώνη. Αυτός ήταν ο ρητός και αναμφισβήτητος στόχος του πρώτου Μνημονίου και όχι το πρόβλημα του δημοσίου χρέους. Όσοι έκατσαν τότε και το διάβασαν, μέσα στην αναμπουμπούλα και το σοκ που προκάλεσε η προσφυγή, θα το θυμούνται.

Η πολιτική που επιλέχθηκε είχε πολλαπλούς στόχους, γιατί αντιμετώπιζε και πολλαπλά ζητήματα. Πέρα από την Ελλάδα η οποία, ως αδύναμος κρίκος της Ευρώπης, ήταν αναγκασμένη να αποδεχτεί μια σειρά από μέτρα που μεταρρυθμίζαν ριζικά την οικονομική της πολιτική, είδαμε πως και άλλες χώρες της Ευρώπης προχώρησαν σε μέτρα λιτότητας σε μια διαφημισμένη καμπάνια να μειώσουν τα ελλείμματα τους, μέσω της μείωσης μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, κρατικών δαπανών, και προχωρώντας σε ιδιωτικοποιήσεις. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες όμως (τουλάχιστον προς το παρόν), στην Ελλάδα η επιβολή των μέτρων ήταν σχεδόν σίγουρο πως θα οδηγούσε (όπως και το έκανε τελικά) σε παρατεταμένη ύφεση της οικονομίας, σε μια υπέρ-διόγκωση του δημοσίου χρέους, και σε σταδιακή καταστροφή του οικονομικού ιστού της χώρας.

Παρόλα αυτά, επιλέχθηκε τελικά, και μετά από κάποιες μέρες σχετικής αγωνίας, η βοήθεια προς την Ελλάδα (με αντάλλαγμα την επιβολή πολύ αυστηρών μέτρων λιτότητας), καθώς και η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης, στην πολύ πιθανή περίπτωση που άλλα γουρουνάκια του νότου έφταναν σε παρόμοιο σημείο με την Ελλάδα. Το αποτέλεσμα ήταν το ESM (European Stability Mechanism), ένας μηχανισμός που θα μπορούσε να λειτουργεί έξω από τις συμφωνίες που απαγόρευαν τα bail-outs. Προφανώς ήταν απαραίτητο να συνταχθούν ένα σωρό συγκεκριμένες οδηγίες που να διέπουν την λειτουργία αυτού του μηχανισμού, με στόχο να εξασφαλιστεί το γεγονός πως οποιαδήποτε χρήση του μηχανισμού θα συνοδευόταν από μια σειρά μέτρων λιτότητας.

Παρόλο που προς στιγμή φάνηκε πως, τόσο το πρόβλημα της Ελλάδας, όσο και η πιθανότητα να οδηγηθούν σε παύση πληρωμών άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης, αποφεύχθηκε, οι περισσότεροι διατηρούσαν τις αμφιβολίες τους. Το ESM ήταν ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση, αλλά στην πραγματικότητα –εξαιρώντας την Ελλάδα, της οποίας το πρόβλημα ήταν ποσοστιαία πολύ μικρότερο από άλλες χώρες του νότου –εάν πράγματι άλλες χώρες έφταναν σε αντίστοιχα επίπεδα, το ESM παραήταν δυσκίνητο. Η επιμονή να ακολουθηθεί μια μακροχρόνια διαδικασία επιλογής των κατάλληλων συμφωνιών που θα καθοδηγούσαν την λειτουργία του μηχανισμού αυτού σήμαινε για πολλούς πως εάν, παραδείγματος χάριν, η Ισπανία (4ο μεγαλύτερο ΑΕΠ της ευρωζώνης) αδυνατούσε να αποπληρώσει δικές της οικονομικές υποχρεώσεις, το ESM θα έφτανε πολύ αργά.

Αποφασίστηκε λοιπόν να φτιαχτεί ένα προσωρινό, αλλά ταχύτερο, μέσο αντιμετώπισης τέτοιων κινδύνων. Αυτό οδήγησε στην δημιουργία του EFSF (European Financial Stability Facility). Αυτό θα λειτουργούσε ως αυτόνομη νομική οντότητα, θα παρέκαμπτε τους υπάρχοντες περιορισμούς της ευρωζώνης, και θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει άμεσα τα προβλήματα τα οποία όλοι περίμεναν πως μπορεί να εμφανιστούν από στιγμή σε στιγμή. Για αρχή, και μέχρι να οριστικοποιηθεί η πραγματική υπόσταση του ESM, το EFSF ξεκίνησε με μια μπάνκα 440 δις ευρώ (6), η οποία συμπληρώθηκε από άλλα 250 δις που υποσχέθηκε το ΔΝΤ.


(1) Για κάποιο περίεργο λόγο, υπήρχε (και υπάρχει ακόμα) η εντύπωση στην Ελλάδα πως ο ιδιωτικός τομέας ήταν ο επόμενος στόχος, μετά την «λεηλασία» του δημοσίου τομέα. Με αυτό το περίεργο συλλογισμό, μπορούσε κανείς να αγνοήσει το γεγονός πως οι συνθήκες εργασίας στον ιδιωτικό τομέα ήταν ήδη χειρότερες, αποτέλεσμα της αδυναμίας να δημιουργηθούν εστίες προλεταριακής αντίστασης απέναντι σε μια υποτίμηση και εκμετάλλευση, η οποία ξεκίνησε χρόνια πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. 

(2) Τα πρόσφατα στοιχεία που βγήκαν στην δημοσιότητα και καταγγέλλουν πως υπήρχε μια συνειδητή αλλοίωση των στατιστικών δεδομένων της Ελλάδας, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η προσφυγή παρουσιάζοντας μια εικόνα καταστροφής, απλά επιβεβαιώνουν κάτι που ήταν πολύ πιθανό αλλά χάθηκε μέσα στο πατατράκ των ημερών.



(3) Στην διαδικασία πειθούς για αγορά ομολόγων, ή και στην διαδικασία της τρελής σπέκουλας, σημαντικό ρόλο προφανώς έπαιξε και ένα «τυχαίο» παραθυράκι που άνοιξε η ΚτΕ. Βλ. το πολύ κατατοπιστικό άρθρο του techie chan εδω.

(4) Article 125, (ex Article 103 TEC), Section 1: The Union shall not be liable for or assume the commitments of central governments, regional, local or other public authorities, other bodies governed by public law, or public undertakings of any Member State, without prejudice to mutual financial guarantees for the joint execution of a specific project. A Member State shall not liable for or assume the commitments of central governments, regional, local or other public authorities, other bodies governed by public law, or public undertakings of any Member State, without prejudice to mutual financial guarantees for the joint execution of a specific project.

(5) Article 122, Section 2: Where a Member State is in difficulty or is seriously threatened with severe difficulties by natural disasters or exceptional occurrences beyond its control, the Council, acting by a qualified majority in a proposal from the Commission, may grant, under certain conditions, Community financial assistance to the Member State concerned.

(6) Η λειτουργία του EFSF ήταν η εξής: είχε την δυνατότητα να δανείζεται από τις αγορές, και οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης δεσμεύονταν να αποπληρώσουν αυτά τα δάνεια –με αρχικό όριο στα δάνεια τα 440 δις ευρώ. Τα χρήματα που θα δανειζόταν θα δίνονταν στις χώρες με οικονομικές δυσκολίες, ή αλλιώς θα χρησιμοποιούνταν για να αγοράσουν ομόλογα των χωρών αυτών. 



Προηγούμενα μέρη του κειμένου:
Armageddon time is coming soon: μέρος τρίτο




τα αυτοκίνητα, οι βόμβες και ο κινηματογράφος συγκρατούν το όλον