23 Δεκ 2012

Armageddon time is coming soon: Μέρος τρίτο

"Holy Cow!"
(ή αλλιώς η αντίδραση της Lagarde 
όταν άκουσε για την κατάρρευση της Lehman Brothers)
 
Ιστορικά, τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου στις ΗΠΑ είναι αποτέλεσμα νομοθεσίας του 1979 (Community Reinvestment Act) και του 1980 (Depository Institutions Regulatory Act), που ψήφισε η κυβέρνηση του Κάρτερ. Στόχο είχαν μια προσπάθεια ενσωμάτωσης κομματιών της φτωχής, μαύρης εργατικής τάξης, μετατρέποντας τους και αυτούς σε ιδιοκτήτες, και πρόσχημα την εναντίωση σε αυτό που γινόταν κατανοητό ως ρατσιστική πολιτική. Έτσι η κυβέρνηση Κάρτερ ψήφισε αυτά τα νομοσχέδια, επιτρέποντας στους φτωχούς μαύρους που ζούσαν σε υποβαθμισμένες γειτονιές να δανείζονται για να αγοράσουν τα σπίτια τους. Μέσω αυτής της νομοθεσίας για την σύναψη αυτών των δανείων υψηλού κινδύνου, το κράτος εξασφάλιζε πως θα έδινε αρκετές εγγυήσεις, επιτρέποντας ταυτόχρονα και ψηλά επιτόκια.

Ακόμα και η κυβέρνηση του Ρήγκαν, με την φιλελεύθερη, λαϊκίστική Δεξιά της προσέγγιση, ήταν προφανώς υπέρ της εξάπλωσης της ιδιοκτησίας. Με δύο ακόμα νομοθεσίες του 1982 (Alternative Mortgage Transaction Act) και του 1986 (Tax Reform Act), ο Ρήγκαν επέκτεινε και παγίωσε την εκτεταμένη σύναψη δανείων υψηλού ρίσκου. Αργότερα, γύρω στο 1989, και παρόλο που πολλές επιχειρήσεις που συνάπταν δάνεια κατέρρευσαν, η κυβέρνηση Κλίντον προσπάθησε να επαναφέρει πιο δυναμικά τις νομοθεσίες αυτές. Έτσι λοιπόν, αρχικά έκανε αναγκαστική την σύναψη τέτοιων δανείων, υιοθετώντας μια βαθμολόγηση των οίκων με βάση και πόσα τέτοια ενυπόθηκων δάνεια συνάπταν. Μια καλή βαθμολόγηση σε αυτό τον τομέα επηρέαζε τις αιτήσεις αυτών των εταιρειών να επεκτείνουν τις χρηματιστικές τους δραστηριότητες, να ανοίξουν νέα παραρτήματα ή και να συγχωνεύονται με άλλες εταιρείες.

Ταυτόχρονα επέτρεψε στις δύο μεγαλύτερες εταιρείες (Freddie Mac και Fanny Mae) να αγοράζουν ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου από άλλους δανειστές. Οι εταιρείες αυτές διοχέτευαν αυτά τα δάνεια στην χρηματιστική αγορά. Στο παρελθόν, σαν δικλείδα ασφαλείας για τις εταιρείες αυτές, η αγορά δανείων ήταν περιορισμένη σε δάνεια που πληρούσαν αυστηρές προδιαγραφές και για τα οποία ήταν κάπως εξασφαλισμένη η αποπληρωμή. Με το να επιτρέψει στις δύο αυτές εταιρείες να αγοράζουν δάνεια υψηλού κινδύνου, η κυβέρνηση Κλίντον αποπειράθηκε να ωθήσει και άλλους δανειστές να αναμιχθούν ακόμα περισσότερο στα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου.

Με αυτόν τον τρόπο, η αγορά των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου, μετατράπηκε σε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της αγορά ακινήτων. (Το 2000, η αγορά ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου αντιπροσώπευε το 5% των ενυπόθηκων δανείων των ΗΠΑ).

Η πραγματικά ανεξέλεγκτη άνθηση αυτής της πλευράς της αγοράς ακινήτων όμως έγινε κατά την διάρκεια της θητείας του Bush Jr.

Όπως είδαμε, τα χαμηλά επιτόκια είχαν οδηγήσει πολλές τράπεζες στην αναζήτηση αντιστάθμισης του χαμηλού ποσοστού κέρδους, αυξάνοντας το ποσό δανεισμού κοντά στο 100%, εισπράττοντας bonus από συναλλαγές, κτλ. Πολλές τράπεζες λοιπόν επέλεξαν να προσπεράσουν τον μεσάζοντα (Freddie Mac και Fanny Mae) και να αγοράζουν ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου κατευθείαν από τους δανειστές. Ξεκίνησαν μια εκστρατεία ενάντια στις δύο αυτές εταιρείες (υπονοώντας ότι είχαν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα απέναντι σε άλλες τράπεζες που δεν είχαν την εύνοια του κράτους), και μέσα σε λίγα χρόνια, εκεί που οι δύο αυτές εταιρείες κατείχαν το 90% των ενυπόθηκων δανείων, το 2007 είχαν πέσει στο 50%. Η ραγδαία αυτή αύξηση στην αγορά και σύναψη ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου είχε σαν αποτέλεσμα το 2007 αυτά τα δάνεια να αντιπροσωπεύουν το 14% όλων των δανείων (από 5% που ήταν λίγα χρόνια πριν).

Ο ανταγωνισμός οδήγησε σε τρελές καταστάσεις, με αποκορύφωμα τα λεγόμενα NINJA δάνεια: ενυπόθηκα δάνεια, δηλαδή, σε ανθρώπους που δεν είχαν ούτε δουλειά, ούτε εισόδημα, ούτε και περιουσία (No Income, No Job, No Assets). Με την άνοδο των τιμών στα ακίνητα, οι δανειστές είχαν την πεποίθηση πως σε 2-3 χρόνια, ο αγοραστής θα μπορούσε να πάρει ένα νέο μεγαλύτερο δάνειo για να αποπληρώσει το προηγούμενο (βλέπε σημείωση 1).

Όμως οι τιμές των ακινήτων είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν. Όταν οι αποπληρωμές άρχισαν να καθυστερούν (ή και να μην γίνονται καθόλου), άρχισε ένα κύμα απαλλοτριώσεων κατοικιών. Σαν αποτέλεσμα, ειδικά στις γειτονιές αυτές, οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να πέφτουν δραματικά ή και να καταρρέουν. Οι δανειστές βρέθηκαν στην θέση να είναι ανήμποροι να πουλήσουν τα σπίτια αυτά, και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, αρκετές γειτονιές της Αμερικής μετατράπηκαν σε φαντάσματα. Στις αρχές του 2007, 3% των $2.3 τρις εξαφανίστηκαν.

Ακόμα και όταν ξεκίνησε αυτή η διαδικασία όμως, η άποψη του Greenspan ήταν πως αυτή η κατάρρευση αφορούσε ένα μικρό κομμάτι της αγοράς που δεν ήταν ικανό να επιφέρει την καταστροφή σε άλλους τομείς. Η αγορά ακινήτων δεν ήταν μια φούσκα ενιαία, αλλά μια σειρά από μικρότερες φούσκες, μία εκ των οποίων ήταν η αγορά ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου. Η αγορά ήταν χωρισμένη σε στεγανά. Θεωρώντας πως η ασφάλιση του ρίσκου άπλωνε το ρίσκο σε πολλούς τομείς, ο Greenspan θεωρούσε πως η κατάρρευση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου θα σωζόταν από το χρηματιστικό σύστημα στο σύνολο του.

* * *

Την άνοιξη του 2007 οι ανησυχίες γύρω από τις πιθανότητες παύσης πληρωμών στα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού ρίσκου άρχισαν να αυξάνονται. Ακόμα και τότε όμως, φαινόταν ότι τα χειρότερα μπορούσαν να αποφευχθούν, καθώς στην πλειοψηφία τους οι περισσότεροι δανειστές συνέχισαν να αποπληρώνουν τα δάνεια τους. Στο σύνολο της αγοράς, πίστευαν πως ακόμα και αν κάποιοι έκαναν παύση πληρωμών, η αγορά μπορούσε να αντεπεξέλθει. Το πρόβλημα όμως τελικά εμφανίστηκε στις τράπεζες και τους οργανισμούς που είχαν επενδύσει στα ασφαλισμένα ενυπόθηκα δάνεια.  
 
Στο παρελθόν, δεν υπήρχαν αρκετά ενυπόθηκα δάνεια για να εμφυσήσουν μια παρατεταμένη άνοδο στην τιμή των ακινήτων. Επίσης, σαν αποτέλεσμα των αυστηρών κανονισμών που μπήκαν στον χρηματιστικό τομέα μετά το 1929, υπήρχε μεγάλη τμηματοποίηση (compartmentalisation) των χρηματιστικών συναλλαγών. Η σύνδεση ανάμεσα στην υπόλοιπη οικονομία και τα στεγαστικά δάνεια ήταν άμεση. Όταν ανέβαιναν οι μισθοί, αυξάνονταν οι καταθέσεις, άρα και τα αποθέματα για δανεισμό. Όταν οι μισθοί έπεφταν, τα στεγαστικά θα μειώνονταν (και κατ’ επέκταση η αγορά ακινήτων).

Ειδικά στην Αμερική, οι εμπορικές τράπεζες και η δανειοδότηση υποθηκών είναι αρκετά αποκεντρωμένη. Οι εταιρείες και οι τραπεζικοί οργανισμοί μπορούσαν να λειτουργούν μόνο μέσα στα όρια της κάθε πολιτείας. Συνεπώς, οι εμπορικές τράπεζες (που συνάπταν τα ενυπόθηκα δάνεια) αποτελούνταν από έναν μεγάλο αριθμό μικρών εταιρειών. Ήταν δηλαδή, εξ αντικειμένου, περιορισμένου βεληνεκούς.

Σε εθνικό επίπεδο, και ειδικά λόγω του 1929, το ρίσκο των ενυπόθηκων δανείων ήταν πολύ συγκεκριμένο, οπότε η κυβέρνηση είχε τον ρόλο να προστατεύει τις εταιρείες από πιθανές παύσεις πληρωμών. Τον ρόλο αυτό είχε αναλάβει η εταιρεία Fannie Mae.

Το 1969, η Fannie Mae ιδιωτικοποιήθηκε, αλλά διατηρούσε ένα στάτους ως «government sponsored» εταιρεία, το οποίο σήμαινε ευνοϊκότερους όρους δανεισμού. Ένα χρόνο μετά, το ίδιο έγινε και με την Freddie Mac. Αυτές οι δύο είχαν τον ρόλο να αγοράζουν υποθήκες από τις μικρότερες εταιρείες, να τις πακετάρουν, και να τις μεταπουλούν σε μεγάλες τράπεζες και άλλες εταιρείες. Δημιούργησαν έτσι μια δευτερεύουσα αγορά ενυπόθηκων δανείων, η οποία επέτρεψε την εξάπλωση των RMBS. Εφόσον τις κάλυπτε η κυβέρνηση, οι εταιρείες αυτές ήταν αρκετά ασφαλισμένες απέναντι στο ρίσκο παύσης πληρωμών, καθώς επίσης μπορούσαν να δανείζονται με φτηνότερο τόκο.

Το 1970 υπήρξε νομοθετική ρύθμιση που απελευθέρωνε την αγορά ενυπόθηκων δανείων στις εμπορικές τράπεζες. Εφόσον αυτές είχαν μεγαλύτερα αποθέματα, μπορούσαν να δίνουν περισσότερα δάνεια. Παρά την αύξηση, τα ενυπόθηκα δάνεια (και η αγορά ακινήτων εν γενεί) παρέμεναν ελεγχόμενα μέσα σε εθνικά πλαίσια.

Μετά το 2000, πολλές εμπορικές τράπεζες άρχισαν να απομακρύνονται από παραδοσιακές μορφές δανεισμού, και άρχισαν να πακετάρουν ενυπόθηκα δάνεια μαζί και να τα πουλάνε ως tradable securities (RMBS –Residential Mortgage Backed Securities) σε άλλες τράπεζες ανά τον κόσμο. 

Η ένταξη του ιδιωτικού κεφαλαίου στην αγορά αυτή άλλαξε τα πράγματα. Ενέταξαν την αγορά ενυπόθηκων δανείων στην παγκόσμια αγορά, χρησιμοποίησαν τις γνώσεις τους για να φτιάξουν ειδικά σοφιστικέ πακέτα και εκμεταλλεύτηκαν την έλλειψη ρυθμίσεων.

Οι ιδιωτικές εταιρείες έφτιαξαν τα SIV (Structured Investment Vehicles). Αυτές ήταν -και καλά- ανεξάρτητες εταιρείες, που όλοι όμως ήξεραν πως έχουν την στήριξη μεγαλύτερων οργανισμών. Μπορούσαν λοιπόν να δανείζονται σχετικά φτηνά. Τα αρχικό κεφάλαιο που έπαιρναν από τις θυγατρικές τους, το έκαναν «leverage up» (1) και άρχισαν να αγοράζουν ενυπόθηκα δάνεια από μικρότερες εταιρείες.

Οι ιδιωτικές εταιρείες, σε αντίθεση με την πρακτική των Fannie Mae και Freddie Mac, συνήθιζαν να προσθέτουν και μια δόση ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου στα κοκτέιλ πακέτων που έφτιαχναν. Τα νέα αυτά πακέτα τιμολογούνταν με βάση κάτι περίπλοκα στατιστικά μοντέλα με βάση υποθετικές επιστροφές, λαμβάνοντας υπόψιν και την πιθανότητα παύσης πληρωμών. Τα αποτελέσματα αυτά πωλούνταν σε μεγάλες τράπεζες και οργανισμούς. Με τα λεφτά που έβγαζαν από τις πωλήσεις, αγόραζαν νέες υποθήκες. Βασικοί αγοραστές αυτών των RMBS ήταν εμπορικές τράπεζες στην Ευρώπη.

Ουπς!
Στις αρχές του καλοκαιριού του 2007, διάφορα SIV’s, άρχισαν να έχουν σοβαρά προβλήματα. Πρώτη η Bear Stearns αναγκάστηκε να διασώσει μια θυγατρική (που είχε ξεκινήσει με αρχικό κεφάλαιο 35 εκατ.) με ένα ποσό 3.2 δις.

Οι φόβοι επέκτασης αυτής της διαδικασίας κατάρρευσης έγιναν πραγματικότητα όταν στις 9 Αυγούστου η BNP Paribas ανακοίνωσε επίσημα πως δεν μπορούσε πλέον να αγοράζει RMBS γιατί δεν μπορούσε να τα μεταπουλήσει. Ήταν σαφές πως αν αυτή η κατάσταση έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις, πάρα πολλές τράπεζες στην Αμερική και την Ευρώπη κινδύνευαν να παγώσουν τα αποθεματικά τους. Επικράτησε πανικός. Μέσα σε λίγες ώρες από την ανακοίνωση της BNP το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα πάγωσε και το παγκόσμιο χρηματιστικό σύστημα έμοιαζε να καταρρέει.

Οι αρχές όμως έδρασαν άμεσα. Οι αντιδράσεις τους, δεδομένου ότι το πρόβλημα ήταν ρευστότητας και όχι κερδοφορίας, ήταν 3:

Πρώτον, οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν να δίνουν δάνεια της τελευταίας στιγμής –μια πρακτική από την οποία απείχαν προηγουμένως. Ως αποτέλεσμα, το Federal Reserve, η Τράπεζα της Αγγλίας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα άρχισαν να διοχετεύουν δεκάδες εκατομμύρια δολάρια, λίρες και ευρώ στα τραπεζικά συστήματα.

Δεύτερον, κατέστησαν σαφές πως οι κυβερνήσεις είναι έτοιμες να παρέμβουν για να διασώσουν όσες επιχειρήσεις κρίνονταν «too big to fail».

Τρίτον, άρχισαν μια διαδικασία μείωσης των επιτοκίων, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να μπορούν να διαχειριστούν τα χρέη τους καλύτερα.

Με μια δόση ειρωνείας, η ίδια η πολυπλοκότητα των RMBS που οδήγησε στην κατάρρευση, έδωσε και τον απαραίτητο χρόνο στις αρχές για να διαχειριστούν την κατάσταση. Επειδή τα RMBS δεν συναλλάσσονται σε κάποιο χρηματιστήριο, οι τιμές τους δεν ορίζονται σε καθημερινή βάση. Η κατάρρευση στην ζήτηση τους θα οδηγούσε και σε κατάρρευση της τιμής τους. Σαν αποτέλεσμα, όταν οι τράπεζες θα δημοσίευαν τις αναφορές τους τον Σεπτέμβριο, πολλές από αυτές θα ήταν αναγκασμένες να παραδεχτούν ότι η πραγματική τιμή των αποθεμάτων τους ήταν πολύ παρακάτω από αυτήν που επιτρέπουν οι χρηματιστικοί κανονισμοί. Έτσι όμως όπως ήταν η κατάσταση, η τιμή των αποθεματικών δεν επηρεαζόταν άμεσα. Οι τράπεζες μπορούσαν να ισχυρίζονται πως τα αποθεματικά τους είναι σε καλή κατάσταση. Προφανώς και οι τιμές για κάποια RMBS είχαν πέσει, αλλά ακόμα και αυτή η μείωση ήταν πολύ μικρότερη από αυτήν που θα ήταν στην πραγματικότητα αν ήταν καθημερινή η τιμολόγηση τους.

Προφανώς και οι τράπεζες ήταν ευάλωτες σε ξαφνικές απώλειες ή και κερδοσκοπικές επιθέσεις, αλλά στον βαθμό που οι αρχές είχαν συμφωνήσει να διασώσουν όποιους είχαν προβλήματα, όλοι πίστευαν πως θα μπορούσαν να αποφευχθούν τα χειρότερα. Ήταν όλα θέμα χρόνου και υπομονής.

Όμως οι αρχές είχαν ένα μεγαλύτερο άγχος ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να συγκρατηθούν για πολύ καιρό σε αυτή η κατάσταση. Οπότε πίεσαν τις τράπεζες να επανά-κεφαλαιοποιήσουν (2). Αντί να διανέμουν τα κέρδη τους υπό την μορφή των bonus και μερίσματα μετοχών, θα έπρεπε οι τράπεζες να χρησιμοποιήσουν αυτά τα κέρδη για να αντικαταστήσουν τα τοξικά μέρη των αποθεματικών τους με άλλα πιο «υγιή» περιουσιακά.

Παρόλο που ήταν στο γενικό συμφέρον των τραπεζών στο σύνολο τους να επανά-κεφαλαιοποιήσουν, η κάθε τράπεζα από μόνη της προτίμησε να σέρνει τα πόδια της. Αν μειώνονταν τα μερίσματα για να κεφαλαιοποιηθεί η κάθε τράπεζα, η αξία των μετοχών της θα έπεφτε. Επίσης, αν εξέδιδαν περισσότερες μετοχές ,τότε ακόμα και τα μερίσματα που θα έδιναν θα απλωνόταν σε περισσότερους μετόχους, οπότε πάλι η αξία της κάθε μετοχής θα έπεφτε. Και προφανώς, για τους μετόχους και τους επενδυτές, η πτώση στην αξία των μετοχών τους ήταν κάτι που προτιμούσαν να αποφύγουν. Πέρα από μειωμένα κέρδη για τον κάθε ένα από αυτούς, η πτώση στην τιμή των μετοχών σήμαινε πως κάθε τράπεζα γινόταν πιο ευάλωτη σε συγχωνεύσεις –κάτι πολύ πιθανό αν ξεκινούσε μια συνολικότερη αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα. 

Με αυτή την καθυστέρηση, φτάσανε στο σημείο να είναι πολύ αργά για να κάνουν κάτι. Έτσι, όταν η Lehman Brothers ανακοίνωσε πως τα αποθεματικά της ήταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να παρέμβει. Όταν όμως αποκαλύφθηκε πως η AIG (ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός φορέας του κόσμου) είχε ακόμα περισσότερα προβλήματα, οι αρχές πήραν την απόφαση να αφήσουν την Lehman Brothers να καταρρεύσει και να επικεντρώσουν όλα τα stimulus λεφτά που θα έδιναν στην AIG.
  

Στο επόμενο επεισόδιο: Η οικονομική κρίση έρχεται στην Ευρώπη (ή αλλιώς, το τυράκι το είδες, την φάκα την είδες;)

Εισαγωγή
Μια φορα και έναν καιρό 
Armageddon time is coming soon: Μέρος Πρώτο
Armageddon time is coming soon: Μέρος Δεύτερο

 
-------------

(1) Leverage-up: έστω μια εταιρεία ξεκινάει με κεφάλαιο 10 εκατ. Δανείζεται άλλα 90 εκατ. και αγοράζει ένα ενυπόθηκο δάνειo 100 εκατ. συμφωνόντας να πληρώνει 1% τόκο. Όταν αποπληρώσει το δάνειο, θα δώσει 90 εκατ. + 0.9 εκατ. (που είναι ο τόκος), άρα 90.9 εκατ. Αν μεταπουλήσει το RMBS 101 εκατ., αφού ξεπληρώσει το δάνειο της, θα μείνει με 11.1 εκατ. Θα έχει βγάλει δηλαδή 1.1 εκατ. κέρδος, δηλαδή 11% ποσοστό κέρδους. Αν πουλήσει το RMBS 102 εκατ., τότε το κέρδος θα είναι 2.1 εκατ, δηλαδή ποσοστό κέρδους 21%. Λιγότερο από 1% αύξηση επιφέρει πάνω από διπλά κέρδη. Αυτό ισχύει βέβαια και από την ανάποδη. Αν πουλήσει το RMBS 99 εκατ, τότε χάνει 10 εκατ, άρα 10% του κεφαλαίου με το οποίο ξεκίνησε.

(2)  Τα αποθεματικά μιας τράπεζας θεωρούνται –παραπλανητικά ως κεφάλαιο της. Η κεφαλαιοποίηση μιας τράπεζας είναι η αντιστοιχία ανάμεσα στο ποσό που έχει στην κεντρική και το ποσό που δανείζει. «Επανακεφαλαιοποίηση» σημαίνει την αύξηση των αποθεματικών της.  
 

17 Δεκ 2012

Armageddon time is coming soon: Μέρος δεύτερο

Η κρίση του 2007 ξεκίνησε από την φούσκα στην αγορά των ακινήτων. Πως προέκυψε κάτι τέτοιο; Η πιο διαδεδομένη και ταυτόχρονα ιδεολογική προσέγγιση επισημαίνει πως, μετά από τουλάχιστον 3 δεκαετίες απορρύθμισης των χρηματιστικών αγορών, αυτές είχαν καταντήσει σχεδόν αυτό-ρυθμιζόμενες. Οι ορθολογικοί υπολογισμοί βασισμένοι σε καλές πληροφορίες που αφορούσαν την άνοδο ή πτώση κερδών θεωρούνταν ικανοί για να εξασφαλίσουν πως το κυνήγι του ξεχωριστού συμφέροντος της κάθε επιχείρησης δεν θα αποσταθεροποιούσε το σύστημα. Μπορεί η απορρύθμιση να είχε δημιουργήσει ένα σωρό περίπλοκες διαδικασίες, και να είχε αποκτήσει μια αυτόνομη ζωή, αλλά στην τελική πίσω από όλα αυτά υπήρχε η εμπιστοσύνη και η φήμη της κάθε εταιρείας (too big to fail στην ανάποδη) που εξασφάλιζε πως καμία δεν θα εμπλεκόταν σε υπερβολές.

Προφανώς και υπήρχε και μια αντίστοιχη ιδεολογικοποίηση τέτοιων αντιλήψεων από διάφορους έμμισθους οικονομολόγους (καθώς και βραβεία Νόμπελ σε εκείνους που προπαγάνδιζαν παπαριές και ιδεολογήματα όπως το ‘market efficiency hypothesis’), αλλά το ιδεολογικό κομμάτι είναι κατά βάση δευτερεύον. Πρακτικά, όλοι ήξεραν πως υπάρχουν τάσεις για υπερβολές στην χρηματιστική οικονομία -και τα μέτρα του Greenspan δημιουργήθηκαν (και καλά) απέναντι σε τέτοιους κινδύνους.

Αν στο παρελθόν οι κεντρικές τράπεζες είχαν τον ρόλο να εποπτεύουν τέτοιες φούσκες και να παρεμβαίνουν όταν χρειαζόταν, οι πραγματικοί τρόποι παρέμβασης τους είχαν μειωθεί αισθητά προ πολλού μέσω της απορρύθμισης. Αν οι κεντρικές τράπεζες είχαν την δυνατότητα να τραβάνε τα χαλινάρια της ανεξέλεγκτης κερδοσκοπίας μέσω της αύξησης των επιτοκίων, τώρα διέτρεχαν τον κίνδυνο να επιβραδύνουν σημαντικά την «πραγματική» οικονομία μέσω μιας τέτοιας επιλογής.

Η μείωση των επιτοκίων που είχε πραγματοποιήσει ο Greenspan είχε σαν πρωταρχικό στόχο να ελέγξει τον πληθωρισμό και την άνοδο των τιμών, όχι να ρυθμίσει την χρηματιστική οικονομία. Κοινώς, το ευαγγέλιο ήταν πως οι φούσκες σε αυτήν την γωνιά της οικονομίας έπρεπε να αφήνονται ως έχουν. Οι κρατικές αρχές θα έπρεπε να είναι έτοιμες να παρέμβουν σε περίπτωση που τέτοιες φούσκες απειλούσαν μια συνολική κατάρρευση, αλλά στην διαδικασία αυτή κάποιες εταιρείες μπορεί να αφήνονταν να χρεοκοπήσουν (εκτός από τις too big to fail).

Όπως και να έχει, η φούσκα των dot.com είχε τουλάχιστον αποδείξει πως η καπιταλιστική οικονομία είχε μεγάλες δυνατότητες προσαρμογής. Συνεπώς το κόστος που έπρεπε να αναλάβουν οι αρχές σε περίπτωση κάποιας απειλής ήταν μικρότερο από τα κέρδη που επέφερε η ελευθερία της αγοράς. Αν ήταν Χεγκελιανός ο Greenspan πιθανότατα να έλεγε πως ο ανορθολογισμός που επιδείκνυαν κατά καιρούς οι αγορές ήταν μια απαραίτητη στιγμή του συνολικού ορθολογισμού του συστήματος του κεφαλαίου.

Για αυτό το τσουτσέκι του κεφαλαίου, η μείωση των επιτοκίων είχε σαν στόχο να αποφευχθεί ο κίνδυνος να επέλθει μια σπειροειδής κάθοδος των τιμών και των μισθών λόγω της επιβράδυνσης της οικονομίας. Δεν τον ενδιέφερε τόσο το αντίκτυπο στις χρηματιστικές αγορές. Όμως, το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η διευκόλυνση της δανειοδότησης και της πίστωσης, και συνεπώς της ανεξέλεγκτης εξάπλωσης των χρηματιστικών παιχνιδιών.

Ταυτόχρονα, η μείωση των επιτοκίων σήμαινε πως οι διάφοροι χρηματιστικοί οργανισμοί έβλεπαν να μειώνεται το ποσοστό κέρδους που μπορεί να επιφέρει η δανειοδότηση χρημάτων. Όταν είναι εύκολο και φτηνό να δανειστείς λεφτά λόγω των χαμηλών επιτοκίων, τα ποσοστά κέρδους που απομένουν είναι πιο χαμηλά, παρά την αύξηση των δανείων. Οι χρηματιστικές/επενδυτικές εταιρείες λοιπόν είχαν 3 τρόπους για να αυξήσουν τα ποσοστά κέρδους τους:

-να αυξήσουν τον αριθμό δανείων που έδιναν·

-να δίνουν δάνεια με μεγαλύτερο βαθμό επικινδυνότητας (στα οποία μπορούσαν να χρεώνουν μεγαλύτερο επιτόκιο)·

-να εναποθέσουν την δημιουργία κερδών όχι στα αυξημένα δάνεια καθεαυτά αλλά στα κέρδη που μπορούν να επιφέρουν οι προμήθειες και τα μπόνους από τις συναλλαγές μεγάλων ποσών.

Σε αυτό τον τομέα, κινητήρια δύναμη ήταν οι εμπορικές τράπεζες, των οποίων ο ρόλος είχε αλλάξει ριζικά τα τελευταία χρόνια. Μέχρι πριν από κάποια χρόνια, βασικός ρόλος των εμπορικών τραπεζών ήταν να μαζεύουν καταθέσεις από οργανισμούς ή ιδιώτες που έχουν χρήματα που κάθονται, και αυτά να τα δανείζουν σε επιχειρήσεις ή και ιδιώτες που θέλουν δάνεια. Λόγω της θέσης τους αυτής, οι εμπορικές τράπεζες έχουν τεράστια αποθέματα χρημάτων. Μπροστά στην μείωση των ποσοστών κέρδους που επέφερε η μείωση των επιτοκίων, οι εμπορικές τράπεζες «αναγκάστηκαν» να στρέψουν την προσοχή τους αλλού, σε περιοχές στις οποίες μέχρι τώρα κυριαρχούσαν οι επενδυτικές τράπεζες. Λόγω του πλεονεκτήματος να έχουν πρόσβαση σε τρομακτικά ποσά, οι εμπορικές τράπεζες χώθηκαν στο χρηματιστικό παιχνίδι και το καθόρισαν εκ νέου, ξεφτιλίζοντας το ακόμα περισσότερο.

Μια μορφή που πήρε ο ανταγωνισμός μεταξύ των φορέων αυτών αφορούσε στην ολοένα και πιο "σοφιστικέ" ανακάλυψη νέων χρηματιστικών εργαλείων, τα οποία κατά βάση χωρίζονται σε αυτά που δημιουργήθηκαν για να διαχειριστούν το ρίσκο, και εκείνα που δημιουργήθηκαν για να διασφαλίσουν τα χρέη.

Βασικός ρόλος των εργαλείων εκείνων που δημιουργήθηκαν για την διαχείριση του ρίσκου ήταν να δίνουν την δυνατότητα στις εταιρείες (είτε της πραγματικής οικονομίας είτε της άλλης της κακιάς) να διασφαλίζουν τον εαυτό τους απέναντι σε αναπάντεχες οικονομικές εξελίξεις. Επίσης, επέτρεπαν στις επιχειρήσεις αυτές να μειώσουν το ποσοστό κεφαλαίου/χρήματος που κρατούσαν αχρησιμοποίητο (καβάτζα κοινώς) σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι αναπάντεχο, και να το προωθήσουν προς επενδυτικούς σκοπούς.

Τα συγκεκριμένα εργαλεία της πρώτης κατηγορίας λειτουργούσαν με βάση την λογική των στοιχημάτων. Οι εμπορικές τράπεζες έπαιζαν κατά κύριο λόγο τον ρόλο του booker. Αναλάμβαναν τα στοιχήματα λοιπόν για διάφορες μελλοντικές υποθέσεις, και αποπλήρωναν εάν αυτές οι υποθέσεις πραγματοποιούνταν. Όπως και οι  bookers, έτσι και οι εμπορικές τράπεζες, μπορούσαν να αποπληρώσουν ένα χαμένο στοίχημα (π.χ. πως τα κέρδη μιας εταιρείας θα πέσουν) από τα χρήματα που έβγαζαν από όσους στοιχημάτιζαν το αντίθετο (δηλ. πως δεν θα πέσουν). Και, προφανώς, έβγαζαν και ένα ποσοστό (bonus) μόνο και μόνο επειδή λειτουργούσαν την παράγκα.

Το δεύτερο είδος εργαλείων αφορούσε αυτά που ασχολούνταν με την διασφάλιση των χρεών (securitization of debt). Στο παρελθόν, οι τράπεζες έδιναν δάνεια σε εταιρείες ή ιδιώτες τα οποία παρέμεναν ευθύνη τους μέχρι να αποπληρωθούν. Τώρα, οι τράπεζες τύλιγαν διάφορα δάνεια μαζί και πουλούσαν το δικαίωμα των τόκων και της αποπληρωμής των δανείων σε μεγαλύτερες επενδυτικούς οργανισμούς (βλ. Lehman Brothers). Έτσι, οι τράπεζες δεν έβγαζαν λεφτά μέσω των τόκων στα δάνεια και μέσω της αποπληρωμής, αλλά μέσω της προμήθειας και των μπόνους που έβγαζαν από την διαχείριση των δανείων. Και έβγαζαν φράγκα δηλαδή από το κάθε δάνειο, και δεν είχαν το άγχος αν ο μαλάκας κακομοίρης στον οποίο το πάσαραν θα το αποπλήρωνε ποτέ ή θα τράβαγε μια υπαρξιακή κρισάρα και θα τους έγραφε όλους. Win-win που λένε οι αγγλοσάξωνες.

Επιπλέον, πουλώντας τα δάνεια τους σε τρίτους, έβγαζαν νέα λεφτά τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να συνάψουν νέα δάνεια, και συνεπώς να βγάλουν ακόμα παραπάνω άλλα λεφτά από τις προμήθειες. Επειδή το ρίσκο να μην αποπληρωθεί το δάνειο πέφτει πλέον στους αγοραστές των δανείων, οι τράπεζες δεν ήταν αναγκασμένες να έχουν μεγάλο απόθεμα χρημάτων στα ταμεία τους. Ταυτόχρονα, οι νέοι αγοραστές αυτών των δανείων είχαν την δυνατότητα να τα μεταπουλήσουν σε τέταρτους/πέμπτους κτλ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τα επενδυτικά στοιχεία (assets) αυτά να παίρνουν την μορφή χρήματος ή κεφαλαίου. Δηλαδή, έχοντας ένα τέτοιο πακέτο δανείων, ήταν σαν να έχεις κεφάλαιο ή χρήμα.

Με ταχυδακτυλουργικό τρόπο που κάνει τον Χουντίνι να μοιάζει με ξεχαρβαλωμένο νήπιο, το τύλιγμα πολλών δανείων μαζί (μαζί με ένα σωρό άλλα δωράκια) μετέτρεψε δάνεια τα οποία μπορεί να είχαν πολύ υψηλό ρίσκο σε κεφάλαιο το οποίο μπορούσε να επενδυθεί ή να πάρει την μορφή χρήματος και να κυκλοφορεί στις αγορές.

Η κρίση στην αγορά ακινήτων
Η άνοδος στις τιμές των ακινήτων είχε ξεκινήσει πριν μειώσει τα επιτόκια ο Greenspan. Η άνοδος όμως (καθώς και η κάθοδος) των τιμών στην αγορά ακινήτων δεν είναι κάτι περίεργο. Γιατί;

Υπό κανονικές συνθήκες, τα εμπορεύματα που παράγονται στον καπιταλισμό πουλιούνται σε μια τιμή που αντανακλά το κόστος παραγωγής συν το γενικό ποσοστό κέρδους που κυριαρχεί στον συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας. Η άνοδος της ζήτησης θα ανεβάσει και τις τιμές. Αυτό θα οδηγήσει σε μεγαλύτερα ποσοστά κέρδους για την επιχείρηση που παράγει τα συγκεκριμένα εμπορεύματα. Η άνοδος των κερδών θα προσελκύσει νέο κεφάλαιο στην συγκεκριμένη βιομηχανία, ενισχύοντας την παραγωγή –και συνεπώς την προσφορά. Για να ικανοποιήσει την αυξανόμενη ζήτηση, θα αυξηθεί η προσφορά και συνεπώς το ποσοστό κέρδους θα μειωθεί, και η τιμή στη αγορά θα πέσει πάλι στο επίπεδο του κόστους παραγωγής (μαζί με το γενικό ποσοστό κέρδους). (Το να αυξάνεται η προσφορά σημαίνει πως μειώνεται και η ζήτηση κατά κάποιο τρόπο).

Παρόλα αυτά στην αγορά των ακινήτων υπάρχουν κάποιες σημαντικές διαφοροποιήσεις που επηρεάζουν την ρύθμιση των τιμών και την σχέση προσφοράς και ζήτησης. Πρώτα από όλα, στο επίπεδο της προσφοράς υπάρχει ένα σημαντικό χρονικό θεματάκι. Από την στιγμή που θα αγοράσει κάποιος γη για να χτίσει ένα ακίνητο, θα το σχεδιάσει, μέχρι να πάει να αράξει μέσα, ο χρόνος αυτός θα μετριέται σε μήνες ή και χρόνια. Συνεπώς, ακόμα και μικρές αυξήσεις στην προσφορά ακινήτων πιθανότατα να πάρουν πολύ καιρό για να γίνουν αισθητές στην οικονομία. Σαν αποτέλεσμα, οι τιμές της αγοράς μπορούν για μεγάλο χρονικό διάστημα να βρίσκονται πολύ πάνω της τιμής κόστους. Ταυτόχρονα, εάν η προσφορά ξεπερνάει την ζήτηση, οι τιμές της αγοράς μπορεί να είναι –πάλι για σημαντικό χρονικό διάστημα- πολύ κάτω της τιμής κόστους.

Κατά δεύτερον, για την αγορά ακινήτων είναι απαραίτητη προϋπόθεση η αγορά γης. Εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη γης, οι γαιοκτήμονες μπορούν να χρησιμοποιούν την αύξηση της ζήτησης για να ανεβάζουν τις τιμές της γης. Η αύξηση λοιπόν της ζήτησης στην αγορά ακινήτων οδηγεί κατά ανάγκη σε αύξηση της τιμής της γης. Άρα οι τιμές στην αγορά ακινήτων εξαρτιούνται τόσο από την αυξανόμενη ζήτηση σε ακίνητα, όσο και στις αυξήσεις στην τιμή της γης.

Η τρίτη διαφοροποίηση είναι πως στις περισσότερες περιπτώσεις, η τιμή ενός ακινήτου είναι σαφώς πολύ μεγαλύτερη από τον μισθό των υποψήφιων αγοραστών (αλλιώς μόνο ο βαρδινογιάννης θα αγόραζε σπίτι). Συνεπώς, η τιμή του ακινήτου δεν εξαρτάται από το ποσό που διαθέτει ένας αγοραστής, αλλά από το ποσό το οποίο μπορεί να δανειστεί. Το ποσό που μπορεί να δανειστεί ορίζεται από την εκτίμηση που κάνει για την αξία του ακινήτου την δεδομένη στιγμή αυτός που θα δώσει το δάνειο (κάτι που ορίζει και την τιμή της υποθήκης). Καθώς ανεβαίνουν οι τιμές στα ακίνητα, αυτοί που δίνουν δάνεια έχουν την τάση να δανείζουν περισσότερα χρήματα, κάτι που έχει σαν συνέπεια την περαιτέρω αύξηση των τιμών.

Συνήθως αυτοί που δίνουν τα δάνεια (ή υποθήκες) έχουν συγκεκριμένα κριτήρια στο που δίνουν δάνεια, μέσω των οποίων εξασφαλίζουν πως το δάνειο θα αποπληρωθεί. Σε καιρούς που οι τιμές των ακινήτων έχουν ανοδική τάση, και η ζήτηση παρουσιάζει αύξηση, για λόγους ανταγωνιστικότητας, αυτοί που δανείζουν μειώνουν τα κριτήρια αυτά –και μαζί την ασφάλεια τους για την αποπληρωμή. Κανονικά όμως, έχουν την τάση να δανείζουν κατά ένα ποσοστό λιγότερο από ότι είναι η αξία του σπιτιού στην αγορά (συνήθως αυτό είναι γύρω στο 70-80%). Το υπόλοιπο το βάζει ο υποψήφιος αγοραστής, και λειτουργεί σαν εγγύηση για τον δανειστή (1).

Η διαδικασία αυτή δεν σημαίνει μονάχα πως μέσω των αυστηρών κριτηρίων και του δανεισμού κάτω του πραγματικού κόστους οι τράπεζες κρατάνε χαμηλά την προσφορά στην αγορά ακινήτων. Σημαίνει πάνω από όλα πως εξασφαλίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αποπληρωμή. Ταυτοχρόνως, κρατώντας χαμηλά την προσφορά, εξασφαλίζουν πως δεν θα δανείσουν περισσότερα από όσα έχουν πραγματικά.

Σε εποχές ύφεσης, όσοι δίνουν δάνεια (υποθήκες) είναι διστακτικοί (αν όχι τελείως ανήμποροι) να επεκτείνουν τις δανειακές συμβάσεις. Ακόμα και αν η ύφεση ξεπεραστεί, στα αρχικά στάδια της ανάκαμψης, οι περιορισμοί στα δάνεια (υποθήκες) θα κρατήσουν σχετικά χαμηλά την προσφορά.

Όταν όμως η ανάκαμψη θα επιφέρει αρκετά χρήματα σε όσους δανείζουν, ο ανταγωνισμός θα τους οδηγήσει να μειώσουν δραματικά τα κριτήρια δανεισμού. Επίσης, και πιο σημαντικά, θα αρχίσουν να δανείζουν κατά 100%, αντί για το μειωμένο 70-80% που δάνειζαν πριν. Προφανώς και υπάρχει ο κίνδυνος να δανείσουν πολλά και σε κακοπληρωτές. Αλλά επειδή η στιγμή της αποπληρωμής του δανείου είναι χρονικά πολύ μετά από την σύναψή του, το ρίσκο να χαθεί η αποπληρωμή μεταφέρεται σε ένα ακαθόριστο μελλοντικό χρονικό διάστημα. Εδικιά σε εποχές που οι τιμές στα ακίνητα μοιάζουν να ανεβαίνουν συνεχώς, οι δανειστές έχουν την τάση να μην υπολογίζουν σχεδόν καθόλου την περίπτωση μη-αποπληρωμής. Και έχουν και την εντύπωση πως λειτουργούν ορθολογικά τα τσακάλια. Υπολογίζουν πως, εφόσον αυξάνεται η ζήτηση σε ακίνητα, αυξάνονται και τα έσοδα τους. Επίσης, λόγω της συνεχούς αύξησης των τιμών των ακινήτων, ακόμα και αν δανείζουν στο 100% του κόστους, αν κάτσει η στραβή και σταματήσει ο κακόμοιρος μαλάκας να αποπληρώνει, και αναγκαστούν να βγάλουν το τσαρδί του σε πλειστηριασμό, την στιγμή που θα γίνει η απαλλοτρίωση η τιμή του ακινήτου θα έχει φτάσει (πίστευαν) πολύ παραπάνω από την αρχική του, οπότε θα κάλυπτε και το έλλειμμα που θα είχαν αλλιώς (2).

Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν 
Κατά το 2006 φάνηκε πως το ποσοστό αύξησης στις τιμές των ακινήτων είχε μειωθεί σημαντικά. Το τέλος της περιόδου έμοιαζε να έχει φτάσει. Μέχρι το τέλος της χρονιάς, οι τιμές ακινήτων είχαν πραγματικά αρχίσει να πέφτουν.

Πολλοί υπέθεσαν πως η πτώση αυτή οφειλόταν στην απόφαση του Greenspan την προηγούμενη χρονιά να ξανά-ανεβάσει τις τιμές των επιτοκίων. Φαινόταν λογικό πως αφού ο δανεισμός έγινε δυσκολότερος και πιο ακριβός, η ζήτηση στα ακίνητα θα μειωνόταν. Αλλά πολλοί ήταν επίσης και αυτοί που πίστεψαν πως αυτό ήταν μια καθαρά προσωρινή κατάσταση. Από την στιγμή που οι υποψήφιοι αγοραστές θα προσάρμοζαν τις προσδοκίες τους στα ποσά που έπρεπε να αποπληρώσουν (3), η ζήτηση (και συνεπώς οι τιμές) θα συνέχιζαν να ανεβαίνουν.

Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, και παρόλο που υπήρχε ο φόβος πως οι τιμές των ακινήτων μπορεί να πέσουν, κανείς δεν πίστευε ότι μια στασιμότητα στην αγορά ακινήτων (ή και κάποια πτώση στις τιμές) μπορούσε να έχει δραματικές συνέπειες, πόσο μάλλον την δημιουργία και επέκταση μιας κρίσης σε άλλους τομείς. Στον βαθμό που οι αγοραστές είχαν τα μέσα να αποπληρώνουν τις υποθήκες, δεν είχε μεγάλη σημασία πόσο θα έπεφταν οι τιμές. Στην χειρότερη περίπτωση, η πτώση των τιμών θα επηρέαζε την αγορά ακινήτων, θα προκαλούσε προβλήματα στους εργαζόμενους (που δεν θα μπορούσαν να πουλήσουν τα σπίτια τους για να αποπληρώσουν την υποθήκη), και, τέλος, θα έβαζε μυαλό στην ανεξέλεγκτη τάση των δανειστών να συνάπτουν δάνεια με υψηλό ρίσκο. Μικρό το κακό.

Υπήρχαν επίσης και αρκετοί λόγοι για να πιστεύει κανείς πως οι υπάρχουσες δικλείδες ασφαλείας μπορούσαν να αποτρέψουν τα χειρότερα. Τα επιτόκια, στην τελική, δεν ανέβηκαν από 1% σε 5% εν μια νυκτί, και μπορούσαν όλοι να προσαρμόσουν τις αποπληρωμές –αν μη τι άλλο με ένα κάποιο κόστος, αλλά σίγουρα όχι κάτι εξωφρενικό. Στην Αγγλία, παραδείγματος χάριν, που η αγορά των ακινήτων είχε μια παρόμοια πορεία, και η άνοδος των επιτοκίων ήταν πολύ πιο απότομη, δεν είχε υπάρξει ραγδαία αύξηση στην στάση πληρωμών των ενυπόθηκων δανείων. Επίσης, όπως είχε παρατηρήσει και ο Greenspan εκείνη την εποχή, η αγορά ακινήτων στην Αγγλία είχε ήδη αρχίσει να δείχνει σημάδια ανάκαμψης.

Όλοι όσοι όμως διατηρούσαν αυτή την βλακώδη αισιοδοξία, αγνόησαν επιδεικτικά τον τεράστιο ροζ ελέφαντα που είχε κατσικωθεί στην μέση του σαλονιού και μασουλούσε ηχηρά τον πολυέλαιο: τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου ή αλλιώς το φιτίλι του μεγάλου μπαμ.
 -----------------------------
(1) Αν εσύ θέλεις να αγοράσεις ένα σπίτι που κάνει 100.000 ευρώ δηλαδή, η τράπεζα θα σου δώσει τα 70-80.000 και τα υπόλοιπα θα τα βάλεις εσύ. Δεν θα σου δάνειζε ποτέ η τράπεζα όλο το ποσό.

(2) Πέρα από τις προηγούμενες δικλείδες ασφαλείας, στο παρελθόν οι άνοδοι και οι πτώσεις στην αγορά των ακινήτων εξισορροπούνταν επίσης και από το γεγονός πως υπήρχε (από το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου μέχρι περίπου και τις αρχές του ’80) μια σχετική ανοδική πορεία στους μισθούς. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως ήταν λογικό για έναν δημόσιο υπάλληλο στην Ελλάδα, με μια κάποια θητεία και έναν μισθό που είχε μόνο ανοδική πορεία, να συνάψει ένα δάνειο για να πάρει ένα σπίτι -αν όχι για τον ίδιο, τότε για τον κανακάρη του. Έκτοτε βέβαια, οι μισθοί έχουν μειωθεί δραματικά (ή έχουν παραμείνει στάσιμοι), και έχουν αντικατασταθεί από τον δανεισμό.

 (3) Θα κόβεις κάτι παραπάνω από τον μηνιαίο σου μισθό για το δάνειο μωρέ μαλάκα, τι σου ζητάνε;

(Στο επόμενο μέρος: Armageddon time is coming soon: Μέρος τρίτο)

Προηγούμενα μέρη:

15 Δεκ 2012

Armageddon time is coming soon: Μέρος πρώτο

Η dot.com κρίση του 2001-2002, ένα προμήνυμα της σημερινής, υποστηρίζουν οι περισσότεροι, δεν πήρε τρομακτικές διαστάσεις λόγω της παρέμβασης του Allan Greenspan, τότε διοικητή της US Federal Reserve Bank. Αυτό που έκανε ο Greenspan ήταν στην ουσία να ξαλαφρώσει την νομισματική πολιτική την στιγμή που φάνηκε πως η φούσκα των dot.com κινδύνευε να απλωθεί και σε άλλους τομείς. Τι έκανε; Άρχισε μια διαδικασία δραματικής μείωσης των επιτοκίων: από 6% που ήταν το 2000, τα έριξε στο 1%. Σύντομα ακολούθησαν και άλλες τράπεζες σε παγκόσμια κλίμακα.

Το χαμήλωμα των επιτοκίων σήμαινε πως ήταν πλέον πολύ πιο εύκολο και φτηνό για κάποιον να δανειστεί. Σαν αποτέλεσμα, πολλές εταιρείες που είχαν δανειστεί τεράστια ποσά, περιμένοντας να ανταμειφθούν από τις (σκηνοθετημένα υπέρ-εκτιμημένες) ανερχόμενες ιντερνετικές/πληροφορικές εταιρείες, και που τώρα δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα με τις αποπληρωμές τους, κατάφεραν να ανασάνουν.

Η μείωση των επιτοκίων, σήμανε και την ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση της ικανοποίησης της κατανάλωσης μέσω της εξάπλωσης της δανειοδότησης και πίστωσης. Τα χαμηλά επιτόκια είχαν σαν αποτέλεσμα να μπορούν οι ατομικοί καταναλωτές να συμπληρώνουν τους (ήδη μειωμένους ή και στάσιμους) μισθούς τους. Τέτοια δάνεια έγιναν πολύ κοινά και αύξησαν σημαντικά την ζήτηση (και συνεπώς τόνωσαν σε μεγάλο βαθμό την οικονομία). Βασικός όμως παράγοντας για την δανειοδότηση ήταν η μελλοντική δυνατότητα αποπληρωμής, και συνεπώς εξαρτιούνταν κατά βάση από την διάθεση και δυνατότητα των τραπεζών να τα πραγματοποιήσουν. Δεδομένου πως οι μισθοί ήταν σε καθοδική ή και στάσιμη κατάσταση, μοναδική διέξοδος για να εξασφαλιστεί η αποπληρωμή ήταν οι υποθήκες ακινήτων, ακολουθώντας μια λογική ότι αφενός οι τιμές των ακινήτων θα ανεβαίναν συνεχώς (οι επενδύσεις σε ακίνητα θεωρούνταν για την πλειοψηφία του κόσμου μια σίγουρη επένδυση), και αφετέρου για τον απλό λόγο πως το βασικότερο περιουσιακό στοιχείο μιας εργατικής οικογένειας δεν είναι ο μισθός της, αλλά το ακίνητό της. Η στροφή προς την αγορά ακινήτων λοιπόν ήταν ένας από τους τρόπους που το κεφάλαιο προσπάθησε να εξασφαλίσει την αποπληρωμή των δανείων που μοίραζαν τόσο απλόχερα, καθώς και το να τονώσει την οικονομία που είχε περάσει μια τρομάρα λόγω της κατάρρευσης των dot.com εταιρειών.

Η διευκόλυνση της δανειοδότησης (λόγω των χαμηλών επιτοκίων) αύξησε και τις υποθήκες. Επειδή η αγορά ακινήτων απλώνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα (από την αγορά της γης, στην σύναψη δανείου, στον σχεδιασμό και χτίσιμο του σπιτιού, την σταδιακή αποπληρωμή ή ακόμα και την στάση πληρωμών), και επειδή υπάρχουν υποτίθεται και πολλές δικλείδες ασφαλείας απέναντι στην μη-αποπληρωμή μέσα σε αυτό το χωρόχρονο, η αγορά ακινήτων τροφοδότησε μεγάλο κομμάτι της ανάπτυξης της χρηματο-πιστωτικής (και όχι μόνο) οικονομίας. Τα υποθηκοδάνεια αυξήθηκαν, αλλά καθώς η προσφορά ακινήτων ήταν πιο αργή (λόγω του χρονικού διαστήματος που αναγκαστικά μεσολαβεί), οι τράπεζες που έδιναν υποθηκοδάνεια, βρέθηκαν με αρκετά λεφτά στην τσέπη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ανέβουν κι άλλο οι τιμές των ακινήτων. Με την σειρά της, αυτή η εξέλιξη σήμαινε πως οι υψηλές τιμές των ακινήτων, μαζί με τα χαμηλά επιτόκια, επέτρεπαν περαιτέρω δανεισμό -ή και 2ες υποθήκες (1). Όλο το επιτυχημένο αυτό οικοδόμημα βέβαια, προφανώς εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την προσδοκία πως οι τιμές των ακινήτων θα συνέχιζαν για μεγάλο διάστημα να ανεβαίνουν.

Το ξεκίνημα της πολεμικής μηχανής των ΗΠΑ την ίδια εποχή, σήμανε ξαφνικά πως οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν υπερβολικά, και συνεπώς και το κρατικό έλλειμμα. Σαν αποτέλεσμα, μέχρι να τελειώσει η πρώτη θητεία του Bush, το έλλειμμα του προϋπολογισμού είχε φτάσει στο 4% του ΑΕΠ (σημειωτέον πως την τελευταία χρονιά του Κλίντον, το έλλειμμα ήταν στο -2%, δηλαδή υπήρχε πλεόνασμα στον προϋπολογισμό). Αυτό σήμαινε με απλά λόγια πως το κράτος διοχέτευε περισσότερα χρήματα στην αγορά, από ότι έβγαζε από τους φόρους. Η αύξηση του κρατικού ελλείμματος (των κρατικών δαπανών δηλαδή) εξισορροπήθηκε από την αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης που επεκτάθηκε λόγω της χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής (δηλ. των χαμηλών επιτοκίων).

Αυτή η (πρόσκαιρη) κατάσταση είχα βέβαια τα προβλήματα της. Πολλές εταιρείες ήταν ακόμα σε αμυντική στάση. Αντί να χρησιμοποιούν τα αποκατεστημένα κέρδη τους για να επενδύσουν στην ανάπτυξη, τα χρησιμοποιούσαν για την αποπληρωμή δανείων. Η συσσώρευση στην Αμερική λοιπόν, έφτασε να εξαρτάται από την διοχέτευση χρήματος στην αγορά από το κράτος (πολεμικές δαπάνες) και από την αύξηση του καταναλωτικού χρέους.

Παρόλα αυτά, με την αρχή της δεύτερης θητείας του Bush άρχισαν να αυξάνονται και οι επενδύσεις. Η οικονομία έμοιαζε να έχει πάρει τα πάνω της. Η καπιταλιστική συσσώρευση μπορούσε να αναλάβει τα ηνία της ανάπτυξης και να αλαφρύνει το βάρος που είχε πέσει στις κρατικές δαπάνες και τα καταναλωτικά έξοδα. Όταν το έλλειμμα του προϋπολογισμού άρχισε πάλι να πέφτει ο Greenspan ένιωσε ότι μπορούσε να αρχίσει πάλι την σύσφιξη της δημοσιονομικής πολιτικής –κάτι που ξεκίνησε από το καλοκαίρι του 2004. Μέχρι τις αρχές του 2007, το έλλειμμα του προϋπολογισμού είχε πέσει στο 2.2%, ενώ τα επιτόκια είχαν ανέβει στο 5.25%.

Αποτέλεσμα: η φούσκα των dot.com εταιρειών έκανε πολλούς να πιστεύουν πως ακόμα και μπροστά σε μεγάλα προβλήματα, η οικονομία έχει την δυνατότητα να αντεπεξέρχεται, και να ξανά-στέκεται στα πόδια της. Με μικρή παρέμβαση από το κράτος (το χαμήλωμα δηλαδή των επιτοκίων, όχι ακόμα η διάσωση προβληματικών ή μη-ανταγωνιστικών εταιρειών), η καπιταλιστική συσσώρευση μπορούσε να επιβιώσει και να ξαναμπεί σε ρυθμούς ανάπτυξης.

Μέσα στο 2007 τα πράγματα για το κεφάλαιο έμοιαζαν αρκετά ευνοϊκά. Οι ρυθμοί ανάπτυξης έμοιαζαν να έχουν ξανά-ανέβει, οι περιορισμοί που υπήρχαν λόγω της οργανωμένης εργατικής τάξης και των εθνικών κρατών είχαν κατά πολύ ξεπεραστεί, ο νέος παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός είχε καταφέρει να εξαπλώσει την ευημερία του ακόμα και σε χώρες που δεν θεωρούνταν δυνατό. Μια μεσαία τάξη αναπτυσσόταν ραγδαία σε πολλές χώρες του «τρίτου κόσμου», κάτι που έκανε ακόμα και τους επικριτές (του κινήματος της αντί-παγκοσμιοποίησης) να σωπαίνουν. Η κεϊνσιανή πολιτική του ΄60 και του ΄70 είχε επιφέρει σταθερή ανάπτυξη, θέσεις εργασίας και ευημερία. Αλλά μονάχα στις χώρες του Δυτικού κόσμου, και πολλοί υποστήριζαν (ακόμα και από την αριστερά) πως αυτό συνέβαινε σε βάρος του «τρίτου κόσμου». Τώρα η παγκοσμιοποίηση, ακόμα και αν σε αρχικό επίπεδο έμοιαζε να κάνει τους πλουσίους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους, έμοιαζε να έχει σαν μακροχρόνιο αποτέλεσμα την ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα δε με τους υπολογισμούς του ΔΝΤ, την εποχή εκείνη, το 60% της παγκόσμιας ανάπτυξης προερχόταν από εκείνες τις χώρες που είχαν ονομαστεί «αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς» («newly emerging market economies»).

Υπήρχαν την εποχή εκείνη κάποιες ανησυχίες πως η άνοδος των τιμών (στο πετρέλαιο και τις πρώτες ύλες), σε συνδυασμό με την σφιχτή δημοσιονομική πολιτική (αύξηση επιτοκίων), μπορεί και να οδηγούσε στην επιβράδυνση της οικονομίας, αλλά ακόμα και αυτά φαινόντουσαν αμελητέα μπροστά στα οικονομικά προβλήματα που είχαν αντιμετωπίσει όσοι ήταν επιφορτισμένοι με τέτοιες αποφάσεις μια δεκαετία νωρίτερα. 

(στο επόμενο μέρος: Armageddon time is coming soon: Μέρος δεύτερο)

 



(1) Η δεύτερη και πολλές φορές η τρίτη υποθήκη σε ένα σπίτι δεν είναι μια απόδειξη ακατάσχετης καταναλωτικής μανίας, όπως θέλουν να πιστεύουν μερικοί. Αντιθέτως πρόκειται για μια διαδικασία ενσωματωμένη στο σύστημα δανειοδότησης η οποία βασίζεται στην λογική της συνεχούς ανόδου των τιμών των ακινήτων. Η λειτουργία είναι απλή: ας υποθέσουμε πως μια οικογένεια παίρνει ένα δάνειο για να αγοράσει ένα σπίτι. Ένα ή δύο χρόνια μετά, και εφόσον η οικογένεια δυσκολεύεται στις αποπληρωμές, βάζει το σπίτι σε υποθήκη. Εφόσον όμως η τιμή του σπιτιού (από την εποχή της αγοράς) έχει ανέβει, οι όροι του δανείου είναι πιο ευνοϊκοί. Με την ανεβασμένη τιμή λοιπόν του ακινήτου, η δεύτερη και τρίτη υποθήκη εξυπηρετεί την αποπληρωμή του πρώτου δανείου. Προφανώς και η ιστορία μπάζει από παντού, αλλά πρέπει να έχουμε υπόψιν πως σε μια αντικειμενική συνθήκη κατά την οποία οι μισθοί μένουν στάσιμοι ή πέφτουν, και τα δάνεια μοιράζονται απλόχερα, η δανειοδότηση και η εύκολη πίστωση οριοθέτησαν κατά πολύ τον τρόπο υπολογισμού των εξόδων μιας οικογένειας, όχι ικανοποιώντας την καταναλωτική μανία τους αλλά με στόχο να ικανοποιήσουν τις κοινωνικές και προσωπικές ανάγκες τους. Οι ηθικοπλαστικές καταγγελίες περί ψευδών αναγκών συνήθως καταλήγουν στην υιοθέτηση μιας προβληματικής αντίληψης που οριοθετεί (για τους άλλους) ποιες πρέπει να είναι οι «πραγματικές» τους ανάγκες, μια διαδικασία που καταλήγει συχνά-πυκνά σε μια ελαχιστοποίηση των ανθρωπίνων αναγκών και μια ασκητική πρόταση ζωής. Αντίθετα με αυτή την προσέγγιση, προτιμούμε αυτήν που προτάσσει την συνεχή διεύρυνση αναγκών και επιθυμιών, παρά την μείωση τους με στόχο την οικονομική σύνεση.

10 Δεκ 2012

Μια φορά και έναν καιρό (ή αλλιώς, το υπόβαθρο της σημερινής οικονομικής κρίσης)

[Το δεύτερο μέρος του κειμένου-σημειώσεων για την κρίση.]

Η σημερινή κρίση αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα τεράστια, άλυτα προβλήματα της λεγόμενης «πραγματικής οικονομίας»(1) τα οποία έχουν κυριολεκτικά καλυφθεί από χρεόγραφα εδώ και δεκαετίες. Ο συνδυασμός όμως ανάμεσα στην μειωμένη καπιταλιστική συσσώρευση και την αποσύνθεση του χρηματιστικού τομέα μετατρέπει την κρίση σε κάτι καταστροφικό(2). Η θεμελιώδης αιτία της κρίσης έχει να κάνει με την πτωτική ζωτικότητα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών στην διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων.

Οι στατιστικές δείχνουν πως η παραγωγικότητα της εργασίας πέφτει σταθερά εδώ και 30 χρόνια. Μαζί της, η δυνατότητα κερδοφορίας. Σε αυτό προφανώς συνεισφέραν οι άγριοι διεκδικητικοί αγώνες του ’60 και του ’70, η εργατική απειθαρχία μέσα και έξω από τα εργοστάσια, οι αγώνες ενάντια στην έμφυλη καταπίεση που επανα-νοηματοδότησαν την έννοια της αναπαραγωγής, η εμφάνιση οικολογικών κινημάτων που αύξησαν το κόστος των πρώτων υλών. Ο κύκλος της καπιταλιστικής συσσώρευσης, που ξεκινάει από το χρήμα και καταλήγει σε αυτό (με μια προσαύξηση, που είναι και ο λόγος ύπαρξης της όλης διαδικασίας) άρχισε να δυσλειτουργεί σχεδόν σε όλα τα επίπεδα. Η ταξική αντεπίθεση του κεφαλαίου, από την μια μέσω της καταστολής, από την άλλη μέσω της αφομοίωσης, οδήγησε σίγουρα στην υποχώρηση και οριακή εξαφάνιση αυτής της «εφόδου προς τον ουρανό», αλλά ήταν μονόπλευρη. Δεν κατάφερε, με λίγα λόγια, να οδηγήσει σε μια νέα ταξική συνθηκολόγηση με όρους κερδοφορίας. Ακόμα και αν η αντεπίθεση του κεφαλαίου ανάγκασε τον πόλο της εργασίας (ως ανατρεπτική συνιστώσα) σε μια άτακτη υποχώρηση, την ίδια στιγμή υποτίμησε την εργαλειακή λειτουργία αυτού του πόλου (ως παραγωγό αξίας). Και χωρίς την ανοδική παραγωγικότητα της εργασίας, μειώνεται η κερδοφορία. Νέτα, σκέτα. Συνεπώς, η κλασική συνταγή που περιμένει από τις αυξήσεις στις επενδύσεις (και συνεπώς σε νέες τεχνολογίες) να δημιουργήσουν εκ νέου μια αποδοτική και κερδοφόρα σχέση εργασίας-κεφαλαίου, προσέκρουε απέναντι στην έλλειψη αρχικού κεφαλαίου για να χρηματοδοτηθεί αυτή η πολυπόθητη επένδυση και στο γεγονός πως οι νέες εργασιακές σχέσεις που επιβλήθηκαν για να αντιμετωπίσουν την διάχυτη κοινωνική αναταραχή δεν κατάφεραν παρά να αναγκάσουν σε υποχώρηση την προλεταριακή έφοδο –όχι όμως να δημιουργήσουν νέους πόλους συσσώρευσης(3).

Σε κάποιες χώρες του «ανεπτυγμένου» κόσμου, το θάψιμο του τσεκουριού του ταξικού πολέμου επιτεύχθηκε μέσω μιας αμοιβαίας συμφωνίας: «δεν θα φωνάζετε πολύ, αλλά εμείς θα εξασφαλίσουμε ένα ανεβασμένο βιοτικό επίπεδο». Για όσες χώρες μια τέτοια συνθηκολόγηση δεν ήταν εφικτή, την λύση ήρθε να δώσει (αρχικά) μια ημί-κεϋνσιανή πολιτική αύξησης κρατικών δαπανών, και σε δεύτερο επίπεδο (αφού αυτή η λύση έπαψε να εξυπηρετεί και οδήγησε σε αύξηση των απαιτήσεων) μια μετατόπιση προς τον δανεισμό και την πίστωση, μια δυνατότητα που υπέρ-διογκώθηκε με την έναρξη της ευρωζώνης και την δυνατότητα των χωρών του νότου (δηλαδή της χαμηλότερης παραγωγικότητας και των μεγαλύτερων κρατικών δαπανών) να δανείζονται μεγάλα ποσά σε συμφέρουσες τιμές. Όποια μορφή και αν πήρε, η συνθηκολόγηση επέτρεψε μια προσωρινή επιστροφή στην καπιταλιστική ομαλότητα και σε νέες προσδοκίες ευημερίας και συμφιλίωσης. Όμως η σταδιακή μείωση της παραγωγικότητας συνεχιζόταν (4).

Θα ήταν λογικό να φανταστεί κανείς πως η μείωση της κερδοφορίας, και η στροφή προς τον δανεισμό και την πίστωση, μειώνει και το ποσοστό κέρδους που επενδύεται στην παραγωγική βάση της οικονομίας. Συνεπώς, η σωρευτική λογική που προσπαθεί να αντλήσει κέρδος χωρίς να αυξάνει τις επενδύσεις, και συνεπώς την παραγωγικότητα της εργασίας, θα έφτανε κάποια στιγμή σε ένα αδιέξοδο. Παρόλα αυτά, από ότι φαίνεται (5), η μείωση του κέρδους δεν οδήγησε σε μείωση των επενδύσεων (τουλάχιστον στην Αμερική). Παρόλο που η μετατόπιση προς την πίστωση πραγματοποιήθηκε σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής ζωής (επιχειρήσεις, κράτος, καταναλωτές), αυτή η διαδικασία δεν επηρέασε τις επενδύσεις στην «πραγματική οικονομία», συγκριτικά με τις προηγούμενες δεκαετίες.

Μάλιστα, ο Κλίμαν δείχνει πως παρόλο που το ποσοστό επενδύσεων μειώθηκε μετά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, ο βασικότερος λόγος δεν ήταν η «χρηματοπιστωτική» στροφή της οικονομίας, αλλά το γεγονός πως το ποσοστό ήταν ήδη υπερβολικά ψηλό και μη βιώσιμο τα προηγούμενα χρόνια. Παρόλο που οι χρηματοπιστωτικές πληρωμές αυξήθηκαν άμεσα, αυτές ήταν αποτέλεσμα αύξησης από δανεικούς πόρους και όχι της μείωσης των παραγωγικών επενδύσεων. 

Στην πραγματικότητα, εξετάζοντας το διάστημα 1948 με 2007, ενώ το ποσοστό συσσώρευσης μειώθηκε συνολικά κατά 41%, την ίδια περίοδο το ποσοστό αύξησης επενδύσεων άγγιξε το 3%. Συνεπώς, η πτώση στην κερδοφορία ακολουθεί ρητά την πτώση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, χωρίς να επηρεάζεται από το ποσοστό επενδύσεων (το οποίο στην πραγματικότητα είχε αυξηθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες πριν από την κρίση).

Πιο είναι το γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει από αυτήν την έρευνα: αντιθέτως με τις διάφορες προσεγγίσεις που εντοπίζουν στην στροφή προς το χρηματοπιστωτικό σκέλος της οικονομίας (και συνεπακόλουθα στον «νέο-φιλελευθερισμό») τα αίτια της σημερινής κρίσης, τα στοιχεία (τουλάχιστον στην Αμερική) δείχνουν πως μια αντίστροφη κατάσταση ίσχυε. «Το μερίδιο των κερδών που επενδύθηκε στην παραγωγή ήταν μεγαλύτερο κατά τις 2 πρώτες δεκαετίες του νέο-φιλελευθερισμού από ότι ήταν τις προηγούμενες δεκαετίες» (σελ. 38). Άρα, η πτώση στο ποσοστό συσσώρευσης στην Αμερική (ανάμεσα στο 1948 και το 2007) αποδίδεται στην συνολική πτώση του κέρδους τους, και όχι σε μια μετατόπιση κερδών από την παραγωγή προς τις χρηματιστικές πληρωμές. Με λίγα λόγια, η πτώση του ποσοστού κέρδους ήταν αποτέλεσμα δομικών προβλημάτων της καπιταλιστικής σχέσης, και όχι (όπως υποστηρίζουν οι διάφοροι αριστεροί/κευνσιανοί) της επικράτησης του «νέο-φιλελεύθερου» μοντέλου απορρύθμισης. 

Η προσέγγιση αυτή φωτίζει με αρκετά ενδιαφέρον τρόπο και τις προτεινόμενες λύσεις από την πλευρά των Κευνσιανών. Εάν ο μπαμπούλας του νέο-φιλελευθερισμού, στον οποίο έχει βασιστεί όλη η αφήγηση της αριστεράς, χάνει την αίγλη του, μια επιστροφή σε ένα προηγούμενο μοντέλο ανάπτυξης δεν εξασφαλίζει καμία ριζική ανατροπή των πραγματικών αιτιών της υποτίμησης των ζωών μας, και συνεπώς δεν μπορεί να υποσχεθεί με κανένα πιθανό τρόπο το ξεπέρασμα αυτής της μαλακίας που λέγεται κρίση. Αλλά σε αυτό το κρίσιμο σημείο θα επανέλθουμε.

[Στο επόμενο μέρος: Armageddon time is coming soon (ή αλλιώς, η κρίση στην Αμερική σε 3 βήματα)]

(επιστροφή στο πρώτο μέρος) 
 

(1) Ο διαχωρισμός μεταξύ «πραγματικής οικονομίας» και πλασματικής, παρά την χρησιμότητα που προσφέρει λόγω ευκολίας, ενέχει και πραγματικούς κινδύνους σε πολλαπλά επίπεδα. Για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση αυτού του φαινομένου, δείτε το κείμενο του Moishe Postone, «Nazism and Anti-Semitism», μεταφρασμένο στα ελληνικά στο περιοδικό Χουλιγκανιζατερ.

(2) Κατά κάποιο τρόπο ο όρος καταστροφικό απευθύνεται τόσο προς την καπιταλιστική σχέση όσο και προς τους προλετάριους. Αυτό γιατί στον βαθμό που οι ζωές μας ορίζονται από την σχέση αυτή, οι επιπτώσεις που έχει η διατάραξη αυτής της σχέσης γίνονται αισθητές σε μεγάλο βαθμό από εμάς ως συστηματική υποτίμηση. Και οι «λύσεις» που προτείνονται για το ξεπέρασμα αυτής της κρίσης μέχρι στιγμής, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια επιμήκυνση αυτής της υποτίμησης.

(3) Η πτωτική τάση του κέρδους, και η άρνηση των μεγάλων εταιρειών να παραχωρήσουν μέρος της αγοράς σε αντιπάλους, σήμαινε πως επιχειρήσεις με μικρότερα κεφάλαια σήκωσαν το βάρος τόσο των νέων επενδύσεων, όσο και της δημιουργίας θέσεων εργασίας, κάτι που μείωνε δραματικά την δυνατότητα τους να επεκταθούν και που τους οδηγούσε αναγκαστικά στις δραματικές μειώσεις εργατικού κόστους, δηλ. μισθών. Ο μοναδικός τρόπος συνεπώς για να αποφύγουν μια ακόμα μεγαλύτερη πτώση του κέρδους ήταν μέσω μιας συστηματικής, βαθιάς και καθολικής μείωσης μισθών. Οι ανεπτυγμένες χώρες μπόρεσαν να κρατήσουν την κερδοφορία τους μονάχα λόγω της δραματικής μείωσης της ανόδου της καταναλωτικής δύναμης (εξισορροπώντας την προσφορά/ζήτηση μέσω της επέκτασης της δανειοδότησης) και μια συνεχή καθοδική πίεση του βιοτικού επιπέδου (όπως π.χ. στην Γερμανία). Βλ. Brenner, R (2009), What is good for Goldman Sachs is good for America

(4) Δεν χρειάζεται να επισημάνουμε πως μια πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας μεταφράζεται αυτοστιγμεί σε πτώση του ποσοστού κέρδους του συνολικού κεφαλαίου. Η άλλη πλευρά όμως της πτώσης της παραγωγικότητας είναι η ταυτόχρονη ασύμμετρη αύξηση της παραγωγής, μια συνθήκη που οδηγεί σε υπερπαραγωγή. Ξεκινώντας από τις ΗΠΑ, την Γερμανία και την Ιαπωνία, περνώντας μετά στις βόρειο-ανατολικές Ασιατικές χώρες, στρίβοντας προς τις νότιο-ανατολικές, και καταλήγοντας στον σύγχρονο Κινέζικο Λεβιάθαν, όλες αυτές οι χώρες έχουν κάνει τεράστιες –αλλά πολύ συχνά άχρηστες με όρους αγοράς –συνεισφορές στην παγκόσμια παραγωγική δυνατότητα. Αναγκαστικό αποτέλεσμα είναι η μείωση των συνολικών τιμών και, συνεπώς, του κέρδους.

(5) Βλέπε το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Α. Κλίμαν, που υποστηρίζει πως η στροφή προς την χρηματοπιστωτική οικονομία δεν μείωσε τις επενδύσεις, ούτε και αύξησε το χρέος.

8 Δεκ 2012

Εισαγωγή

[Ξεκινάει από σήμερα μια δημοσίευση σε συνέχειες που θα προσπαθήσει να επεξεργαστεί το ζήτημα της οικονομικής κρίσης. Τα κείμενα που θα παρουσιαστούν δουλεύονται εδώ και αρκετό καιρό, αλλά δεν είναι με κανένα τρόπο σε τελική μορφή. Δημοσιεύονται εδώ με στόχο να ενεργοποιήσουν σχόλια, διαφωνίες και συζητήση.]

 Ο καπιταλισμός είναι ένα ανισόρροπο σύστημα κοινωνικών σχέσεων. Η ανισορροπία αυτή είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό του. Δεν είναι μια τυχαία, απρόσμενη, ανεξήγητη και μεταφυσική συνθήκη. Και αυτό γιατί ο καπιταλισμός είναι δομημένος με τέτοιο τρόπο ώστε η παραγωγή κέρδους και αξίας να είναι ο μοναδικός του στόχος. Προφανώς για να το καταφέρει αυτό και να μπορεί να διαιωνίζει τον εαυτό ως κύκλο αξιοποίησης, έχει ανάγκη τον πόλο της εργασίας, και μάλιστα (σε συνάρτηση με κάθε εποχή και τους αγώνες της) είναι αναγκασμένος σαν κοινωνικό σύστημα να διατηρεί και να αναπαράγει το υποκείμενο εκείνο στο οποίο οφείλεται η παραγωγή αξίας και κέρδους (ενσάρκωση και υλική έκφραση των οποίων είναι το χρήμα). Παρόλα αυτά όμως, ο στόχος δεν αλλάζει. Αλλάζει μονάχα ο τρόπος μέσω του οποίου επιτυγχάνεται αυτός. Η αντίφαση μεταξύ (ανταλλακτικής) αξίας και αξίας χρήσης, το γεγονός δηλαδή πως τίποτα δεν παράγεται επειδή είναι χρήσιμο αλλά απλά και μόνο επειδή μπορεί να επιφέρει κέρδος, είναι η αρχή και το τέλος αυτής της σχέσης. Για αυτό ζούμε σε μια εποχή στην οποία οι άνθρωποι εξαθλιώνονται και χάνουν την δυνατότητα αξιοπρεπούς επιβίωσης, την ίδια στιγμή που η παραγωγική δυναμική παγκοσμίως μπορεί να παράγει υπέρ-πληθώρα εμπορευμάτων.

Όταν οι μπάτσοι της αμερικής κάνουν περιπολίες γύρω από τα κατασχεμένα σπίτια, προστατεύοντας έτσι την αξία αυτών των σπιτιών από τους πρώην ενοίκους και νυν αστέγους, δεν κάνουν άλλη δουλειά από το να σου πετάνε στην μούρη αυτή την απλή αλήθεια. Όταν υπάρχουν πάνω από 100 χιλιάδες άδεια σπίτια στην Αθήνα, την στιγμή που οι άστεγοι έχουν αυξηθεί κατά 25% μόνο τα τελευταία δύο χρόνια, το εμπόρευμα αναγκαστικά χάνει κάτι από τον φετιχιστικό του εαυτό, καθώς και την αύρα διαχρονικότητας του συστήματος που το στηρίζει. Η ουσία ενός εμπορεύματος (είτε μιλάμε για στέγαση, είτε για τροφή, κτλ.) είναι απλά και μόνο η αξία που έχει. Όχι η χρησιμότητα του στην ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Και η αστυνομία βρίσκεται εδώ για να προστατεύσει το εμπόρευμα και τις συνθήκες δημιουργίας του. Τελεία. Και όπως αναφέρουν οι φίλοι/φίλες της αταξικής κοινωνίας από την Γερμανία, «μια κοινωνία στην οποία η δύναμη επιβολής του νόμου φροντίζει ώστε η κατοικία να μην εκπληρώνει τον ανθρώπινο σκοπό της είναι προφανώς τρελή [verrückt], και μόλις οι προλεταριοποιημένοι αναγνωρίσουν στην εικόνα αυτού του αστυνομικού την ουσία της κοινωνίας, ίσως η πορεία της ιστορίας να πάρει μια απρόσμενη τροπή.» (Θέσεις για την Κρίση, 2009)

Μια περίοδος οικονομικής (και επακόλουθα κοινωνικής) κρίσης, φέρνει στο προσκήνιο αυτές τις αντιφάσεις σε βαθμό που βγάζουν μάτι. Οι κόντρες των διαφόρων οικονομολόγων υπάρχουν μόνο και μόνο για να δημιουργούν την αίσθηση πως κάποιοι ακόμα ασχολούνται με αυτά τα «περίπλοκα» ζητήματα. Δεν προσφέρουν τίποτα άλλο πέρα από μια δικαιολόγηση, με κάθε πιθανό και ηλίθιο τρόπο, πως ό,τι και αν γίνει, το σύστημα αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει, καθώς τίποτα δεν είναι στο χέρι μας. Μέσω μιας ολοένα και πιο υποτιμητικής (για το κοινό τους) θεαματικής διαδικασίας, τσακώνονται οι κάθε λογής ειδικοί: «Φταίει το ανεξέλεγκτο χρηματοπιστωτικό σύστημα», λένε οι μεν. «Χρειαζόμαστε μεγαλύτερο κρατικό έλεγχο της αγοράς». «Φταίει η παρέμβαση του κράτους», απαντάνε οι δε. «Πρέπει να αφεθεί η αγορά να επαναφέρει την ισορροπία από μόνη της.» Διακόσια χρόνια οι ίδιες μαλακίες. Που να αρχίσει να εξηγεί κανείς πως οι δύο (και καλά) όψεις αυτής της διαμάχης αφορούν μια και μοναδική αδιαχώριστη διαδικασία; Τόσο οι σοσιαλδημοκράτες του κεϊνσιανισμού, όσο και φιλελεύθεροι της αγοράς κάνουν τα στραβά μάτια (πως αλλιώς θα δικαιολογούσαν την ύπαρξη τους και την συνέχιση της έμμισθης προπαγάνδας τους;) όταν ξεμυτίζει δειλά-δειλά, κάτω από τόνους ανοησίας, η τρομακτική πραγματικότητα: δεν υπάρχει αγορά χωρίς κρατική παρέμβαση, και δεν υπάρχει κράτος χωρίς αγορά.

Παρόλα αυτά, τόσο στην σημερινή κρίση (όσο και σε όλες τις κρίσεις που έχουν παραχθεί από την αντιφατική εξέλιξη της καπιταλιστικής σχέσης, από το 1825 μέχρι σήμερα), τα ίδια επιχειρήματα αναπαράγονται λες και η ιστορική αντίληψη είναι κακουργηματική πράξη. Γιατί στην ουσία δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από μια επιφανειακή και επιπόλαιη ματιά στην ιστορία του καπιταλισμού για να φανεί πως οι κρίσεις επανέρχονται διαρκώς και συστηματικά, συμπαρασύροντας μαζί και όλα τα ηλίθια επιχειρήματα.

Όποια μορφή και αν πάρει η κρίση, στο επίκεντρο βρίσκονται πάντα οι ίδιες αντιφάσεις. «Η προέλευση της κρίσης μπορεί κάλλιστα να προερχόταν από την υπερπαραγωγή [σε μια χώρα], αλλά μέσω των μηχανισμών της εμπορικής και χρηματιστικής κερδοσκοπίας μετατοπίστηκε, έτσι ώστε εμφανίστηκε πρωταρχικά υπό την μορφή μιας χρηματιστικής κρίσης [σε κάποια άλλη χώρα].» Μια φράση που γράφτηκε για να περιγράψει, όχι την σημερινή, αλλά την οικονομική κρίση που εμφανίστηκε στην Ευρώπη την δεκαετία του 1840, θα έπρεπε κανονικά να αρκεί για να προκαλέσει τουλάχιστον μια αίσθηση ξεφτίλας στους ιδεολόγους της σημερινής οικονομικής θεωρίας, που αντέδρασαν με έκπληξη όταν ξεκίνησε η κατάρρευση του «οικονομικού θαύματος» της δεκαετίας του 1990. Και όμως, όλες σχεδόν οι επίσημες και μη αντιδράσεις στην σημερινή οικονομική κρίση παγκοσμίως εξακολουθούν να στριφογυρίζουν γύρω από τα ίδια ζητήματα: περισσότερος κρατικός παρεμβατισμός ή απελευθέρωση της αγοράς;

Με αυτόν τον τρόπο, όλες οι πιθανές «λύσεις» για την αντιμετώπιση της κρίσης επικεντρώνονται σε δύο ψευδής πιθανότητες: από την μια ο δρόμος της λιτότητας, οι περικοπές στους μισθούς και τις κρατικές δαπάνες, η απελευθέρωση της αγοράς, οι ιδιωτικοποιήσεις, η απορρύθμιση. Από την άλλη, ο κρατικός παρεμβατισμός, η αύξηση των δαπανών για την δημιουργία θέσεων εργασίας και η ανακούφιση της ανεργίας, οι αυξήσεις των επενδύσεων. Και οι δύο «αντικρουόμενες» θέσεις υπόσχονται τον ίδιο παράδεισο: ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αύξηση της παραγωγικότητας, ανάπτυξη. Με λίγα λόγια, καλύτερη απόδοση του καπιταλισμού.

Το ψευδές δίλημμα των δυο αυτών προσεγγίσεων δεν βρίσκεται μόνο στο απλό γεγονός πως και οι δυο κινούνται στο πλαίσιο μιας βελτίωσης της καπιταλιστικής οικονομίας. Βρίσκεται και στο γεγονός πως η υποτιθέμενη αντίφαση τους είναι ανύπαρκτη.

Αν υπάρχει κάτι καινούριο στην σημερινή κρίση, αυτό εντοπίζεται στο γεγονός πως για πρώτη φορά επιχειρείται ένα συνδυασμός των παραπάνω «λύσεων», ο οποίος θάβεται κάτω από ψευδό-ιδεολογικές διαμάχες. Η οικονομική κρίση στην Αμερική αντιμετωπίστηκε από άμεση κρατική παρέμβαση και από τροφοδότηση κρατικού stimulus στις χρεοκοπημένες επιχειρήσεις και τράπεζες. Η οικονομική κατάρρευση στην Ευρωζώνη εξακολουθεί να αποφεύγεται μέσω της χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ταυτόχρονα, επιβάλλεται μια λιτότητα η οποία, παρόλο που πλησιάζει η στιγμή που θα διακηρυχθεί η αποτυχία της και θα αποφασιστεί μια νέα προσέγγιση (με έμφαση στην «ανάπτυξη»), θα έχει καταφέρει στο πέρασμα της να δημιουργήσει ανεπανόρθωτες καταστροφές –ή αλλιώς, πιθανές ευκαιρίες για εκ νέου «ανάπτυξη».

Όσο συνεχίζεται η μουρμούρα υπέρ της μιας ή της άλλης επιλογής από τους διαχειριστές αυτού του κόσμου, ξεχνιέται το γεγονός πως καμία από τις δύο αυτές αλληλο-εξαρτημένες πολιτικές δεν προσφέρει στον καπιταλισμό τίποτα άλλο από μια παράταση. Μια παράταση, όχι βέβαια σε σχέση με μια αναπόφευκτη ριζική ανατροπή του υπάρχοντος, αλλά σε σχέση με τα πραγματικά αίτια της κρίσης.

Η παράταση αυτή έχει άμεσες τρομακτικές επιπτώσεις στις ζωές των ανθρώπων που την βιώνουν. Αλλά παρόλο που τα τελευταία 3 χρόνια έχουμε δει μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στα μέτρα λιτότητας που συνοδεύουν την λιτότητα στην Ευρώπη, δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής κάποια ουσιαστική αντιστροφή. Αντιθέτως, και ειδικά το τελευταίο διάστημα, παρατηρούμε πως οι κινητοποιήσεις αποκτούν χαρακτηριστικά που, δυνητικά τουλάχιστον, αποτρέπουν την κατανόηση της κρίσης και αναζητούν «λύσεις» που έχουν σαν ορίζοντα μια επιστροφή στον εθνικό κορμό και τον συνεπακόλουθο κρατικό προστατευτισμό από την «ανεξέλεγκτη» οικονομία.

Υπάρχει δυνατότητα αντιστροφής αυτής της ζοφερής πραγματικότητας; Προφανώς. Η ιστορία δεν είναι μονοδιάστατη, ούτε προκαθορισμένη. Αλλά, μέχρι να γίνει κατανοητό το επίκεντρο της κρίσης της καπιταλιστικής σχέσης, όλες οι αλλαγές που επιχειρούνται θα παραμένουν επιφανειακές. Οι τρομακτικές αντιφάσεις που έχουν ξεδιπλωθεί λόγω της πρόσφατης οικονομικής κρίσης δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια, και όσα στρώματα του παγκόσμιου προλεταριοποιημένου πληθυσμού δεν βρίσκονται ήδη σε οριακά σημεία, βαδίζουν προς τα εκεί με μαθηματική ακρίβεια. 

[Στο επόμενο μέρος: "Μια φορά και έναν καιρό -ή αλλιώς, το υπόβαθρο της σημερινής οικονομικής κρίσης"]
τα αυτοκίνητα, οι βόμβες και ο κινηματογράφος συγκρατούν το όλον